Αλίκη, η γιαγιά του Καρόλου της Αγγλίας. Διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια. Έζησε στην Αθήνα ως καλόγρια και διέσωσε μια οικογένεια Εβραίων.
Η πριγκίπισσα Αλίκη του Μπάτενμπεργκ, ήταν μητέρα του πρίγκιπα Φιλίππου, συζύγου της βασίλισσας Ελισάβετ. Και φυσικά γιαγιά του Καρόλου, διαδόχου του βρετανικού θρόνου.
Γεννήθηκε στο κάστρο του Ουίνδσορ, μεγάλωσε στη Γερμανία και στην Αγγλία, καθώς ο πατέρας της ήταν ναύαρχος του αγγλικού στόλου και η μητέρα της εγγονή της βασίλισσας Βικτωρίας.
Σε ηλικία τεσσάρων ετών, απέκτησε προβλήματα στην ακοή και διαγνώσθηκε με συγγενή κώφωση, ώσπου να το αντιληφθούν όμως οι οικείοι της, της φέρονταν σαν να είχε προβλήματα αυτισμού. Ωστόσο, δεν αντιμετώπισε προβλήματα επικοινωνίας, καθώς σε ηλικία 8 ετών ήξερε να μιλάει οχτώ γλώσσες και μπορούσε να επικοινωνήσει με τους συνομιλητές της διαβάζοντας τα χείλη τους.
Η γνωριμία με τον πρίγκιπα Ανδρέα της Ελλάδας
Από νεαρή ηλικία, η Αλίκη ξεχώριζε για την ομορφιά της. Το 1902, στη στέψη του νέου βασιλιά της Βρετανίας στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ γνωρίστηκε με τον γιο του Έλληνα Βασιλιά Γεωργίου Α’, τον πρίγκιπα Ανδρέα. Οι δύο νέοι ερωτεύτηκαν και ένα χρόνο αργότερα παντρεύτηκαν. Στις 6 Οκτωβρίου του 1903, έγινε ο πολιτικός γάμος και την επομένη τελέστηκαν δύο θρησκευτικοί γάμοι, ένας σε προτεσταντική εκκλησία και ένας ορθόδοξος σε ρωσικό παρεκκλήσιο.
Μετά το γάμο τους ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στα βασιλικά ανάκτορα στο Τατόι. Όταν ξέσπασαν οι βαλκανικοί πόλεμοι, η πριγκίπισσα Αλίκη υπηρέτησε ως εθελόντρια νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού και ίδρυσε νοσοκομεία στη Λάρισα, την Ελασσόνα, τη Θεσσαλονίκη και τα Σέρβια. Γι’ αυτό τιμήθηκε από τον βασιλιά της Αγγλίας με το παράσημο του Ερυθρού Σταυρού. Μετά τη δολοφονία του Γεώργιου Α΄ στη Θεσσαλονίκη, εγκαταστάθηκε μόνιμα στον Μον Ρεπό, καθώς ο εκλιπών βασιλιάς με την διαθήκη του άφησε στο ζευγάρι το παλάτι της Κέρκυρας. Εκεί γέννησε το πέμπτο της παιδί, τον Φίλιππο, που αργότερα παντρεύτηκε την βασίλισσα Ελισάβετ της Βρετανίας.
