Θα μας λείψει ο «κύριος Τάσσος». Θα μας λείψει πολύ…
Τον συναντούσες κι ερχόταν πρώτος εκείνος να σου μιλήσει. Ήταν ο γενικός διευθυντής του Πρωταθλητή Παναθηναϊκού. «Τι κάνεις Αντρίκο; Πως τη βλέπεις την ομάδα;» η πρώτη του φράση.
Σου μιλούσε και το πρόσωπό του είχε μια γλυκύτητα, μια ηρεμία. Καταλάβαινες αμέσως αν κάτι δεν πήγαινε καλά, όταν πηγαινοερχόταν μέσα στο γήπεδο με γοργό βήμα, διότι σχεδόν πάντα τα είχε όλα στην εντέλεια.
Ο «κύριος Τάσσος» όπως τον αποκαλούσαμε, σχεδόν όλοι στο ελληνικό μπάσκετ, δεν είναι πια κοντά μας. Ξεκουράστηκε; Μάλλον. Τα προβλήματα μετά το θάνατο της πολυαγαπημένης του συζύγου είχαν αρχίσει να τον περιτριγυρίζουν και να «διπλώνουν τα πόδια» του. Ύστερα ήρθε το σάκχαρο και ο ακρωτηριασμός στο πόδι.
Κι όμως εκείνος με το μπαστούνι του ήταν κοντά στην ομάδα, στο γήπεδο, αγχωμένος πριν το ματς, αλλά πάντα χαμογελαστός να πει μια καλή κουβέντα σε όλους.
Να αστειευτεί με τους αγαπημένους του φίλους στους παλαίμαχους, να τρέξει, να βοηθήσει όποιον είχε ανάγκη.
Στις μεγάλες ήττες, διότι δεν είχε ζήσει μόνο τεράστιες επιτυχίες, έδειχνε πόσο αγνός φίλαθλος ήταν. Πόσο πονούσε για το σύλλογο και πόσο του κόστιζε η αποτυχία.
«Παιδιά εμείς δεν παίξαμε καλά και χάσαμε. Στον αθλητισμό υπάρχει και η ήττα. Να μάθουμε από αυτό και να πάμε για το επόμενο ματς» έλεγε.
Και το έλεγε σε όλους, στους παίκτες, στους προπονητές, στον κύριο Παύλο και τον κύριο Θανάση. Ρεαλισμός, πείσμα και όραμα από το πρώτο κιόλας λεπτό μετά την αποτυχία.
Τις στιγμές της μεγάλης έντασης, διότι υπήρξαν πάρα πολλές στην πολύχρονη θητεία του ως παράγοντας ήταν η φωνή της λογικής. «Μα γιατί τόσα επεισόδια βρε Αντρίκο μου; Δεν καταλαβαίνουν ότι βλάπτουν το άθλημα;» μου έλεγε, κάθε φορά που του τηλεφωνούσα για το ρεπορτάζ. Πότε θα κληθεί η ομάδα σε απολογία, πόση τιμωρία κινδυνεύει να φάει, ποια είναι η υπερασπιστική γραμμή…
Απαντούσε σε όλους ακόμα και στους πιο μικρούς, τους «φρέσκους» στο ρεπορτάζ, με την ίδια ευγένεια και προθυμία που απαντούσε και στους μεγάλους. Από την άλλη ήξερε τι θα πει και πως θα το πει. Πάνω από όλα όμως δεν σου έλεγε ψέματα. Δεν σε «πούλαγε». Γι αυτό και την επομένη μπορούσε να έρθει πρώτος και να σε χαιρετήσει.
Αυτός ήταν για μας ο «κύριος Τάσσος». Διότι έτσι τον φωνάζαμε, ήταν ένας δικός μας άνθρωπος, φανατικός εκπρόσωπος μιας άλλης εποχής, μαχητής και πολεμιστής χωρίς κραυγές, «θα» και «ζήτω».
Η κόρη του Τέτα θα πρέπει να νιώθει πολύ υπερήφανη διότι ο πατέρας της απολαμβάνει της αναγνώρισης και του σεβασμού όχι μόνο του ελληνικού, αλλά και του ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Το ενός λεπτού σιγή σε όλα τα ματς και της Ευρωλίγκας και του Eurocup είναι ένα μικρό δείγμα.
Θα μας λείψει ο «κύριος Τάσσος». Θα μας λείψει πολύ…