Μια γενιά «δίχως Κατοχή και πείνα» και, πια, δίχως και τον Τζιμάκο της…

Μια γενιά «δίχως Κατοχή και πείνα» και, πια, δίχως και τον Τζιμάκο της…

Με χαμόγελο πικρό, ο Πανούσης δίδαξε κυρίως τη μεγάλη δύναμη και αξία του χιούμορ όταν αυτό εμπεριέχει αυτοσαρκασμό. Υπήρξε ελεύθερο πνεύμα και ιδιοφυής καλλιτέχνης που θα λείψει πολύ, σε πολλούς…

Μοιάζει με τραγική ειρωνεία ότι, επισήμως, «μπήκα στο σύστημα» εξαιτίας του Τζίμη Πανούση. Τα ντου της εννόμου τάξεως στο Skylab της Πλάκας, όπου οι «Μουσικές Ταξιαρχίες» ξεκίνησαν τη μαγική διαδρομή τους παίζοντας τα «παράνομα» του Disko Tsoutsouni, που κυκλοφορούσε τότε μόνο σε πειρατική κασέτα, ήταν άφθονα. Και περιελάμβαναν όχι μόνο χαστούκια και γκλομπιές, αλλά συχνά και μπουζούριασμα «δια εξακρίβωσιν στοιχείων».

Έπρεπε να έχεις αστυνομικήν ταυτότηταν για να μην περνάς ζόρικα μέχρι να εξακριβωθεί τι είδους αναρχοαυτόνομο τσογλάνι ήσουν, που σου άρεσε να ακούς ανατρεπτικάς, ανθελληνικάς και αντιθρήσκους αλητείας όπως π.χ. «στης Βουλής τα έδρανα, αχ κι εγώ να έκλανα» ή «κι εγώ σ’ αγαπώ, γ@μ# το Χριστό μου». Όσο την είχα γλιτώσει μόνο με χαστούκια και γκλομπιές, πήγα κι έβγαλα ταυτότητα, λοιπόν: με διεύθυνση, μπόι, χρώμα ματιών, θρήσκευμα (Χ.Ο.) επάνω και όλα. Φακελώθηκα. Οικειοθελώς. Εξαιτίας του.

Από τότε, κυρίως με μια παρέα απ’ την οποία ήδη σήμερα ένας έχει χαθεί για πάντα και με τον άλλο σπάσαμε προ πολλού, δεν υπήρξε παράσταση του Τζιμάκου που να μη δω από κοντά. Δεν υπήρξε τίποτε δικό του που να μην το έχω ακούσει 1000 φορές. Δεν υπήρξε ποτέ χαρούμενο ή μεθυσμένο ή θλιβερό γλέντι που να μην το συνόδευσαν δικά του κομμάτια. Δεν υπήρξε καμία σημαντική στιγμή στη ζωή μου που να μη μνημόνευσα κάποιο στίχο του.

Από την «Ανακωχή», από το «Ένα τραγούδι για το Χειμώνα», από το «Ναγκασάκι», από την «Οικογενειακή Συνωμοσία», από το «Παιδί του Σωλήνα», από το «10.000 βατ-Όχι άλλο Νταλάρα», από το «Ενυδρείο», από τη «Σουζάνα», από το «Αχ Ευρώπη», από το «Γυφτάκι», από το «Κάγκελα Παντού», από τον «Φασμπίντερ και ξερό ψωμί», από τον «Νεοέλληνα», από το «SOS – Πεντάγωνο καλεί Μόσχα», όπου τραγουδούσε η αγαπημένη του Λίλη:

«Μας την είχανε στημένη τη νύχτα στο Χημείο τα παιδιά της ΚΝΕ
Ήτανε ταμπουρωμένοι με ξύλα με καδρόνια και σιδερολοστούς
Και μας επιτεθήκαν με ηθικό ακμαίο και τη βοήθεια της ΕΣΑΚ
Και μας χτυπούσανε αδελφωμένοι φοιτητές, φοιτητές και εργατιά
Βάρα μας Μαλάμη,  χτύπα μας Μαλάμη
είμαστε μαζοχιστές
Βάρα μας Μαλάμη χτύπα μας Μαλάμη
είμαστε όλοι μαζοχιστές…»

Το 1979, για να τραγουδήσεις τέτοιο πράγμα (την ίδια στιγμή που το καθεστώς σε θεωρούσε ταραχοποιό στοιχείο και «αριστεριστή») έπρεπε να είσαι ή τρελός ή ιδιοφυής ή και τα δύο.

Τρελός δεν ήταν. Ήταν πεισματάρης και τον έτρωγε μέσα του, τον έκαιγε σα φωτιά «να τα πει», ακριβώς όπως τα έβλεπε –και σε όποιον άρεσε.

