Ο Κώστας Καίσαρης, γράφει για τους μικροπωλητές του Μετρό. Που περιφέρουν την αξιοπρέπεια τους, από βαγόνι σε βαγόνι. Από στάση σε στάση.
ΚΑΘΕ χρόνο τέτοια εποχή η ίδια εικόνα. Όσο πλησιάζουν οι γιορτές, οι κάθε είδους ζητιάνοι και «ζητιάνοι» να αυξάνονται και να πληθύνονται. Στο Μετρό: Η γνωστή έντονη (για να ακούγεται) φωνή, με το γνωστό παρακλητικό ύφος:
– «Κύριες μου και κύριοι. Είμαι άνεργη μητέρα. Το παιδί μου (που είχε στην αγκαλιά) είναι δέκα μηνών. Δεν ζητιανεύω. Πουλάω έναν αναπτήρα κι ένα στυλό πενήντα λεπτά. Σας παρακαλώ. Βοηθήστε με. Να πάρω γάλα για το παιδί μου».
ΗΤΑΝ δεν ήταν, 25 ετών και δεν έδειχνε «επαγγελματίας». Στην επόμενη στάση, η επόμενη μητέρα. Ίδιας περίπου ηλικίας. Με το παιδί στην αγκαλιά, τεσσάρων μηνών και να προσφέρει , έναντι επίσης πενήντα λεπτών, δύο αναπτήρες. Και κάθε φορά, έχεις και εκφράζεις την ίδια απορία:
– ΠΩΣ είναι, να παίρνεις αυτή την απόφαση; Αφού, έχεις προσπαθήσει όλα τα άλλα. Αφού, είσαι σε αδιέξοδο. Αφού, δεν έχεις άλλη λύση. Άλλη επιλογή. Να βγεις στο δρόμο και να απλώσεις (με τον έναν, ή, τον άλλον τρόπο) το χέρι.
– ΠΩΣ κοιμάσαι το προηγούμενο βράδυ, όταν πλέον το έχεις αποφασίσει;
– ΠΩΣ είναι, την πρώτη μέρα; Πώς είναι, η πρώτη φορά; Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι; Να γίνεσαι ενοχλητικός. Πώς νοιώθεις, όταν το πρώτο κέρμα, πέσει στην παλάμη σου;
– ΠΩΣ είναι, να περιφέρεις την αξιοπρέπειά σου, από βαγόνι σε βαγόνι; Από τρένο σε τρένο; Από μέρα σε μέρα;
– ΟΙ ηθοποιοί, (ακόμα και οι μεγαλύτεροι) λένε, ότι κάθε φορά, πριν βγουν στη σκηνή, έχουν τρακ. Όντας καλλιτέχνες. Όντας επαγγελματίες. Αυτό, πώς είναι να το κάνεις κάθε μέρα; Το συνηθίζεις; Μπαίνεις σιγά σιγά στο πετσί του ρόλου; Είναι πλέον μία δουλειά; Είναι η δουλειά σου;
– ΠΩΣ είναι να διαλαλείς τα «πενήντα λεπτά», βάζοντας στην άκρη την αξιοπρέπειά σου; Να το αποδέχεσαι. Να το βιώνεις. Να είναι η καθημερινότητά σου.
– ΠΩΣ είναι να εισπράττεις τα ψυχρά, τα αδιάφορα, τα περιφρονητικά, τα ειρωνικά βλέμματα; Τους βλέπεις ή κοιτάς χωρίς να βλέπεις τίποτα;
ΠΡΟΦΑΝΩΣ και δεν ανακάλυψα την Αμερική. Εχω δει, τη δεκαετία του 80 στη Νέα Υόρκη τις στρατιές των ζητιάνων. Των χόουμλες. Με τα πλαστικά ποτήρια στο χέρι. Να καθαρίζουν τα παρμπρίζ. Πολύ πριν εμφανισθούν στην Αθήνα τα παιδιά των φαναριών και οι μετανάστες . Έχω προλάβει τους ζητιάνους της δεκαετίας του ’60. Ο Μίμης Φωτόπουλος της «Κάλπικης λίρας», στον «αόμματο» και «κόσμο ακούω και κόσμο δεν βλέπω», δεν ήταν προϊόν της φαντασίας του σεναριογράφου. Ο πραγματικός «αόμματος», που περιφερόταν στους δρόμους ζητιανεύοντας, ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ηταν η ίδια εποχή που «ζητιανεύοντας» έβγαζε τα προς το ζην ο Μάρκος Βαμβακάρης. Έπαιζε μπουζούκι στα καφενεία και στις ταβέρνες και άπλωνε το τσίγκινο πιατάκι, για το «ό,τι έχετε ευχαρίστηση». Πέρασε μισός αιώνας. Η χώρα έδειχνε ότι είχε προκόψει, αλλά τελικά αποδείχθηκε, ότι οι λογαριασμοί, δεν ήταν σωστοί.
ΠΡΟΦΑΝΩΣ και δεν ανακάλυψα την Αμερική. Έτσι όπως είναι φτιαγμένος ο κόσμος• δεν τους χωράει όλους. Πάντα κάποιοι περίσσευαν. Κι όχι από δικιά τους ευθύνη. Περίσσευαν, επειδή, έτυχε να γεννηθούν σε λάθος χρόνο, σε λάθος τόπο. Προϊόντος του χρόνου και καθώς από τη δεκαετία του ’60, που λέγαμε, έχει περάσει μισός αιώνας, είναι εμφανές, ότι αυτοί οι «κάποιοι» που περισσεύουν γίνονται όλο και περισσότεροι. Με κάποιους άλλους, να επιμένουν, ότι πέραν του καπιταλισμού και της ελεύθερης οικονομίας, καλύτερο, δεν υπάρχει. Και γι’ αυτό, η επαιτεία (με βάση τον Ποινικό Κώδικα) είναι αδίκημα. Ούτε αποδείξεις κόβουν, ζητιάνοι και μικροπωλητές, ούτε φορολογική δήλωση κάνουν.
Στη μουσική επιλογή, Φρανκ Σινάτρα και It Was A Very Good Year.