Την Ελλάδα την κατέστρεψαν μόνον ο Κοσκωτάς και ο Τσοχατζόπουλος. Μόνοι τους. Οι δυο τους. Όλοι οι άλλοι, αφού δεν καταδικάστηκαν ποτέ, ήταν αθώοι, απλώς οδοντόκρεμες. Όσο για τους άτεγκτους που λένε προδότη τον «μεγάλο μικρό», υπάρχουν βραβεία…
Η Ελλάς, το ξέρουμε όλοι δα, είναι, να «ουμ», χώρα βαθέως ηθικιά. Και η νομιμότητα της τρέχει απ’ τα μπατζάκια. Φυσικά, μαζί με τη μαγκιά. (Αναπόφευκτα λοιπόν και με όσα ο μέγας Πετρόπουλος συνέδεσε μ» αυτήν, στο ανθολόγιο του, των διαβόητων φυλακόβιων ρήσεων: την κλανιά, το απόστημα και τον κ@λο-φινιστρίνι 😉 )
Γι’ αυτούς, αλλά και μερικούς ακόμη λόγους που έχουν να κάνουν με το μεγαλείον της φυλής, το άριστον ιδεώδες του «πατρίς –θρησκεία –οικογένεια» (και όχι «- θύρα 13», βρε τεντιμπόιδες), την Τουρκοκρατία, την αστυφιλία, την αρχαιοφιλία, ει μη ωσαύτως και την κρυφή και καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία, στην Ελλάς, το ξέρουμε επίσης όλοι: εφόσον δεν έχουν ποτέ καταδικαστεί οριστικώς και αμετακλήτως από την ανεξάρτητη ελληνική δικαιοσύνη, όλοι είναι αθώοι.
Πλείστοι όσοι εφοριακοί, ελεγκτές, γραμματείς υπουργείων, διαχειριστές κοινοτικών κονδυλίων, υπουργοί, υφυπουργοί, πρωθυπουργοί, νεότευκτοι αλλά ξάφνου πάμπλουτοι επιχειρηματίες, πολεοδόμοι, τραπεζίτες, δασάρχες, αρχαιολόγοι, μεγαλοδημοσιογράφοι, μεγαλογιατροί μεγαλοδικηγόροι, αιρετοί της τοπικιάς της αυτοδιοίκησης, ανώτατοι υπάλληλοι και διοικητές διαφόρων οργανισμών υγείας και ασφάλισης και περίθαλψης, αρμόδιοι φορέων επιφορτισμένων με τη δημιουργία, ανάπτυξη και συντήρηση σηράγγων, γεφυρών, οδώνε και οδοστρωμάτωνε, πρόεδροι ΔΕΚΟ, πρόεδροι και εΧτελεστικοί διευθυντάδες εκατοντάδων αγνώστου έργου Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, έμποροι όπλων, μεσάζοντες κάθε είδους, κομματόσκυλα με επιρροή στις αποφάσεις, όλοι αυτοί και άλλοι τόσοι που ξεχνάω ίσως, εφόσον δεν καταδικάστηκαν ποτέ οριστικώς και αμετακλήτως, είναι άπαντες αθώοι.
Εφόσον, κατά πάσα πιθανότητα ούτε καν παραπέμφθηκε στη δικαιοσύνη, πόσο μάλλον να καταδικαστεί κιόλας απ’ αυτήν, είναι σαφές και ολοφάνερο:
Ουδείς εξ αυτών των προαναφερόμενων χρηματίστηκε ποτέ. Ουδείς πήρε «φακελάκι» για να κλείσει ή να ανοίξει μια υπόθεση. Ουδείς έδωσε ή πήρε μίζα για να γίνει μια «δουλειά». Ουδείς διασπάθισε δημόσιο χρήμα. Ουδείς «διεπλάκη» με το κράτος έτσι, αλλιώς ή αλλιώτικα. Ουδείς έκλεψε την εφορία ή «μαγείρεψε» βιβλία ή εκμεταλλεύτηκε ένα παραθυράκι του νόμου και πέρασε από μέσα ολόκληρο φορτηγό. Ουδείς παρήγγειλε ένα συγκεκριμένο παραθυράκι σ» ένα νόμο και την άλλη μέρα το είδε δημοσιευμένο σε ΦΕΚ. Ουδείς παρήγγειλε και πλήρωσε (όχι απ’ την τσέπη του, βεβαίως) τούνελ και γέφυρες και δρόμους που δεν έγιναν ποτέ ή έγιναν της κακιάς ώρας, μηχανογραφικά συστήματα που δε δούλεψαν ποτέ, μηχανήματα εκατομμυρίων που σαπίζουν ακόμη μέσα στη συσκευασία τους, ουδείς δημιούργησε υπηρεσίες του δημοσίου που δεν εξυπηρέτησαν ποτέ, κανέναν. Ουδείς συμμετείχε ή υπέκυψε σε εκβιασμό κάποιου είδους. Ουδείς παρενέβη υπέρ του τάδε ή του δείνα επιχειρηματία.