Μετά την ήττα στη Μικρά Ασία και τη Δίκη των ‘Εξι, ο πρίγκιπας Ανδρέας θεωρήθηκε και αυτός υπεύθυνος για την καταστροφή. Ο πρίγκιπας κατηγορήθηκε για ανυπακοή και οδηγήθηκε σε ξεχωριστή δίκη. Η τύχη του πρίγκιπα Ανδρέα έμοιαζε προδιαγεγραμμένη, αλλά την τελευταία στιγμή παρενέβησαν οι Βρετανοί και ο πλωτάρχης Τάλμποτ τον έσωσε από την εκτέλεση. Η οικογένειά του ουσιαστικά φυγαδεύτηκε και εξόριστος πλέον εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του στο Παρίσι. Τότε, η Αλίκη, που υπέστη τρομερό σοκ. Στις 20 Οκτωβρίου του 1928 η Αλίκη έγινε δεκτή στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η απόφασή της ήταν καθαρά προσωπική και μάλλον ήταν επηρεασμένη από τη ζωή της θείας της, Ελισάβετ. Σταδιακά όμως απέκτησε παράξενη συμπεριφορά και εμφάνιζε μια ψυχική κούραση, η οποία σύμφωνα με την Βιργινία Σιμοπούλου, κυρία επί των τιμών της Αλίκης την περίοδο 1913-1955, πιθανόν να οφειλόταν στην αγάπη της για έναν Άγγλο, που τελικά έληξε άδοξα.
Ισχυριζόταν ότι επικοινωνούσε με τον Θεό και ότι είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Η σχέση της με τον Ανδρέα άρχισε να έχει προβλήματα, με αποτέλεσμα ο πρίγκιπας μαζί με τους συγγενείς της να ζητήσουν ψυχιατρική βοήθεια. Ο δόκτωρ Σίμμελ που την εξέτασε αποφάνθηκε ότι έπασχε από παρανοϊκή σχιζοφρένεια και πρότεινε τον εγκλεισμό της σε άσυλο της Ελβετίας. Ο γιατρός της όμως, που υπήρξε προστατευόμενος του Φρόιντ δεν είδε τα αποτελέσματα που περίμενε και έτσι τελικά την ανέλαβε ο ίδιος ο Φρόιντ.
Κατέληξε ότι οι θρησκευτικές παραισθήσεις που την διακατείχαν οφείλονταν σε σεξουαλική διαταραχή, γι’ αυτό και έλαβε δραστικά μέτρα. Ο θρύλος λέει ότι ο Φρόιντ αποφάσισε να διακόψει την έμμηνο ρύση της και να την υποβάλλει σε ηλεκτροσόκ προκειμένου να εξαλειφθεί η λίμπιντο της αν και κάτι τέτοιο πιθανότατα δεν ισχύει καθώς το ηλεκτροσόκ χρησιμοποιήθηκε ως ιατρική πρακτική από το 1933.
Παρά τις αντιδράσεις της , το 1930 την έκλεισαν σε σανατόριο, όπου παρέμεινε για δυόμιση χρόνια.
Η Αλίκη θεωρούσε τη διάγνωση και τη θεραπεία του Φρόιντ καταστροφική και αυθαίρετη. Όταν η κατάστασή της βελτιώθηκε, μετακόμισε στη Γερμανία, όπου ζούσε κυρίως σε δωμάτια ξενοδοχείων. Χώρισε με τον σύζυγό της, αν και δεν πήραν ποτέ διαζύγιο και ο πρίγκιπας Ανδρέας ζούσε πλέον στη γαλλική Ριβιέρα. Οι δυο τους συναντήθηκαν ξανά έπειτα από μερικά χρόνια στην κηδεία της κόρης τους Σεσίλια , η οποία είχε παντρευτεί στη Γερμανία και σκοτώθηκε μαζί με την οικογένεια της σε αεροπορικό δυστύχημα.
Η επιστροφή στην Ελλάδα
Το καλοκαίρι του 1938, η Αλίκη επέστρεψε στην Ελλάδα και μετακόμισε σε διαμέρισμα στην οδό Κουμπάρη 8, απέναντι από το Μουσείο Μπενάκη, στο Κολωνάκι. Μετά τη γερμανική κατοχή στην Αθήνα, οι Έλληνες βασιλείς εγκατέλειψαν τη χώρα, αλλά η Αλίκη αρνήθηκε να φύγει και μετακόμισε στην οδό Ακαδημίας. Διοργάνωνε και διένειμε συσσίτια, με προσωπικά έξοδα και προμήθειες που τις έστελνε ο αδερφός της, ο πανίσχυρος Λόρδος Μάουντμπάτεν, που αργότερα ορίστηκε ο τελευταίος αντιβασιλέας της Ινδίας και αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων της Μ. Βρετανίας. Μάλιστα η Αλίκη, το 1943 δεν δίστασε να κρύψει στο σπίτι της την οικογένεια Κοέν, για να την προστατεύσει κατά τον διωγμό των Εβραίων. Η Αλίκη φιλοξένησε τη γυναίκα και τους τέσσερις γιους της στο σπίτι της μέχρι την απελευθέρωση. Η ιστορία έγινε γνωστή τη δεκαετία του ’90 όταν ο Μίκαελ Κοέν αποκάλυψε ότι είχε σωθεί από την πριγκίπισσα Αλίκη.
