Ο Μουρίνιο δε ρίχνει γάντι στη διοίκηση της Γιουνάιτεντ μ’ αυτά που λέει. Ρίχνει τα γάντια του στο καναβάτσο. Εκεί όπου βρίσκεται ήδη ο Παναθηναϊκός, στον οποίο, όπως πάει, στο τέλος θα φταίει ο… Μαρίνος!
Σκέψου τώρα να είσαι μια αρκετά συνηθισμένη περίπτωση Έλληνα fan του ποδοσφαίρου: οπαδός του Παναθηναϊκού και της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Και την ίδια ώρα που στη μια ομάδα σου οι προσφυγές πέφτουν σαν το χαλάζι για μερικές δεκάδες χιλιάδες ευρώ και κάθε είδους «άλλα κόλπα» φαίνεται να παίζονται στο παρασκήνιο, στην άλλη σου ομάδα να έχεις να τα βγάλεις πέρα με τον Ζοζέ. Τον Μουρίνιο, ντε. Τον «ένα». Τον Κριστιάνο των προπονητών.
Ο οποίος έφτασε να δηλώσει προχθές ότι τα 261.000.000 λίρες (294.000.000 ευρώ) που –μετρημένα- έχει ξοδέψει η Γιουνάιτεντ στον ενάμιση χρόνο που βρίσκεται στο τιμόνι της «απλώς δεν είναι αρκετά». Όχι για να ξεπεράσει τη συμπολίτισσα Σίτι, αλλά, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, «για να γίνει και μεγάλη ομάδα, εκτός από ένας μεγάλος σύλλογος».
Εκ πρώτης όψεως, δεν μπορεί εύκολα να απορρίψει κανείς ως αβάσιμο το σκεπτικό που ανέπτυξε στη συνέχεια ο «πολύς» Ζοζέ –ένας προπονητής που προσωπικώς αντιπαθώ σφοδρά, αλλά όχι τόσο ώστε να… αλλάξω ομάδα από τότε που πήγε στη Γιουνάιτεντ, ούτε βέβαια τόσο ώστε να αμφισβητήσω τις δεδομένες ικανότητές του.
Όντως, ένας μεγάλος σύλλογος δεν είναι απαραίτητο να είναι μονίμως και ταυτοχρόνως και μεγάλη ομάδα. Το ένα αφορά στην ιστορία, στη διάρκεια: είναι σαν ένα ντοκιμαντέρ ή μια ταινία. Και το άλλο αφορά στο παρόν, στη «στιγμή»: είναι σαν ένα τρίλεπτο με highlights ή μια φωτογραφία. Όπως και ο ίδιος ο Μουρίνιο ανέφερε εύστοχα, μεγάλος σύλλογος είναι, για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα μόνον και η Μίλαν, που όμως είναι μια μέτρια, πλέον, ομάδα που βλέπει τους τίτλους σε Ιταλία και Ευρώπη με το κιάλι, εδώ και κάτι χρόνια.
Απ’ την άλλη, βεβαίως, ισχύει επίσης και ότι ένας μεγάλος σύλλογος «τιμωρείται» από την αγορά και πληρώνει με μεγάλη υπεραξία όταν επιχειρεί να αγοράσει μεγάλα ονόματα προκειμένου να γίνει –με τη λογική του Μουρίνιο- μεγάλη ομάδα.
Διότι είναι αλήθεια ότι αλλιώς τιμολογεί μια ομάδα έναν καλό της παίκτη όταν τον ζητά η Γιουνάιτεντ ή η Ίντερ ή η Μπαρτσελόνα, π.χ. και αλλιώς τον τιμολογεί όταν τον ζητά η Νιουκάστλ, η Αταλάντα, η Θέλτα, ακόμη κι αν σε μια δεδομένη στιγμή αυτές οι τελευταίες μπορεί να είναι πιο ψηλά στη βαθμολογία ή να διανύουν περίοδο δαιμονισμένης φόρμας.