Ουδείς έπραξε το παραμικρό μεμπτό τις εποχές της φούσκας του Χρηματιστηρίου, ή του ακατάσχετου και ανεξέλεγκτου τραπεζικού δανεισμού ή όταν οι συμβασιούχοι του Δημοσίου είχαν φτάσει τους 300.000 ανθρώπους, οι μισθοί των κλητήρων στα υπουργεία τα 3.000 ευρώ και άμα ήντονε καπάτσος κι αλανιάρης και «δικός» μας κάποιος τις, έβγαινε σε πλήρη σύνταξη στα 45 και έπαιρνε 2.500 το μήνα, δεκατέσσερους μήνους το χρόνο, για να παίρνει μετά και τη δουλειά κάποιου άλλου, μη συνταξιούχου, άμα λάχει.
Ουδείς φταίει για τίποτε απ’ αυτά. Όλοι είναι αθώοι.
Την Ελλάδα την κατέστρεψαν μόνον ο Κοσκωτάς και ο Τσοχατζόπουλος. Μόνοι τους. Οι δυο τους. Όλοι οι άλλοι ήταν απλώς οδοντόκρεμες. Τι; Αυτοί δεν είναι, πρακτικώς, οι μόνοι εξόχως «επώνυμοι» που η δικαιοσύνη έστειλε στη φυλακή για προ κρίσης σκάνδαλα;
Ε, αυτοί είναι, το λεπόν και οι μόνοι που διέπραξαν παράνομες πράξεις, έβαλαν το δάχτυλο στο βάζο με το μέλι, τσούρνεψαν δημόσιο χρήμα, δωροδόκησαν ή δωροδοκήθηκαν, έκαναν χάρες σε φίλους ή δέχθηκαν χάρες απ’ αυτούς κ.λπ., κ.λπ.
Ο Τσοχατζόπουλος και ο Γιώργος ο Κοσκωτάς είναι υπεύθυνοι για όλα.
Και για τον Άκη δεν έχω να πω κάτι και να ήθελα. Με αφορμή τη σπουδαία συνέντευξη που έκανε στον Δημήτρη Σαραβάκο ο εξαιρετικός συνάδελφος Νίκος Τζουάνης, όμως, πολλά (πάρα πολλά) θα ήθελα και θα είχα να πω για τον Κοσκωτά. Θα τα αφήσω για άλλη στιγμή όμως. Σήμερα θα πω μόνο αυτό:
Ο διαδικτυακός οχετός των trolls και των, απλώς, συμπλεγματικών το βρίσκει πολύ εύκολο ακόμη και 30 χρόνια μετά να πιάνει στο στόμα του έναν ποδοσφαιριστή –υπόδειγμα και συγχρόνως άνθρωπο-κόσμημα όπως ο Σαραβάκος, απλώς επειδή είπε τότε αρχικώς «ναι» σε μια πρόταση 600.000.000 δραχμών «από τον «απατεώνα»».
Είναι οι άτεγκτοι αυτοί. Οι αγνοί υπηρέτες της «ιδέας». Οι άσπιλοι.
Ε, λοιπόν, θα σας πω κάτι: 600.000.000 δραχμές δεν είναι, δια 340 κάτι, 1.800.000 ευρώ (έτσι κι αλλιώς πολλά λεφτά ακόμη και για το 2004 που είχαμε μεγαλεία και Ολυμπιάδες και άλλα τέτοια, πόσο μάλλον για το 2018).
Το 1988 με 100.000 δραχμές μισθό (που δεν τον έβρισκες εύκολα, αλλά δεν ήταν και άπιαστο όνειρο) περνούσες ζάχαρη. Νοίκι, μετακινήσεις, τσιγάρα, φαγητά, γούστα (με μέτρο), γλέντια (κι αυτά με μέτρο, αλλά χωρίς στερήσεις κανενός είδους), εφορίες, τέλη κυκλοφορίας, τα πάντα όλα και σου περίσσευαν και λεφτά για να τα βάζεις στην Τράπεζα Κρήτης που είχε το πιο μέγκλα επιτόκιο τότε ;).
Η προσφορά ήταν, λοιπόν, ας πούμε 6000 καλοί μισθοί της εποχής.
Σήμερα, για να κάνεις όσα λέμε πιο πάνω, θέλεις χαλαρουίτα 1200-1500 ευρώ το μήνα μισθό –και λίγα λέω, άσε που δεν τον βρίσκεις ούτε με σφαίρες . Άρα, σε σημερινά λεφτά, η πρόταση στον Σαραβάκο δεν ήταν 1.800.000 ευρώ. Ήταν από 7.000.000 έως 9.000.000. Ας πούμε 8.000.000, για να τα βρούμε στη μέση.
