Δύο ακραία περιστατικά που έχει ζήσει με έναν τύπο που της έβγαλε όπλο και της ζήτησε κάτι ερωτικό και άλλο ένα στην Αγγλία, εξιστόρησε η Μαρία Τζομπανάκη .
Αποκαλύψεις σχετικά με τα ακραία περιστατικά που έχει ζήσει, έκανε η Μαρία Τζομπανάκη στην εκπομπή της ΕΡΤ «Εκείνος και ο άλλος».
Το ένα έγινε στην Θεσσαλονίκη με έναν θαυμαστή της, ο οποίος την παρακολουθούσε καιρό και έφτασε στο σημείο να μπει στον περιβάλλοντα χώρο του σπιτιού της και να της βγάλει όπλο, ενώ το άλλο ήταν στο Μάντσεστερ με έναν τύπο που ζήτησε να την ακολουθήσει.
«Έχω ζήσει ακραιότατες. Μία ήταν πολύ επικίνδυνη, όταν ήμουν στη Θεσσαλονίκη. Έμενα στη Νέα Κρήνη και πήγαινα με το αυτοκίνητο. Άρχισα να βρίσκω λουλούδια. Στη συνέχεια σημειώματα που γίνονταν όλο και πιο τολμηρά και περίεργα και κάποια στιγμή με παρακολούθησε. Μια φορά γύριζα από παράσταση κι είδα δίπλα μου ένα μεγάλο, μαύρο αυτοκίνητο κι άνοιξε τα τζάμια. Με κοίταξε έντονα. Πήγα αλλιώς το δρόμο κι όταν πάω να βγω εκεί που μένω, τον βλέπω μπροστά μου. Μπαίνω στο σπίτι μέσα από κάγκελα και κάτω από δύο συστάδες ήταν αυτός εκεί. Έβγαλε όπλο και μου ζήτησε να κάνω κάτι ερωτικό κι άσχημο. Εγώ πάγωσα. Άρχισαν να τρέχουν τα δάκρυα και να τον κοιτώ στα μάτια… Σκεφτόμουν τι να κάνω και μόνος του μου είπε άντε αυτήν τη φορά στη χαρίζω», είπε χαρακτηριστικά για το πρώτο.
Για το άλλο που έγινε στην Αγγλία, δήλωσε: «Κινδύνευσα μια φορά και δεν το κατάλαβα… Είχα πάει σε μια κολλητή μου, η οποία είχε πάει στο Μάντσεστερ με το σύζυγό της. Ήμουν στο Λονδίνο και θα έρχονταν από το Μάντσεστερ να δούμε θέατρο. Τους περίμενα έξω από ένα θέατρο. Έρχεται κάποιος μιγάς, σκουρόχρωμος κι ήταν ντυμένος διαφορετικά από τους Ευρωπαίους. Με ρώτησε αν θα πάω στο θέατρο κι αν θέλω να δω κάτι άλλο εξαιρετικό, μια άλλη παράσταση. Εγώ το έχαψα κατευθείαν. Μου λέει έλα να δεις, ξεκινώ να τον ακολουθήσω και βλέπω την ώρα που ξεκινώ να κοιτάζει γύρω του, αν τον βλέπει κάποιος. Λέω αντανακλαστικά όχι ήρθαν οι φίλοι μου και φεύγει. Όταν ήρθαν, ο άντρας της τραβούσε τα μαλλιά του και μου λέει ξέρεις τι είναι; Ήταν στριπτιτζάδικο. Μπορεί να με βουτούσαν, να με απήγαγαν και να μην ήξεραν ποτέ που είμαι».