Φυσικά, όμως, όσο καλός προπονητής κι αν είναι ο Ζοζέ, πραγματικός φιλόσοφος του ποδοσφαίρου δεν είναι. Είναι ένας επιδέξιος σοφιστής με υπερτροφικό «εγώ». Κι από την πιο πάνω εξίσωση αφαιρεί βολικά για το αφήγημά του –που, όπως πάντα, στόχο έχει να ρίχνει την ευθύνη οπουδήποτε αλλού εκτός από τον ίδιο- ένα σωρό παραμέτρους που δεν τον συμφέρουν.
Δεν είναι ανάγκη να τις αναφέρουμε όλες εδώ. Αρκεί να αναφέρουμε τη μία και πιο σημαντική: ότι, δηλαδή, το πρώτο πράγμα που κάνει ένας μεγάλος σύλλογος που θέλει να γίνει και μεγάλη ομάδα ξανά, είναι να προσλαμβάνει έναν μεγάλο προπονητή. Μ’ αυτό το σκεπτικό πλησίασε η Γιουνάιτεντ τον Μουρίνιο και τον πληρώνει έναν σκασμό λεφτά. Με τη λογική ότι εκείνος, ως μεγάλος μαέστρος, θα καταφέρει να εκμεταλλευτεί με καλύτερο τρόπο απ’ ό,τι ένας lesser προπονητής το μπάτζετ της ομάδας.
Με δεδομένο ότι το καλοκαίρι το μπάτζετ αυτό δεν ήταν και 15, ούτε 40, ούτε 80, αλλά κοτζάμ 150.000.000 ευρώ, το να βγαίνει τώρα ο Ζοζέ και να λέει ότι έπρεπε να είναι 250, π.χ., ή 300, συνιστά μια ακόμη χαρακτηριστική του ύβρη όχι απλώς απέναντι στο ποδόσφαιρο, αλλά ακόμη στην προσωπική του ιστορία.
«Μάγος» χαρακτηρίστηκε και ο ίδιος όταν πήρε την Πόρτο του σχετικώς χαμηλού μπάτζετ και την έφτασε στην κορυφή. Και δικαίως, φυσικά, του αποδόθηκε το εύσημο τότε. Διότι αυτό, πράγματι ήταν άθλος. Το να φτιάξεις μεγάλη ομάδα εάν μια διοίκηση σου δώσει 800.000.000 ευρώ σε τρεις μεταγραφικές σεζόν, όμως, δεν είναι. Είναι περίπου αναπόφευκτο.
Κι έπειτα, είναι και το άλλο, το ακόμη πιο σημαντικό: Ακόμη και τη στιγμή που ο Μουρίνιο λέει ανερυθρίαστα ότι τα 300.000.000 ευρώ για τρεις μεταγραφικές σεζόν «δεν είναι αρκετά», γνωρίζει πολύ καλά όχι μόνον ότι η Λέστερ το πήρε πρόπερσι στην Αγγλία κοστίζοντας ολόκληρη όσο κόστισε πέρυσι μόνον ο Πογκμπά.
Γνωρίζει επίσης (μέσω της Πόρτο που προαναφέραμε, αλλά μέσω και του αστείρευτου πακτωλού χρημάτων που διαχειρίστηκε ο ίδιος την τετραετία του με τον Αμπράμοβιτς στην Τσέλσι), ότι το χρήμα δεν καταφέρνει πάντοτε να εξασφαλίσει (ούτε) την ποδοσφαιρική ευτυχία.
Πολύ συχνά σε σχέση με άλλα παιχνίδια, στο ποδόσφαιρο, μια ομάδα καλοστημένη, δεμένη, με ταλέντο στο γήπεδο, καλό μυαλό στον πάγκο και την απαραίτητη δόση τύχης, μπορεί να καταφέρει ό,τι δεν καταφέρνει ακόμη και η πιο πλούσια αντίπαλός της.
