Η Τζούλη Αγοράκη συνάντησε την πανέμορφη Σόνια για ψώνια και με είκοσι ευρώ έγιναν βασίλισσες
Η Σόνια ζει στο Λος Άντζελες. Ήρθε το καλοκαίρι, προσκεκλημένη ενός φίλου της Έλληνα για ένα πάρτι στη Σίφνο, και κάπως το φως μαλάκωσε το μέσα της και αποφάσισε να μείνει στην Αθήνα μέχρι να δει το καλοκαίρι να σβήνει.
Ψιλόλιγνη, σαν τη Ναστάζια – το μήλο έπεσε ακριβώς κάτω απ’ τη μηλιά. Αυτό που ξεχωρίζει πάνω της είναι πόσο απλή, προσιτή και ανεπιτήδευτη είναι, αλλά και η προθυμία της να τσαλακώσει την εικόνα της για χάρη μιας αυθόρμητης στιγμής που θα φέρει γέλιο.
Επισκέπτεται τα ελληνικά νησιά από πολύ μικρή, αλλά αυτήν τη φορά γνώρισε και αγάπησε την Αθήνα. Βρίσκει ότι η ίδια η πόλη έχει ένα μέτρο ζηλευτό, μια όμορφη ισορροπία ανάμεσα στην ομορφιά και στην ασχήμια, το μεγαλείο και την τραγικότητα, όπως ακριβώς και η ίδια η ζωή. «Η δική σου, η δική μου, της κυρίας εκεί» λέει και κουνάει όμορφα τα χέρια της, με θεατρικότητα.
Είναι ηθοποιός και βρίσκεται σε μια στιγμή της ζωής της που έχει αποφασίσει να αφήσει ό,τι την κρατάει πίσω και να πετάξει. Της αρέσει να περπατάει σε διάφορες γειτονιές της πόλης, να παρατηρεί τα πρόσωπα τους δρόμους, την κίνηση. Την ξεναγώ στην πλατεία Αμερικής, τόπο των παιδικών μου χρόνων. Ξεκινάμε τη βόλτα από το Πεδίον του Άρεως. Χαζεύει τις πολυκατοικίες στη Μαυροματαίων και διακρίνει την παλιά αρχοντιά της περιοχής, αλλά το προτιμά που το αστικό μεγαλείο έχει σπάσει και τώρα στους δρόμους βλέπει μαύρους μικροπωλητές που φέρνουν έναν αέρα «Hakuna matata» και χρώμα στην περιοχή.
Στην πλατεία Αμερικής ανακαλύπτουμε εντελώς τυχαία ένα μαγαζί με μεταχειρισμένα ρούχα. Το βιντατζάδικο στη Λευκωσίας την ενθουσιάζει, ειδικά οι τιμές. Ό,τι αγοράζουμε είναι από πέντε μέχρι δέκα ευρώ και ξεθάβουμε θησαυρούς. «Όλη η μόδα είναι εδώ μέσα» φωνάζει έκπληκτη και φοράει μια τέλεια λεοπάρ γούνα. Η Σόνια είναι ευτυχισμένη και το δείχνει. Χοροπηδάει σαν παιδί, τα δοκιμάζει όλα, αγκαλιάζει την πωλήτρια. Είναι χαρούμενη, από τους τυχερούς που χρειάζονται λίγα για να ‘ναι καλά. Πάνω της ξεχωρίζει η γαλατική της ευγένεια, οι καλοί της τρόποι και αυτά τα λιγωμένα μάτια που μοιάζουν με της μητέρας της και είναι σαν να σε τραβάνε να τα σώσεις – να τη σώσεις γενικά.
