«Ήθελα να κάνω την έναρξη στον καλλιτεχνικό χώρο και να βάλω το λιθαράκι μιας καλύτερης εποχής, ενός καλύτερου μέλλοντος».
Στο περιοδικό Down Town και τη Βένια Καραγιάννη έδωσε συνέντευξη η Ζέτα Δούκα, η οποία απάντησε και για την απόφασή της να μιλήσει στον αέρα της εκπομπής «Πάμε Δανάη» για τον Γιώργο Κιμούλη.
Το είχες σκεφτεί αρκετό καιρό πριν βγεις να μιλήσεις;
Ναι, το είχα σκεφτεί αλλά δεν είχα αποφασίσει 100% ότι θα το κάνω. Το συζητούσα με τον εαυτό μου και με κάποιους άλλους και ρωτούσα τη γνώμη τους, πώς θα τους φανεί. Όπως ήταν αναμενόμενο, τα πράγματα όσον αφορά τις γνώμες ήταν μοιρασμένα. Από το πρωινό της Δανάης μού είχαν κάνει την πρόταση αρκετό καιρό και η αφορμή για να πάω καλεσμένη ήταν η παρουσία της αρχισυντάκτριας, της Κίας Παπαδοπούλου, η οποία είναι προσωπική μου φίλη και έχουμε συνεργαστεί πολλά χρόνια. Η ροή της συζήτησης ήταν τέτοια που δεν γινόταν για την ψυχή μου να μην καταθέσω αυτό που είχα βιώσει και με είχε βασανίσει. Η απόφαση πάρθηκε αστραπιαία.
Στον αέρα δηλαδή πήρες την τελική απόφαση;
Ναι, στον αέρα, αλλά είχε γίνει μέσα μου προετοιμασία από τότε που βγήκε η Σοφία και μίλησε. Ο λόγος που το έκανα ήταν για να ανοίξει επιτέλους ένα ρουθούνι. Να γίνει μια πραγματική αλλαγή προς το καλύτερο, μια εξέλιξη στο σπάσιμο του φόβου και της βίας. Ήθελα να κάνω την έναρξη στον καλλιτεχνικό χώρο και να βάλω το λιθαράκι μιας καλύτερης εποχής, ενός καλύτερου μέλλοντος.
Τις συνέπειες μιας τέτοιας καταγγελίας τις σκέφτηκες;
Υπήρχαν οι φόβοι, αναμφίβολα. Υπήρχαν και άνθρωποι που με συμβούλευαν να μη σκαλίσω το θέμα 12 χρόνια μετά. Ναι, φοβόμουν για το αν θα με αποδεχθούν, γιατί ναι μεν είμαι μια γυναίκα που στέκεται στα πόδια της, αλλά έχω στενούς δεσμούς με αυτό το επάγγελμα, δεν περιμένω δουλειά από κάπου αλλού. Ρίσκαρα και ρισκάρω πάρα πολλά πράγματα. Κάποιος μπορεί να σκέφτεται «πού να μπλέξω με αυτήν που είναι δυναμική γυναίκα και μιλάει» και άλλοι μπορεί να σκεφτούν πως τους πήρε η μπάλα και κάτι κακό τούς συνέβη εξαιτίας μου. Πήρα ένα προσωπικό ρίσκο, όχι μόνο για το πώς θα φανεί στον κόσμο, αλλά και για το ποια θα είναι η επόμενη μέρα με τους συναδέλφους μου στη δουλειά.
Εννοείς πως είχες το άγχος μήπως δεν σε παίρνουν στις δουλειές;
Βεβαίως, και αυτό είναι κάτι που πολλοί το σκέφτονται. Τα βήματα της καλής αλλαγής είναι μικρά, το κακό απλώνεται αλματωδώς. Θεωρώ ότι μετά το μεγάλο ξεκαθάρισμα στον καλλιτεχνικό χώρο και την αλλαγή της νοοτροπίας –γιατί τώρα θα σκεφτούν διπλά και τριπλά πριν δείξουν κακή συμπεριφορά– υπάρχουν άνθρωποι που θα ήθελαν να αποφύγουν να συνεργαστούν με κάποιον που έχει αποδείξει ότι μπορεί να μιλήσει ανοιχτά και είναι στο τιμόνι της προβολής του κακού θεάτρου. Για διάφορους λόγους, ακόμη και για προσωπικούς. Χωρίς να έχω σαφείς ενδείξεις, θεωρώ ότι έχω εξαιρεθεί από κάποιες φετινές συνεργασίες λόγω αυτού.
