Η Γκόρμαν, που έχει δίδυμη αδελφή, ακτιβίστρια και κινηματογραφίστρια, ερωτεύτηκε την ποίηση σε νεαρή ηλικία και διακρίθηκε γρήγορα ως ανερχόμενο ταλέντο.
Πριν από δύο εβδομάδες η νεαρή ποιήτρια Αμάντα Γκόρμαν αισθανόταν εξαντλημένη. Φοβόταν ότι δεν θα καταφέρει να αντεπεξέλθει στο δύσκολο έργο που της είχε ανατεθεί: να ολοκληρώσει ένα ποίημα υπό τον τίτλο «The Hill We Climb» («Ο λόφος που σκαρφαλώνουμε»), η κεντρική ιδέα του οποίου θα περιστρεφόταν γύρω από το ζήτημα της εθνικής ενότητας των Ηνωμένων Πολιτειών και θα το απήγγελλε στην τελετή ορκωμοσίας του νέου αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν. «Είχα μπροστά μου αυτό το τεράστιο εγχείρημα, ίσως ένα από τα πιο σημαντικά που θα κάνω στην καριέρα μου», έχει δηλώσει. «Ηταν σαν να προσπαθούσα να ανέβω στην κορυφή ενός βουνού μονομιάς».
Είχε θέσει ως στόχο να γράφει λίγους στίχους κάθε μέρα και είχε φτάσει ως το μέσον του ποιήματός της στις 6 Ιανουαρίου, όταν οι οπαδοί του τέως προέδρου Ντόναλντ Τραμπ εισέβαλαν – ορισμένοι εξ αυτών ένοπλοι – στο Καπιτώλιο. Εκείνο το βράδυ ξενύχτησε και ολοκλήρωσε το ποίημα προσθέτοντας στίχους σχετικούς με τα γεγονότα εκείνης της ημέρας.
«Είδαμε μια δύναμη που προτιμούσε να κομματιάσει το έθνος μας. Να καταστρέψει τη χώρα μας, αν θα κατάφερνε έτσι να καθυστερήσει τη δημοκρατία. Κι αυτή η προσπάθεια λίγο έλειψε να πετύχει. Αλλά κι αν μπορεί κατά καιρούς να καθυστερήσει η δημοκρατία
ουδέποτε μπορεί να νικηθεί οριστικά. Αυτή την αλήθεια, αυτή την πεποίθηση εμπιστευόμαστε.
Γιατί όσο εμείς έχουμε στραμμένα τα μάτια μας στο μέλλον, η ιστορία έχει τα δικά της στραμμένα πάνω μας», απήγγειλε από το βήμα την Τετάρτη.
Η 22χρονη Γκόρμαν είναι η νεότερη ποιήτρια που έχει προσκληθεί να συμμετάσχει ως τώρα σε τελετή ορκωμοσίας προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Και πλέον αποτελεί μέλος μιας ολιγομελούς ομάδας ποιητών που έχουν δώσει το «παρών» σε αντίστοιχες τελετές στο παρελθόν, όπως ο Ρόμπερτ Φροστ, η Μάγια Αγγέλου, ο Μίλερ Ουίλιαμς, η Ελίζαμπεθ Αλεξάντερ και ο Ρίτσαρντ Μπλάνκο. Κανείς εξ αυτών ωστόσο δεν βρέθηκε αντιμέτωπος με την πρόκληση που είχε να διαχειριστεί η Γκόρμαν: να γράψει ένα ποίημα που θα εμπνεύσει την ελπίδα και θα ενθαρρύνει το συλλογικό αίσθημα σε μια στιγμή που η χώρα κλονίζεται από μια θανατηφόρα πανδημία, από πολιτική βία και διχασμό.
«Οταν ξημερώσει, αναρωτιόμαστε πού θα μπορέσουμε να βρούμε φως σ’ αυτή την ατέλειωτη σκιά;
Η απώλεια που κουβαλάμε μέσα μας. Η θάλασσα στην οποία πρέπει να προχωρήσουμε. Αψηφήσαμε την ουσία του προβλήματος. Μάθαμε ότι η σιωπή δεν συνεπάγεται πάντα ειρήνη. Kι ότι οι νόρμες κι οι αντιλήψεις του τι είναι δίκαιο δεν συνιστούν πάντα δικαιοσύνη.
