Η εντολή του Ιβάν να μην αποκτηθεί ελεύθερος παίκτης από τον Παναθηναϊκό μπορεί να μην αρέσει σε κάποιους οπαδούς του ΠΑΟΚ. Είναι όμως πολύ αντρίκια και τιμητική –όσο κι αν «τσούζει» τους οπαδούς του τριφυλλιού…
Για παραδοσιακούς λόγους (που μάλλον δεν έχουν και πολλή σχέση με το σήμερα, αλλά «εμείς έτσι τα βρήκαμε, εμείς θα τα αλλάξουμε»; ) μια γενιά ορίζεται σε 30 χρόνια. Είναι ένα χρονικό διάστημα στο οποίο, κάποτε, ήταν δεδομένο ότι είχες ήδη δικό σου παιδί, ίσως και πεντ’ έξι, άρα η επόμενη φουρνιά ήταν έτοιμη για να αναπαράγει το γονίδιό σου –άξιο ή όχι προς διατήρηση και διασπορά…
Με βάση αυτό το αυθαίρετο μέτρο, στην Ελλάδα, τουλάχιστον δύο πλήρεις γενιές οπαδών έχουν μεγαλώσει σε κλίμα συνεχώς κλιμακούμενης μισαλλοδοξίας. Αντιπαλότητες και αντιπάθειες και διαφωνίες και πειράγματα και, ενίοτε και καμιά σύρραξη, υπήρχαν πάντοτε. Υπήρχε όμως και η εποχή που, πράγματι, μπορούσες να πας στη Λεωφόρο μ’ ένα φίλο σου που ήταν ΑΕΚτζής ή Ολυμπιακός ή στην Τούμπα μ’ έναν Αρειανό. Και αντιστοίχως να πας στη Φιλαδέλφεια ή το Καραϊσκάκη (στη γενική, τότε: ήταν ακόμη Στάδιο…), ή το Χαριλάου…
Φυσικά ούτε εκείνη την εποχή μπορούσες να είσαι προκλητικός στις αντιδράσεις σου ή να φωνάζεις μόνος σου ένα «ανάρμοστο» σύνθημα μέσα στο πλήθος των αντιπάλων. Δεν ήταν όμως δεδομένο ότι και μόνη η παρουσία σου, οσοδήποτε διακριτική, θα συνεπαγόταν λιντσάρισμα απλώς επειδή ήσουν ή έστω… έμοιαζες «αλλόθρησκος».
Τη δεκαετία του ’60 τα πάθη άρχισαν να οξύνονται και μεταξύ των ομάδων της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας και, αντιστοίχως, εντός των «τειχών» των δύο πόλεων. Η δικτατορία χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο τα πράγματα, κυρίως μεταξύ των αιωνίων της Αθήνας και του Πειραιά και διεύρυνε, επίσης, το χάσμα μεταξύ των ομάδων της πρωτεύουσας και της (μοναδικής στον πλανήτη) «συμ-πρωτεύουσας».
Το πέρασμα στον (πρόχειρο και βιαστικά στημένο) «επαγγελματισμό» ήταν το επόμενο στάδιο. Παρότι όμως η δεκαετία του 1980 σημαδεύτηκε από μεγάλη έξαρση του φαινομένου του χουλιγκανισμού, το γεγονός ότι στο διάστημα 1980-1995 πήραν πρωτάθλημα πέντε ομάδες (Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός, ΑΕΚ, ΠΑΟΚ και Λάρισα) βοήθησε να κρατηθεί μια κάποια σχετική ισορροπία. Σίγουρα εύθραυστη βέβαια, αλλά πάντως ισορροπία κάποιου είδους, έστω απέναντι στα μάτια της Ιστορίας.
Όταν, ωστόσο, στην εξίσωση μπήκαν τα χρήματα που, αν δεν με απατά η μνήμη μου, άρχισε μετά την τρίτη του σεζόν να μοιράζει το φρέσκο τότε Champions League, ήρθε η χαριστική βολή. Σε συνδυασμό με την έκρηξη (και τον σταδιακό εκφυλισμό και την ηθική και δεοντολογική κατάπτωση) στο χώρο των media, τη δεκαετία του ’90, η ποδοσφαιρική αντιπαλότητα άρχισε να αποκτά όλα τα χαρακτηριστικά της σημερινής εποχής. Ο τίτλος στην Ελλάδα (για κάποιο διάστημα και η δεύτερη θέση που οδηγούσε στους Ομίλους) άρχισε να σημαίνει, πρακτικώς και οικονομική υπεροχή που ήταν αδύνατον να εξασφαλιστεί με άλλο τρόπο από τις υπόλοιπες ομάδες. Το κίνητρο ήταν μεγάλο, οπότε το να βρεθούν «όπλα» και «ευκαιρίες» ήταν αναπόφευκτο.
Μια κατ’ ουσίαν οικονομική, λοιπόν, αντιπαράθεση απέκτησε ποδοσφαιρικό προσωπείο και διαπότισε με πικρό δηλητήριο όλα τα επίπεδα του παιχνιδιού. Τι και πώς έγινε, δεν έχει σημασία να αναφερθεί τώρα. Είναι πρόσφατη ιστορία, γνωστή στους περισσότερους. Άλλο νόημα είχε η μίνι ιστορική αναδρομή.