Ανέκαθεν έμοιαζε με τρέλα αυτό, στην Ελλάδα της πολιτικής υποκρισίας, του με το αζημίωτο συμβιβασμού, της «γονιδιακά» εντυπωμένης ρουφιανιάς, του ρασοφόρου εθνικοπατριωτισμού, της ημιμάθειας, της λατρείας των ανέκαθεν και εσαεί πολωμένων και «κοπαδοποιημένων» μαζών για την αγαπημένη τους «κορεκτίλα» κάθε είδους –δημοσιογραφική,  καλλιτεχνική, πολιτική, αθλητική, διανοουμενίστικη, ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. Σε ό,τι αφορά τον Πανούση, έμοιαζε με τρέλα. Δεν ήταν όμως.
Ήταν ιδιοφυία. Διότι ιδιοφυής υπήρξε σίγουρα ο Τζιμάκος.

Και ως ποιητής (και δε θέλω κορεκτίλα γύρω από το τι συνιστά ποίηση και τι όχι, ναι;) και ως σατιρικός, ο Πανούσης κατάφερε αυτό που ελάχιστοι έχουν πετύχει: να εντοπίσει, να ξεγυμνώσει και να αλλάξει τα φώτα σε κωμικοτραγικές καταστάσεις και βαθιές παθογένειες της νεοελληνικής κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας με τρόπο που ίσως προκαλούσε σοκ και αποστροφή σε κάποιους. Σε κάποιους –πολλούς- άλλους, όμως, χάριζε μια βαθιά ηθική ικανοποίηση για το γεγονός ότι όσα αισθάνονταν βρέθηκε τρόπος να εκφραστούν απλά και εύληπτα και διασκεδαστικά. Και μαζί μ’ αυτή την ικανοποίηση, τους χάριζε και το καλύτερο και πιο χρήσιμο χαμόγελο απ’ όλα: το πικρό.

Δεν συμφώνησα πάντοτε μαζί του. Δε μου άρεσαν οι φάρσες του. Δε μου άρεσε που σε αρκετά πράγματα έγινε φανερό στην πορεία ότι, κάπου, λίγο ίσως, αλλά πάντως συμβιβάστηκε κι εκείνος. Δε μου άρεσε ότι χαριεντίστηκε, έστω και ακροθιγώς, με το «σύστημα».  Ίσως ήταν αναπόφευκτο να συμβεί, αλλά με πείραξε και του το «χρέωσα», ότι με τα χρόνια έχασε τη σπιρτάδα και την ξεχωριστή διορατικότητα και την κοφτερή και ιερόσυλη ματιά του στα πράγματα. Δεν τον αγιοποίησα. Αλλά τον θαύμασα και πάντοτε θα τον θαυμάζω απεριόριστα.

Είναι ίδιον των πραγματικά σπουδαίων να μπορείς να τους βγάζεις το καπέλο έτσι κι αλλιώς,  γι’ αυτό που κάνουν και όχι γι’ αυτό που μπορεί να είναι, να δείχνουν ότι είναι ή να νομίζεις εσύ ότι είναι. Οι πραγματικά σπουδαίοι δεν έχουν «fans». Έχουν κοινό που τους εκτιμά και τους ακολουθεί για λόγους περισσότερο σχετικούς με τη λογική, παρά με το θυμικό.

Ο Τζίμης Πανούσης υπήρξε πραγματικά σπουδαίος, κυρίως για τη γενιά μου: «την αδικημένη γενιά του ’60, (τη) δίχως Κατοχή και πείνα, χωρίς ρετσίνα». Τραγούδησε (κυρίως) τα στραβά της και τις ανεπάρκειες και τον εκφυλισμό και τις παρανοήσεις και τα κόμπλεξ και τα ψεύτικα όνειρά και τους συμβιβασμούς και τις λευκές πετσέτες της και τα πάθη και τα λάθη και τις ψευδαισθήσεις της, καλύτερα από κάθε άλλον.

Σε μια πορεία σχεδόν 40 ετών, πάνω απ’ όλα, της δίδαξε ένα μάθημα που, δυστυχώς, δε βλέπω να έπιασε τόπο σ’ εκείνην ή στην επόμενη, που τώρα ανεβαίνει στα πράγματα. Τη δίδαξε ότι, όντως: με αστείο τρόπο είναι που λέγονται τα πιο σοβαρά πράγματα. Και συνεπώς ότι αυτό στο οποίο οφείλουμε να εθίσουμε τον εαυτό μας, είναι πρωτίστως ο αυτοσαρκασμός. Απ’ αυτόν ξεκινάει και μόνον μέσω αυτού δικαιώνεται το πραγματικό χιούμορ, το πιο αποτελεσματικό όπλο ενός ελεύθερου πνεύματος.

Είχε πραγματικό χιούμορ και ήταν αλήθεια ελεύθερο πνεύμα ο Τζιμάκος.
Θα λείψει. Πολύ…

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