Πέταλο, καπνογόνο, ένα μπουκάλι βότκα...
Η θεία με το ταπεράκι
Τα πάντα βλέπεις στο γήπεδο, είναι σαν τα κυριακάτικα οικογενειακά τραπέζια: Ο μικρός ξάδερφος, ο θείος που θέλει να καθίσει με τη νεολαία, οι πέριξ των 30 που έχουμε αρχίσει να τα απολαμβάνουμε με μια δόση ρετρό νοσταλγίας, οι γονείς, όλοι.
Και η θεία.
Ανεβήκαμε, λοιπόν, σε πάρα πολύ κρίσιμο ντέρμπι. (Ξέρετε, τομαχόκ, καράτε, τα γνωστά). ήδη από το τρένο φωνάζουμε συνθήματα, κουβαλάμε κασκόλ, μιλάμε ξεχύνονται χιλιάδες χιλιάδων κι όλοι μ’ένα στόμα-μια φωνή.
Εμείς πέταλο. Εκδρομή απ’όλη την Ελλάδα, σα να έχουμε Χριστούγεννα. Τόση η χαρά. Φλεβάρης μήνας και κρύο, όχι αστεία. Ποιος ήθελε τζάκι, όμως; Ποιος ήθελε σόμπα; Κανένας, Έτριζαν οι κερκίδες.
Ημίχρονο πρώτο, μόνο παράνοια, πέταλο είσαι, ρε, ματς δεν βλέπεις. Αυτό το ξέρουμε καλά. Πέταλο, καπνογόνο, ένα μπουκάλι βότκα (έλα, μεταξύ μας, κι εσύ τα έχεις πιει αυτά), μια ρακή – αλλά δράκους πιο εύκολα θα βλέπαμε από τον αγώνα.
Όχι ότι έχει (πάντα) σημασία, μερικές φορές πηγαίνεις για το οικογενειακό κλίμα. Πιο ωραία είναι να κοπανιέσαι με τους συντρόφους, ειδικά όταν μεγαλώνοντας συνειδητοποιείς πως θα φωνάξετε ταυτόχρονα τα ίδια πράγματα, θα κάνετε ταυτόχρονα την ίδια κριτική.
Ημίχρονο πρώτο, σουπίτσα και πελεκημένα καλάμια των δικών μας. Οι δύο ομάδες κατεβασμένες με τα μαχαίρια στα δόντια κι εμείς να έχουμε χάσει μυαλό και πνεύμονες από τα ουρλιαχτά.
Κι ημίχρονο τέλος. Καθόμαστε -ξέρετε τον πονοκέφαλο του ημιχρόνου, έτσι; Που ουρλιάζεις 45 λεπτά και μετά γίνεται ησυχία και κοντεύει να σπάσει το κεφάλι σου;
Σε εκείνο το ημίχρονο, λοιπόν, καθόμαστε όλα τα άγρια νιάτα μεν – σαπάκια δε με σκυμμένα τα κεφάλια, λες και έχει χτυπήσει χανγκόβερ από άλλο σύμπαν, αλλά σημασία δεν έχει καμία, κυρίως επειδή αν είχαμε βάλει γκολ σιγά μην καθόμασταν.
Και τότε εμφανίζεται ένα τάπερ με απάκι, ένα τάπερ με καλιτσούνια και μία πληροφορία: Άμα δεν θέλετε, έχουμε και τοστάκια.
Κι είμαστε εμείς οι πέριξ των 30 που -όπως ξαναείπα- έχουμε αρχίσει να τα εκτιμούμε αυτά, αλλά όχι αρκετά ώστε να συνειδητοποιούμε ότι νηστικό αρκούδι δεν χοροπηδάει επί 90 λεπτά, αβασάνιστα στο πέταλό σας.
Ωστόσο, ο στόχος είναι τα πιτσιρίκια και το τάπερ πηγαίνει με ευλάβεια βασικά σε αυτά, γιατί είναι και στην ανάπτυξη τα σκασμένα. Όχι λέει το ένα, όχι το άλλο, όχι και το παράλλο, παίρνω κι εγώ χαμπάρι το τέταρτο όρθιο στην πλάτη της καρέκλας, με πιάνουν τα μαμαδίστικα «Πουλάκι μου, θα πέσεις και θα χτυπήσεις», του λέω.
Με κοιτάζει με απορία, ξαναπετάγεται η θεία. «Λίγο απάκι δεν θα φας; Τόσες ώρες φωνάζετε!».
Πάρα πολύ μάγκας ο μικρός, αρνείται αλλά αυτήν την φορά πιο ευγενικά.
Και με το που αρχίζει το δεύτερο, πλησιάζει δειλά-δειλά το -άδειο πλέον, το ρημάξαμε οι ακρίδες- τάπερ.
«Μήπως σας έχει μείνει τίποτα;»
«Άργησες», λέει η θεία και του την είχε φυλαγμένη. Απογοητεύεται ο μικρός.
«Αλλά σου είπα, έχω τοστάκια»
Και κάπου εκεί, με το που ταΐστηκαν όλα τα παιδάκια, μπήκε το γκολ της νίκης μας.