Για να μην πολυλογήσουμε άλλο: είμαι απολύτως βέβαιος ότι στη συνεδρίαση των στελεχών του ΠΑΟΚ για τις μεταγραφές, υπήρξαν όντως αρκετοί άνθρωποι που θα του τόνισαν ότι ο Παναθηναϊκός συγκαταλέγεται μεταξύ των «ορκισμένων εχθρών» του παρελθόντος και, βέβαια, της εποχής που σημάδεψε το τέλος της όποιας αθωότητας, από το 1995-96 και μετά.
Είμαι βέβαιος ότι θα είχαν πρόχειρα δεκάδες περιστατικά, πραγματικά, φανταστικά ή «ερμηνευμένα» κατά το δοκούν για να υποστηρίξουν ότι αυτό που αξίζει σήμερα ο Παναθηναϊκός από τον ΠΑΟΚ, είναι, αν γίνεται, να «ξεμαδηθεί», να του δοθεί κι ένα «μάθημα», πέρα από μια χαριστική βολή.
Είμαι βέβαιος ότι με την άποψη αυτή θα συμφωνούν και χιλιάδες οπαδοί του ΠΑΟΚ, που έχουν, άλλωστε, επίσης μεγαλώσει μέσα σ’ αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που περιγράψαμε πιο πάνω. Και είμαι βέβαιος ότι και αυτή η πραγματικότητα θα τονίστηκε δεόντως στον μεγαλομέτοχό του.
Γι’ αυτούς, λοιπόν, τους λόγους (αλλά και για όλους όσους είχα αναφέρει στην αντίστοιχη τοποθέτηση του Μελισσανίδη ), θεωρώ ότι συνιστά αυθεντικά τιμητική και πολύ αντρίκια στάση, η απόφαση του Ιβαν Σαββίδη να μην εκμεταλλευτεί ο ΠΑΟΚ το κύμα προσφυγών στον Παναθηναϊκό και, αν είναι να πάρει κάποιον παίκτη του, να τον πάρει με προσφορά.
Όποιος ισχυριστεί ότι ο ΠΑΟΚ δεν έχει υποστεί με άσχημο τρόπο στο πετσί του τις συνέπειες μιας συγκεκριμένης κατάστασης που διαμορφώθηκε στο ελληνικό ποδόσφαιρο από την εποχή που το Champions League άρχισε να συνδέεται άρρηκτα με το επίθετο «χρυσοφόρο», είναι ή ανόητος ή βολικά ξεχασιάρης. Όμως, δεν είναι οι αντιδράσεις σου όταν είσαι στο καναβάτσο, οι κρίσιμες και κομβικές. Είναι ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεσαι όταν είσαι «στα πάνω» σου, αυτός που δίνει το πραγματικό μέτρο με το οποίο αξίζει να αποτιμηθείς.
Στα πιο «πάνω» του από ποτέ, ο ΠΑΟΚ του Σαββίδη, με το χρήμα να ρέει άφθονο και με τα ερείσματά του στα κέντρα αποφάσεων, ποδοσφαιρικά και πολιτικά, να είναι πλέον δυνατά και ευρέως διασκορπισμένα, επιδεικνύει στη συγκεκριμένη περίπτωση μια συμπεριφορά που αρμόζει στον πραγματικά δυνατό, όταν βρίσκει κάποιον αδύναμο και πεσμένο.
Το να έβγαινε ο Σαββίδης και να έλεγε: «Και τι με νοιάζει εμένα αν έχει προβλήματα ο Παναθηναϊκός; Να τα λύσει η διοίκησή του. Αυτό δε μας έλεγε κάποτε κι εκείνος; Πάρτε τους όλους όσοι μείνουν ελεύθεροι, να διαλύσει ο ρημάδης», θα ήταν κάτι που ενδεχομένως θα έβρισκε ανταπόκριση μεταξύ μιας μεγάλης μερίδας οπαδών (πόσο μάλλον διαμορφωτών κοινής γνώμης) του ΠΑΟΚ. Διότι θα έριχνε νερό στο μύλο αυτής ακριβώς της φθοροποιού και διαβρωτικής αντιπαράθεσης με κάθε μέσο και κάθε τρόπο που έχει χαρακτηρίσει το ελληνικό ποδόσφαιρο εδώ και τουλάχιστον 20 χρόνια.
Ότι ο Ιβάν Σαββίδης επιλέγει μια διαφορετική στάση, ακόμη και κόντρα στο κοινό αίσθημα ίσως, είναι μια απόφαση γενναία, έξυπνη και ελπιδοφόρα.
Είναι γενναία, διότι είναι απόφαση αρχής –δική του, «ό,τι κι αν λέει όποιος θέλει να πει κάτι».
Είναι έξυπνη διότι δεν υπάρχει πιο έντονη υπογράμμιση ανωτερότητας από τη μεγαλοψυχία.
Και είναι ελπιδοφόρα, διότι μόνον μια τέτοια νοοτροπία μπορεί κάποτε να οδηγήσει το ελληνικό ποδόσφαιρο σ’ έναν πραγματικά καλύτερο δρόμο.
(Μεταξύ μας, άλλωστε, ακόμη κι αν κατά βάθος το ζητούμενο ήταν να πικαριστούν οι οπαδοί του Παναθηναϊκού, εσείς τι λέτε; Το να αγοράσει ο Σαββίδης δυο τρεις παίκτες του που θα μείνουν ελεύθεροι θα «έτσουζε» πιο πολύ; Ή το γεγονός ότι μετά την ΑΕΚ, βλέπουν την ομάδα τους να πέφτει στη λύπηση και του ΠΑΟΚ και, εδώ που τα λέμε, οφείλουν μια κάποια ευγνωμοσύνη και στους δύο πλέον; Εγώ λέω το δεύτερο. Μακράν…)