Μετά την απελευθέρωση, η Αλίκη ζούσε στην οδό Πατριάρχου Ιωακείμ 61 στο Κολωνάκι και ντυνόταν ως μοναχή. Μετακόμισε για λίγους μήνες στην Τήνο, όπου προσπάθησε να ιδρύσει μοναστήρι σε ιδιόκτητο χώρο της εκκλησίας της Παναγίας της Τήνου. Η Αλίκη όμως δεν ήταν πραγματική μοναχή, αφού δεν ακολουθούσε τους αυστηρούς κανόνες, που επέβαλε στο μοναστήρι. Το καλοκαίρι του 1949 αποφάσισε τελικά να επιστρέψει στην Αθήνα και να ιδρύσει εκεί το μοναστήρι της. Προκειμένου να βρει χρηματικούς πόρους έκανε ταξίδια σε όλο τον κόσμο για να συγκεντρώσει χρήματα.
Στις 2 Ιουνίου του 1953 πραγματοποιήθηκε η στέψη της Ελισάβετ Β΄ του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου και παρευρέθηκε η Αλίκη. Παράλληλα συνέχιζε τη φιλανθρωπική της δραστηριότητα, οργανώνοντας στο μοναστήρι μικρό ιατρείο. Στα τέλη όμως της δεκαετίας του 1950 η αδελφότητα, λόγω περιορισμένης δραστηριότητας, σταμάτησε τη λειτουργία της. Από το 1953 ζούσε στο νέο της διαμέρισμα στην Πατριάρχου Ιωακείμ 7.
Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, η βασίλισσα της Αγγλίας ζήτησε από το Φίλιππο, να μετακομίσει η πεθερά (και θεία της) στο Μπάγκιγχαμ, καθώς υπήρχε φόβος για τη ζωή της. Άλλωστε ο αδελφός της ναύαρχος Λούις Μαουντμπάττεν, μέντορας του πρίγκιπα Καρόλου, ήταν από τους αγαπημένους της συγγενείς.
Η Αλίκη έφυγε από την Ελλάδα και μέχρι το θάνατό της έζησε μια ήσυχη ζωή στο Μπάκιγχαμ, φροντίζοντας τα εγγόνια της. Απεβίωσε στις 5 Δεκεμβρίου του 1969 την ώρα που κοιμόταν σε ηλικία 84 ετών. Έπασχε από χρόνια βρογχίτιδα και ο θάνατός της δεν αιφνιδίασε τα μέλη της οικογένειας. Η κηδεία της τελέστηκε στο παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου στο Ουίνδσορ, παρουσία της βασίλισσας Ελισάβετ και του Φιλίππου του Εδιμβούργο.
Η επιθυμία της όμως ήταν να ταφεί δίπλα στη θεία της, Ελισάβετ Φεοντόροβνα, στην Ιερουσαλήμ. Όμως, λόγω διπλωματικών δυσκολιών, αυτό έγινε τον Αύγουστο του 1988. Η σορός της μεταφέρθηκε και ενταφιάστηκε τελικά στον κήπο της Γεσθημανής, υπό την παρουσία συγγενών της και του Ορθόδοξου Πατριάρχη της Ιερουσαλήμ.
Πηγή: Μηχανή του Χρόνου