Όταν ο Μουρίνιο λέει, λοιπόν, «τα 300.000.000 δεν είναι αρκετά», δεν το εννοεί κυριολεκτικά. Ξέρει ότι για να φτιάξεις μεγάλη ομάδα είναι υπεραρκετά (το αν θα πάρεις άμεσα και τίτλους μ’ αυτήν, είναι άλλη υπόθεση, που, επιπλέον, δεν του τέθηκε και ως «μαχαίρι στο λαιμό» όταν υπέγραψε στην Μάντσεστερ).
Αυτό που εννοεί είναι ότι ΕΚΕΙΝΟΥ δεν του είναι αρκετά.
Ίσως επειδή κορέστηκε, ίσως επειδή κουράστηκε, ίσως επειδή η τερατώδης αλαζονεία του τον έχει κάνει να θεωρήσει ότι σ’ αυτόν ειδικά αξίζει ένα άλλο ποδόσφαιρο, κομμένο και ραμμένο στα δικά του φαντασιακά μέτρα, ο Μουρίνιο δε ρίχνει με τις δηλώσεις του αυτές το γάντι στη διοίκηση της Γιουνάιτεντ. Πρακτικώς, ρίχνει τα δικά του γάντια στο καναβάτσο και παραδίδεται.
Είναι σα να λέει ότι η εποχή που μπορούσε να κάνει όχι «μαγικά», αλλά έστω και αυτά τα σύνθετα και απαιτητικά που χαρακτηρίζουν έναν μεγάλο προπονητή
(να αξιοποιήσει παίκτες με μοναδικό τρόπο, να επινοήσει και να διδάξει και να εφαρμόσει σωστά στο γήπεδο ιδιοφυείς τακτικές, να βρει ταλέντα και να τα αξιοποιήσει, να βγάλει από τον κάθε ποδοσφαιριστή του το καλύτερο και όλα αυτά μ’ ένα ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΣΤΑΤΟ μπάτζετ και όχι με ψίχουλα) έχει περάσει.
Και ότι, πλέον, αυτό που μπορεί να κάνει είναι μόνον το αυτονόητο: να φτιάξει μια εξαιρετική ομάδα μόνον με εξαιρετικώς παράλογα λεφτά. Ότι μπορεί να κάνει, δηλαδή, κι ο Μητσάρας ο Άμπαλος άμα χακάρει το Pro και του δώσει μπάτζετ ενάμιση δισεκατομμύριο ευρώ.
Αστεία πράγματα, δηλαδή…
Κάθε διαφωνία δεκτή, αλλά προσωπικά έτσι το διαβάζω το πράγμα και καθόλου δε μου αρέσει. Όχι για τον ίδιο. Δεκάρα δε δίνω για την υστεροφημία του Μουρίνιο. Για τη Γιουνάιτεντ με νοιάζει και μόνον γι’ αυτήν ελπίζω εν τέλει να διαψευστώ από τα γεγονότα…
ΥΓ: Σε άλλα νέα, και μετά απ’ όλα όσα είπαμε αμέσως πιο πριν, να πούμε κι αυτό: ο εν λόγω οπαδός και του Παναθηναϊκού εκτός από της Γιουνάιτεντ που λέγαμε στον πρόλογο βλέπω να μπαίνει ολοένα και περισσότερο στον πειρασμό να αποπειράται ουσιαστική, ποδοσφαιρική κριτική στον Ουζουνίδη.
Σ’ ΑΥΤΟΝ τον Παναθηναϊκό.
ΑΥΤΗΣ της εποχής!
Και είτε καλλιεργείται σκοπίμως και τεχνηέντως αυτή η «τάση» είτε όχι, δεν έχει σημασία. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Και είναι κακό και επικίνδυνο –εκτός από τελείως άδικο.
Συνιστώ σχετικώς, δυνατό κούνημα του κεφαλιού στον κρύο νυχτερινό αέρα. Αν πέφτει και λίγο χιονάκι, ακόμη καλύτερα…