Πολύ θα ήθελα να δω, λοιπόν, έναν απ’ όσους γράφουν σήμερα με μεγάλη άνεση «προδότης ο Σαραβάκος» καθισμένο σε μια καρέκλα, συνδεδεμένο με ηλεκτρόδια καρδιογράφου και εγκεφαλογραφήματος, πιεσόμετρα, οξύμετρα, μη σας πω και τίποτε -…βυθόμετρα, να έρχεται κάποιος λεφτάς, έστω με αμφιλεγόμενης προέλευσης πλούτο και να του λέει: «Φίλε, αύριο το πρωί έχεις 8 μιλιούνια στο λογαριασμό σου, μπανκουί. Χώρια τα πριμ, χώρια τα έξτρα, χώρια αυτοκίνητα, χώρια η οικογένειά σου, όποιος θέλεις, με δουλειά καλή από αύριο το πρωί. Αρκεί να πεις: «ναι στον » …………»»-εδώ βάλτε ομάδα της αρεσκείας σας.
Οι πιθανότητες είναι τα όργανα να έδειχναν άμεσα 230-180 πίεση, 190 σφυγμούς, ακατανόητη (έτσι κι αλλιώς, όμως) γραμμή εγκεφαλογραφήματος και πράγματα και θαύματα από το –…βυθόμετρο. Παρά ταύτα, όποιος μου δηλώσει βέβαιος ότι ΔΕΝ θα προλάβαινε ο εν λόγω ερωτώμενος να απαντήσει «ναιιιιιι!!!!» σε όλες τις ομιλούμενες αλλά και νεκρές γλώσσες του πλανήτη πριν πέσει σε εξαήμερο κώμα, παρακαλείται να περάσει να παραλάβει το βραβείο του «τέλειου πρωθυπουργού». Διότι τέτοιον ειλικρινή και διορατικό άνθρωπο που απαιτείται για τη θέση, δε θα έχει ξαναματαδεί η χώρα ετούτη όπου ανθεί φαιδρά πορτοκαλέα.
Ο Σαραβάκος αποδέχθηκε τότε μια τέτοιου μεγέθους προσφορά –η οποία, με βάση τη στάση του Παναθηναϊκού απέναντί του εκείνον τον καιρό ήταν, κάπου και τιμητική εκτός από μυθική σε αριθμούς.
Και, λίγο αργότερα, την αρνήθηκε και επέστρεψε την προκαταβολή αφότου συνειδητοποίησε ότι πέρα από το όποιο ηθικό μέρος του ζητήματος, θα έμπλεκε αλλιώς και σε μια περίεργη και δυσώδη πολιτική και οικονομική ιστορία απ’ αυτές που δεν του ταίριαζαν σαν άνθρωπο.
Οι 999 στους 1000 που έχω γνωρίσει θα την είχαν επίσης αποδεχθεί, δε θα επέστρεφαν τίποτε και σήμερα μπορεί να μας κουνούσαν και το δάχτυλο από καθέδρας, αντί να κάνουν τριάντα χρόνια να ανοίξουν –με σεμνότητα κιόλας- το στόμα τους και να μιλήσουν για την υπόθεση, όπως ο Σαραβάκος.
Ναι. Ήταν απατεώνας ο Κοσκωτάς. Απεφάνθη η δικαιοσύνη ως προς αυτό και σε «μας δεν πέφτει λόγος.
Πλην όμως, μην τα ξαναλέμε: έστω ότι έρχεται αύριο ένας τύπος που υποπτεύεστε ίσως ότι είναι απατεώνας, αλλά, πάντως, όχι μόνον δεν έχει καταδικαστεί, αλλά κατέχει μια μεγάλη τράπεζα, μια μεγάλη εκδοτική εταιρεία, μια μεγάλη ομάδα και παίζει και σφαλιάρες με τη μισή κυβέρνηση. Σας λέει: «Φιλαράκι, οκτώ μιλιούνια «μπλα, μπλα»…». Τι απαντάτε; «Ναι»; Ή θα πείτε: « Όχι, κύριε! Κρατήστε το ύποπτης προελεύσεως χρήμα στην τσέπη σας, διότι αύριο μεθαύριο εσείς μπορεί να παραπεμφθείτε στη δικαιοσύνη και ίσως αποδειχθείτε, κάποτε, οριστικώς και αμετακλήτως σκάρτος»;
Εάν κάποιος είναι βέβαιος ότι θα πει το δεύτερο, παρακαλείται αύριο να προσέλθει στην αρμόδια υπΕρεσία για να πάρει το βραβείο του… «τέλειου ψηφοφόρου». Τους λόγους, τους αντιλαμβάνεστε, ναι;