Τη ρωτάω με τακτ αντίστοιχο του δικού της αν την ενοχλεί να τη συγκρίνουν με τη μητέρα τη ή να ρωτάνε γι’ αυτήν. «Η πιο συνηθισμένη ερώτηση που μου κάνουν είναι πώς είναι η Ναστάζια από κοντά. Δεν ξέρω τι να απαντήσω γιατί είναι η μαμά μου και για τον καθένα η μητέρα του δεν είναι μόνο ένα πράγμα. Αν μου ζητούσες να σ’ την περιγράψω με μια φράση, θα την έλεγα πανέμορφη μέσα κι έξω, τρομερά θαρραλέα. Δεν με πειράζει να με συγκρίνουν μ’ εκείνη, είναι πολύ κολακευτικό. Είναι πολύ όμορφη και είναι λογικό να ψάχνουν στο πρόσωπό μου κάτι δικό της. Δεν νομίζω ότι της μοιάζω, όμως κάτι υπάρχει στο βλέμμα. Καμιά φορά το διακρίνω». Από το πατέρα της, τον Αιγύπτιο παραγωγό Ibrahim Moussa, πήρε την αγάπη για τα ταξίδια και τη φιλομάθεια. Δυστυχώς, έχει φύγει από τη ζωή. Θεωρεί δεύτερο πατέρα της τον Kinsey Jones, επόμενο σύζυγο της Ναστάζια και πατέρα της αδερφή της Κένυα. «Ο Kinsey είναι σοφός, πράος, σε σπρώχνει στο καλό χωρίς καμία προσπάθεια. Σε εμπνέει και μόνο που τον βλέπεις να αναπνέει και να υπάρχει δίπλα σου».
Περπατάει στους δρόμους ανάλαφρη σαν πεταλούδα. Σταματάει σε ένα βιβλιοπωλείο με μεταχειρισμένα βιβλία και ενθουσιάζεται που βρίσκει ξενόγλωσσα βιβλία με ένα ευρώ. Αγοράζει τη «Μαλαισία» του Fauconnier και τη σφίγγει πάνω της σαν φυλαχτό. Μέσα στο βιβλιοπωλείο, η μυρωδιά των βιβλίων, ο γλυκός κ. Αλεξίου στο ίδιο πόστο επί σαράντα τρία χρόνια, ποιητής και λάτρης της λογοτεχνίας. Μας απαγγέλλει στίχους από την καινούργια του ποιητική συλλογή. Η Σόνια δεν καταλαβαίνει, όμως τον αγκαλιάζει μεγαλόκαρδα. «Είναι τόσο ωραία αυτή η πλατεία» λέει και παραγγέλνει τον καφέ της. Παρατηρεί με έκπληξη: «Τζούλη, έχεις καταλάβει ότι μέσα σε μισή ώρα, με 20 ευρώ, έχουμε γίνει βασίλισσες; Έχω αγοράσει ένα τζάκετ, ένα τέλειο κασκέτο, δύο πουλόβερ, πέντε βιβλία και μου έχουν μείνει και ρέστα για τον καφέ. Ό,τι θέλω το έχω τώρα εδώ». Τη ρωτάω για τη ζωή στο Λος Άντζελες, για τα καινούργια της πρότζεκτ ως ηθοποιού. Ζει εκεί από έξι χρονών. Το αγαπάει, αλλά το θεωρεί «αυστηρό». «Δεν έχει δεύτερες ευκαιρίες, σου δίνει μία και καλή. Γέμισα πολλή ομορφιά όμως στην Ελλάδα, έχω στο μυαλό μου ένα σωρό ωραία πράγματα που θέλω να κάνω, αλλά τον τελευταίο καιρό έχω ρίξει την προσοχή μου στο τώρα. Δεν θέλω να λέω, θέλω να κάνω».
Τη ρωτάω ποια είναι η αγαπημένη της ασχολία. «Μου αρέσει, όταν ξυπνάω το πρωί, να γράφω τις πρώτες πρώτες σκέψεις μου χωρίς φίλτρο. Ακόμα και τις πιο θολές. Μετά τις διαβάζω και τις σκίζω. Αυτό είναι κάτι σαν ψυχοθεραπεία και το κάνω κάθε πρωί, εδώ και πολλά χρόνια. Σε μένα λειτουργεί αυτό, με βάζει σε μια σειρά και το προτείνω. Είναι σπουδαία άσκηση». «Ποια είναι η αγαπημένη σου γειτονιά στην Αθήνα;» τη ρωτάω καθώς περπατάμε αγκαζέ και κάνουμε ζικ-ζακ σε κάποια σπασμένα πεζοδρόμια. «Μου αρέσουν πολύ τα Εξάρχεια, έχουν ένα ωραίο χύμα και κάτι καλλιτεχνικό, αλλά αγάπησα και τα Ανάκτορα, το Ζάππειο. Κάθε πρωί περπατάω ώρες στον Εθνικό Κήπο, είναι μεγάλο δώρο αυτός ο κήπος στην καρδιά της πόλης. Η Αθήνα λειτουργεί μέσα μου εξισορροπητικά με έναν πολύ περίεργο τρόπο. Ήρθε όμως ο καιρός να γυρίσω πίσω».