Κι όμως, η αυγή ήταν δική μας προτού το εννοήσουμε. Με κάποιο τρόπο τα καταφέρνουμε. Με κάποιο τρόπο αντέξαμε και γίναμε μάρτυρες ενός έθνους που δεν λύγισε αλλά ακόμη δεν ολοκλήρωσε την πορεία του» έγραψε η ποιήτρια που αυτοπροσδιορίζεται μέσα από τους διάσημους σε ολόκληρο πλέον τον πλανήτη στίχους της ως ένα «κοκαλιάρικο μαύρο κορίτσι, που κατάγεται από σκλάβους, μεγάλωσε μόνο με τη μητέρα του και το οποίο μπορεί να ονειρεύεται ότι θα γίνει πρόεδρος».
Η Γκόρμαν, που έχει δίδυμη αδελφή, ακτιβίστρια και κινηματογραφίστρια, ερωτεύτηκε την ποίηση σε νεαρή ηλικία και διακρίθηκε γρήγορα ως ανερχόμενο ταλέντο. Μεγάλωσε στο Λος Αντζελες, όπου η μητέρα της διδάσκει στο γυμνάσιο, σε ένα περιβάλλον που ενθάρρυνε το διάβασμα και τη συγγραφή, στα οποία η μικρή τότε Αμάντα έβρισκε καταφύγιο καθώς αντιμετώπιζε διαταραχές στην ομιλία. Ηταν 16 ετών όταν κέρδισε το Βραβείο Νέου Ποιητή στο Λος Αντζελες. Λίγα χρόνια αργότερα, κι ενώ σπούδαζε Κοινωνιολογία στο Χάρβαρντ, αναδείχθηκε ως η πρώτη κάτοχος του Εθνικού Βραβείου Νέου Ποιητή.
Η χρονιά για την Αμάντα Γκόρμαν ξεκίνησε με μια εμφάνιση – ορόσημο στην τελετή ορκωμοσίας του Τζο Μπάιντεν. Στα σχέδιά της είναι ωστόσο να προσεγγίσει ακόμη ευρύτερο κοινό μέσα από την ποίησή της, γι’ αυτό και προγραμματίζεται για τον Σεπτέμβριο η κυκλοφορία της ποιητικής της συλλογής για εφηβικό και ενήλικο κοινό υπό τον τίτλο «Ο λόφος που σκαρφαλώνουμε», στην οποία θα περιλαμβάνεται και το ομότιτλο ποίημα της ορκωμοσίας. Την ίδια μέρα θα κυκλοφορήσει και το εικονογραφημένο από τη Λόρεν Λονγκ βιβλίο της «Change Sings», ενώ την άνοιξη σχεδιάζεται και μια ειδική έκδοση με σκληρό εξώφυλλο που θα περιέχει το ποίημα της ορκωμοσίας και θα κυκλοφορήσει σε 150.000 αντίτυπα.
Πώς όμως η νεαρή ποιήτρια από το Λος Αντζελες προσκλήθηκε στην Ουάσιγκτον και είδε τον λόγο της να μεταδίδεται σε εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο, την ώρα που οι έπαινοι έρχονταν δημοσίως διά των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από προσωπικότητες όπως ο Μπαράκ Ομπάμα και η Οπρα Γουίνφρεϊ; Η ιδέα ανήκε στη νέα πρώτη κυρία των ΗΠΑ, την Τζιλ Μπάιντεν, η οποία είχε παρακολουθήσει μια ανάγνωση ποιημάτων της Γκόρμαν στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου και πρότεινε στην επιτροπή που οργάνωσε την τελετή ορκωμοσίας να την καλέσουν, χωρίς ωστόσο να της δοθούν σαφείς οδηγίες για το πού θα πρέπει να κινηθεί το έργο που θα συνέθετε. «Το θέμα της τελετής στο σύνολό της ήταν η ενωμένη Αμερική, οπότε όταν με ενημέρωσαν για το όραμά τους, εύκολα είπα: υπέροχα, αυτό ήθελα να γράψω κι εγώ στο ποίημά μου, για την ενωμένη Αμερική, για ένα νέο κεφάλαιο στη χώρα μου», έλεγε σε συνέντευξή της στους «New York Times», επισημαίνοντας ότι θέλησε ταυτοχρόνως να αναγνωρίσει μέσα από το ποίημά της και το σκοτεινό κεφάλαιο της αμερικανικής ιστορίας που έζησαν οι ΗΠΑ.