Η Ολγα Στέφου γράφει για τα γενέθλιά της και το δώρο που... δεν τις έκανε η αγαπημένη της ομάδα, ας όψεται η 3άρα...
Ήταν μία μέρα πριν τα περσινά μου γενέθλια κι οι καθόλου ποδοσφαιρόφιλες κολλητές μου είχαν αποφασίσει αν μαζευτούνε σε ένα χι κουτούκι να μου κάνουν έκπληξη. Που πια έκπληξη; Ποια έκπληξη, κάθε χρόνο τα ίδια έχουμε.
Έλα, όμως, που φέτος για αλλαγή έχουμε και ντέρμπι! Ωστόσο, οι φίλες, ε φίλες είναι και προτεραιότητα, μπαίνω στο ταξί – η κίνηση γίνεται της αυτοκτονίας. Κι ο κύριος ταρίφας είναι των οχτρών… Ακούει το ντέρμπι, μας βάζουν το πρώτο γκολ, αυτός κορνάρει – εγώ κοπανάω κούτελο.
«Τι έπαθες, μαντάμ;»
«Ημικρανία», του λέω. Μη με πετάξει σε κανά χαντάκι στο Ζάππειο και τρέχουμε.
«Με μπάλα ασχολείσαι;». Είπα, όχι, το ομολογώ, πρόδωσα την ομάδα μου για να περισώσω την ψυχική μου ακεραιότητα, την αξιοπρέπειά μου και κυρίως για να του το τρίψω στη μούρη σε περίπτωση που ισοφαρίζαμε.
«Καλά κάνεις, οι γυναίκες δεν ξέρουν από μπάλα». Εντάξει, ναι, τι θα έλεγες, ταρίφας δεν είσαι; Αλλά καμία σημασία δε σου δίνω, οδηγείς κιτρινόμαυρο αυτοκίνητο. ΔΕ ΣΕ ΧΑΛΑΣΕ. ΔΕ ΣΕ ΧΑΛΑΣΕ Η ΑΕΚΑΡΑ!
Αρχίζει μία τρομερή λεκτική κλωτσοπατινάδα: Για τον γιο του που είναι το καμάρι του και πηγαίνουν γήπεδο, για την πρώην γυναίκα του που τον καταπίεζε επειδή δεν τον άφηνε να βλέπει μπάλα, για μια θεωρεία συνωμοσίας που εμπλέκει ποδοσφαιρικούς παράγοντες με μασονικές στοές – αυτός τα ξέρει όλα και καλά θα κάνω να τον πιστέψω, λέει, αλλά έλα που ο ταρίφας σολάρει κι η ισοφάριση δεν έρχεται όσο περνά η ώρα.
Και όταν μας βάζουν και δεύτερο, θέλω κι εγώ να βάλω τα κλάματα. Ο ταρίφας οριακά έκανε στάση στην διπλή γραμμή του δρόμου – να βγει να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο, ξέρετε πώς πάνε αυτά.
Με τα πολλά φτάνουμε στο κουτούκι, έχω αργήσει, οι φιληνάδες με περιμένουν και μπαίνω με κάτι νεύρα, ποιος είδε τον πονεμένο ΑΕΚτζη και δεν τον φοβήθηκε (κανένας, μεταξύ μας).
Αυτές έξαλλες μαζί μου, εγώ έξαλλη με τους οχτρούς, ωραία γενέθλια.
Συνειδητοποιώ πως υπάρχει οθόνη και δείχνει το ματς. Τι να σας πω, 10 φορές «πήγα τουαλέτα» για να περνάω να βλέπω μεν, να προσέχω και να μη με καταλάβουν Αυτές.
Και μας βάζουν το τρίτο. Εγώ βουρκώνω. Γυρίζω στο τραπέζι. Δεν κατεβάζω μπουκιά. Αυτές εν τω μεταξύ έχουν επίσης τις μαύρες τους, κάτι καυγάδες, κάτι χωρισμοί, κάτι που φταίει το κρασί μόνο κονιάκ που δεν παραγγείλαμε.
«Τι έχεις;»
«Μισώ τα γενέθλια, το ξέρετε, αφήστε με».
Και φυσικά πλακωθήκαμε όλες οι καραβοτσακισμένες παρέα, τι τα θες τι τα γυρεύεις, η ημέρα που στρογγύλεψαν τα 26 μου χρόνια ήταν συμβολικότατη: Πήρα τα τρία, αλλά τουλάχιστον είχα καλή παρέα.