Ήταν στις 27 Ιουλίου του 1992, όταν τα γαλαζοπράσινα μάτια της Τζένης Καρέζη με τα οποία «άγγιξε» τις καρδιές εκατομμυρίων Ελλήνων, έσβησαν για πάντα. Είκοσι εννέα χρόνια μετά τον θάνατο της σπουδαίας ηθοποιού βλέπουν το φως της δημοσιότητας άγνωστες λεπτομέρειες απ' τη μάχη της με τον καρκίνο, αλλά και ένα μυστικό που πήρε μαζί της στον τάφο.
Όπως αποκάλυψε σε συνέντευξή της η ηθοποιός Χρυσούλα Μύττη, ένα πράγμα ήταν εκείνο που η Τζένη Καρέζη ήθελε όσο τίποτα να κάνει πριν τον θάνατό της, αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε…
Τα «μαύρα σύννεφα»
Τον Οκτώβριο του 1988, η Τζένη Καρέζη καλείται να παίξει έναν από τους σπουδαιότερους και πιο απαιτητικούς ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου, υποδυόμενη την «Λιουμπόβα» στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ. Παρότι ο κόσμος ανταποκρίθηκε θερμά, τον Μάρτιο του 1989 το θέατρο έκλεισε, καθώς η Τζένη Καρέζη έπρεπε να φύγει εσπευσμένα για το Λονδίνο, μιας που από καιρό είχε συμπτώματα στα οποία ο γυναικολόγος της, απ’ ό,τι φάνηκε, δεν είχε δώσει τη δέουσα σημασία.
Όταν ωστόσο διαγνώστηκε με καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, είχε ήδη χαθεί πολύτιμος χρόνος. Στην Αγγλία η Τζένη έμεινε για δυο μήνες, όπου έκανε χημειοθεραπείες και επέμβαση, ενώ επιστρέφοντας εκείνη και ο Κώστας Καζάκος είχαν μείνει με την εντύπωση ότι πρόλαβαν το κακό.
Παρότι οι γιατροί της έλεγαν ότι έπρεπε να ξεκουραστεί, εκείνη επέμενε να παίξει την «Ιοκάστη» και να ακολουθήσει τη μεγάλη περιοδεία.
Ακολουθεί το έργο «Διαμάντια και μπλουζ», που κάνει πρεμιέρα στις 27 Οκτωβρίου, με τους θεατές να έβλεπαν την υπεράνθρωπη προσπάθεια που κατέβαλε για να ανταποκριθεί στον ρόλο της. Η Τζένη έσφιγγε τα δόντια, γνωρίζοντας ότι με αυτό το έργο αποχαιρετούσε το θέατρο και το κοινό της, που τόσο τη λάτρεψε. Στις 31 Μαρτίου του 1991 έδωσε την τελευταία της παράσταση, με το κοινό να της χαρίζει το πιο ζεστό του χειροκρότημα…
Η τελευταία επιθυμία
Γνωρίζοντας πως τα περιθώρια στενεύουν, μία ήταν η σκέψη που καθημερινά στριφογύριζε στο μυαλό της Τζένης Καρέζη. Και αυτή δεν ήταν άλλη από το να επισκεφθεί το εξοχικό της, τον επίγειο παράδεισό της, όπως χαρακτηριστικά τον αποκαλούσε. Κάθε φορά που περνούσε το κατώφλι της εντυπωσιακής μονοκατοικίας στην Τσαγκαράδα Πηλίου, η οποία περιστοιχιζόταν από πλατάνια, με το ρυάκι που «έτρεχε» στην αυλή να ήταν στολισμένο από τα βότσαλα που μάζευε η ίδια από τις ακρογιαλιές, το μυαλό της άδειαζε από κάθε έγνοια.
Έτσι και τότε στη δύσκολη αυτή μάχη που έδινε, θεωρούσε πως αν βρεθεί εκεί, ενδεχομένως η υγεία της να παρουσιάσει βελτίωση και το θαύμα που όλοι περίμεναν να λάβει σάρκα και οστά. «Την άνοιξη του ’92, όταν πια οι γιατροί δεν έδιναν καμία ελπίδα, ήθελε να κάνει ένα ταξίδι στο εξοχικό της. Νομίζω ότι πίστευε πως εκεί όλα θ’ αλλάξουν. Ήταν το ορμητήριό της. Έλεγε πως αξιοπρέπεια σημαίνει να αποδέχεσαι ότι δεν είσαι τόσο δυνατός όσο νομίζεις, να αφήνεσαι. Και η Τζένη ήταν τόσο δυνατή ώστε να αφεθεί». Τελικά, δεν κατάφερε να κάνει αυτό το ταξίδι.
Οι γιατροί της δίνουν εξιτήριο και πηγαίνει στο σπίτι της στα Ιλίσια. «Εκεί είναι μια άλλη Τζένη», έχει πει η καλή της φίλη η ηθοποιός Χρυσούλα Μύττη σε συνέντευξή της. Από την πλευρά της, η συγγραφέας Λούλα Αναγνωστάκη, περιγράφει το πώς ήταν η ηθοποιός λίγο πριν αφήσει την τελευταία της πνοή: «Δέκα μέρες πριν τον θάνατό της, είχα πάει σπίτι της. Άρρωστη πολύ, μου είχε πει πως ίσως και να ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπα. Καθόταν στην πολυθρόνα της ντυμένη σαν έφηβη, με αθλητικά παπούτσια.
Πρώτη φορά την έβλεπα με αυτά τα παπούτσια. Κάπνιζε ασταμάτητα. Με απελπισία, θυμό, για την αδικία, αλλά και με μικρή ελπίδα. Αυτή την εικόνα νομίζω θα κρατήσω μέσα μου. Αυτή περισσότερο από την άλλη, της ηθοποιού που λαμποκοπούσε πάνω στη σκηνή, που θαύμαζε και αγαπούσε ο κόσμος και οι φίλοι της». Μπορεί η Τζένη Καρέζη να μην κατάφερε να εκπληρώσει την επιθυμία της, παίρνοντας μαζί της αυτό το μυστικό, όμως σίγουρα θα αισθάνεται περήφανη για το ότι οι πολιτιστικοί οργανισμοί σε συνεργασία με τους τοπικούς φορείς του Πηλίου διοργανώνουν στο εξοχικό της συχνά-πυκνά παραστάσεις, κρατώντας έτσι ζωντανή τη μνήμη της.
Δείτε παρακάτω το προσωπικό της ησυχαστήριο που δεν κατάφερε να επισκεφτεί για τελευταία φορά πριν πεθάνει.