Ο Στέλιος Μαρκάκης γράφει για τους Α-ΑΡΔ (Απεργοσπάστες-Αλήται-Ροφιάνοι-Δημοσιογράφοι), το... ιστορικό πανό στην Καρδίτσα, τον Παναθηναϊκό και την... καψούρα!
Κατά τη διάρκεια της απεργίας μας, συνέβη ένα γεγονός τόσο σημαντικό ώστε απορώ διατί δεν το επικαλούνται ήδη ως λόγο άξιο της «αντρίκιας» στάσης τους απέναντι στο δικαίωμα της ενημέρωσης οι Α-ΑΡΔ (Απεργοσπάστες-Αλήται-Ροφιάνοι-Δημοσιογράφοι).
Ήτο η περιφανής νίκη μετά ανατροπής κιόλας, περδικαλώ, του Παναθηναϊκού επί της Αναγεννήσεως Καρδίτσης, δια τη δευτέραν αγωνιστικήν του Κυπέλλου. (Και, ναι: Σκοπίμως παραπέμπει σε… «Επίκαιρα» παλαιότερων εποχών η γλώσσα).
Παρότι πλήρωσε –ένα σωρό κιόλας- διόδια το πούλμαν της ομάδας και παρότι βρέθηκε πίσω στο σκορ, κατάφερε τελικά και πήρε το 2-1, πικραίνοντας μια ομάδα που έχει θέση στην καρδιά μου εδώ και πάνω από 15 χρόνια, όταν στην κερκίδα της φιλοξένησε ένα ανεπανάληπτο πανό:
«ΚΑΡΔΙΤΣΑΡΑ ΝΤΙΠ ΜΥΑΛΟ, Σ’ ΑΓΑΠΩ ΜΑΡΗ ΧΑΖΙΑ»*, έγραφε, αν δεν με απατά η μνήμη μου και, για μένα συμπύκνωνε σε εφτά λέξεις όλο το νόημα του πραγματικού ποδοσφαίρου –ναι, ντε: αυτό που στα περισσότερα γήπεδα της Ελλάδας έχει χαθεί εδώ και πολλά χρόνια μεταξύ υπερβολικού μίσους για τον αντίπαλο, υπερβολικής αγάπης για τη νίκη με κάθε τρόπο και μιας… “It’s complicated” σχέση αγάπης-μίσους με το στοίχημα…
Είναι ένα πανό με γνήσιο και δυνατό, αυτοσαρκαστικό από πολλές απόψεις χιούμορ, ένα πανό εμπνευσμένο, πλήρες αυτογνωσίας, που συγχρόνως, μεταφέρει κι ένα σημαντικό μήνυμα: ότι η αγάπη κάποιου για την ομάδα του είναι που τον κάνει να μη χρησιμοποιεί πάντοτε και κυρίως το μυαλό και τη λογική του. Όχι το αντίστροφο.
Δεν κοροϊδεύεται εύκολα, ούτε είναι κουτός ο ένθερμος φίλος, ο οπαδός μιας ομάδας –προσοχή: όχι ο φανατισμένος οπαδός, αυτός είναι άλλη περίπτωση. Μπορεί, καμιά φορά, έτσι να φαίνεται, ειδικά όταν μοιάζει να αντέχει και τα ανείπωτα ακόμη. Αλλά αυτό δεν οφείλεται στο λίγο του μυαλό. Οφείλεται στη μεγάλη καψούρα του. Κι άμα έχετε δει εσείς, ποτέ, καψούρη που να φαίνεται στους γύρω γύρω ως κάτι άλλο από ονειροπαρμένος, αφελής και στην κοσμάρα του, να μου τον δείξετε κι εμένα.
Για να επιστρέψουμε στον νικητή της προχθεσινής αναμέτρησης, λοιπόν, όποιος αγαπάει τον Παναθηναϊκό από τη θέση του φίλου της ομάδας, δικαιούται και να έχει τις αντιδράσεις καψούρη: να αυτοσαρκάζεται, να στενοχωριέται, να (κάνει ότι) γυρίζει την πλάτη του αδιάφορος, να τσατίζεται, να αγωνιά, να φεύγει «προδομένος», αλλά όλο να γυρίζει πάλι πίσω. Καμιά φορά και να απαντάει «ναι» όταν τον καλούν και να βγάλει κάστανα από μια φουφού που δεν άναψε. Δεν το κάνει επειδή είναι μειωμένου καταλογισμού. Το κάνει επειδή μπροστά στη «χαζιά» του αγάπη, ντιπ μυαλό.
Αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, άλλωστε, ούτε ένα εισιτήριο του ντέρμπι με τον Ολυμπιακό δε θα είχε δώσει ως τώρα ο Παναθηναϊκός. Και, φυσικά, με πολλούς τρόπους –όχι απαραιτήτως της εγκρίσεως ενός Ζαμπούνη, π.χ. – θα είχε απαντήσει ο κόσμος του και στο μέχρι τώρα κάλεσμα να ξετρυπώσει εκείνος το φίδι απ’ την τρύπα, σε εποχές μάλιστα που ο καθένας μας τραβάει ατέλειωτο ζόρι προκειμένου να αντιμετωπίσει τα χρειώδη και αναγκαία.
Δε θα φύγει από την ομάδα του ο κόσμος του Παναθηναϊκού, ούτε θα αδιαφορήσει γι’ αυτήν, ούτε θα την ξεχάσει, ούτε θα γίνει… άλλη ομάδα. Και για τους «πράσινους» ισχύει ότι ισχύει για κάθε ομάδα: εφόσον αγαπάει, εκεί μένει κι εκεί χτυπάει η καρδιά του, έστω κι αν έχει αποστασιοποιηθεί –όχι με δική του ευθύνη.
Μοιάζει παράλογη στάση, αλλά μόνον μοιάζει τέτοια. Δεν είναι. Και κάνουν μεγάλο λάθος όσοι πιθανόν ερμηνεύουν αυτό το… «ντιπ μυαλό», με οτιδήποτε άλλο εκτός από το συναίσθημα. Αν ψάχνουν χαζούς, πρέπει να τους αναζητήσουν αλλού. Και αν όντως αναζητούν λύση, είναι προτιμότερο να φερθούν επίσης συναισθηματικά, αντί για «έξυπνα».
(Εκτός απροόπτου, αύριο τα υπόλοιπα…)
* Υπάρχει μια περίπτωση να ήταν στην κερκίδα του μεγάλου τοπικής αντιπάλου, του ΑΟΚ, το πανό. Ας με συγχωρέσουν, αν είναι έτσι, οι φίλοι της. Δε νομίζω ότι αλλάζει, άλλωστε και τίποτε από την ουσία των πιο πάνω αν είναι έτσι…