Πριν μιλήσεις δημοσίως, να υποθέσω πως το είχες συζητήσει με τον Μιχάλη, το σύντροφό σου, αλλά και με την κόρη σου, η οποία είναι πια 5 χρονών.
Τα σημάδια της λεκτικής και της ψυχολογικής βίας, ιδιαίτερα όταν είναι επαναλαμβανόμενα όπως στη δική μου περίπτωση –όλο αυτό άλλωστε κράτησε μία σεζόν– είναι ανεξίτηλα. Αυτό το έφερα όλα αυτά τα χρόνια. Για την ιστορία αυτή γνώριζαν όλοι οι άνθρωποι του περιβάλλοντός μου. Όταν με ρωτούσαν φίλοι και συνάδελφοί μου τη γνώμη μου για εκείνον τον άνθρωπο έλεγα πως εγώ δεν θα ξανασυνεργαστώ μαζί του ποτέ. Επειδή είναι πολύ βαθύ αυτό το σημάδι και σου αφήνει ανεξίτηλο ίχνος, όταν μίλησα στον Μιχάλη για την πρόθεσή μου, μου είπε: «Πρέπει να το κάνεις οπωσδήποτε, τώρα είναι η κατάλληλη εποχή. Βγάλ’ το για να λυτρωθείς.» Είχε δίκιο, έτσι λειτούργησε. Στην κόρη μου τη Θάλεια της εξήγησα ότι στη μαμά συνέβη κάτι πολλά χρόνια πριν, το οποίο την έχει πληγώσει, και έπρεπε να το πει προκειμένου να μπορέσει να είναι πιο χαρούμενη.
Ο καταγγελλόμενος είχε απειλήσει με μηνύσεις. Προχώρησε τελικά; Επικοινωνήσατε ξανά;
Όχι, ποτέ, τίποτα από τα δύο.
Πώς έκανες τη δική σου «αυτοΐαση»; Πώς θεραπεύτηκες από αυτά τα σημάδια;
Έκανα μετά πολλή ψυχοθεραπεία για να μπορέσω να ισορροπήσω μέσα μου. Είμαι ένας άνθρωπος που από πολύ μικρή ηλικία προσπαθώ να σταθώ στα πόδια μου ψυχολογικά. Προσπαθώ να βρω τον εαυτό μου χάνοντας πάρα πολλά κομμάτια μεγαλώνοντας, μπαίνοντας σε μια διαδικασία ψυχοθεραπείας για πολλά χρόνια και περνώντας σκοπέλους όπως η νευρική ανορεξία, η κατάθλιψη – και τα είχα υπό έλεγχο. Όταν φτάνεις στα 34 σου και σου συμβαίνει κάτι τέτοιο, αποσταθεροποιείσαι. Λες: «Ποια είμαι εγώ τώρα;».
Να υποθέσω ότι υπήρξε ένα πισωγύρισμα;
Στην ανορεξία ευτυχώς όχι, γιατί είχα ξεμπερδέψει μαζί της πολλά χρόνια, αλλά στην αυτοματαίωση, την έλλειψη αυτοπεποίθησης και αυτοεκτίμησης, ναι. Όταν αφήνεις έναν άνθρωπο να σου κάνει κακό και να περπατάει πάνω στην αξιοπρέπειά σου αρχίζεις να αμφιβάλλεις για τον εαυτό σου σε σχέση με το αν θα καταφέρεις να βρίσκεσαι εκεί που θέλεις, δηλαδή στην ακεραιότητα. Είχα και ψυχοσωματικά θέματα που το θύμιζαν, είχα γεμίσει σπυριά για ενάμιση χρόνο, είχα θέματα με το στομάχι μου, βούτηξα στην κατάθλιψη. Ευτυχώς, είχα τους μηχανισμούς και τους κατάλληλους ανθρώπους για να τα καταφέρω. Γκρεμίστηκα, αλλά ήξερα πού να μιλήσω για να με βοηθήσουν ώστε να ορθοποδήσω.