Δεν είναι βετεράνος ο Μπάνε, ούτε πρώην αρχηγός, ούτε πρόεδρος, ούτε τίποτα από αυτά τα αξιώματα που τα είχαν και θα τα αποκτήσουν κι άλλοι στο μέλλον, ο Μπάνε είναι θρησκεία, τέλος!
Όντας λαϊκή ομάδα ο ΠΑΟΚ που κουβαλά κόσμο πίσω του κι έχοντας περάσει διάφορες φάσεις, είναι αυτονόητο πως σε όλων των ειδών τα θέματα θα υπάρχουν διάφορες τάσεις.
Αν ζητήσεις από 1000 ΠΑΟΚτσήδες να σου κατονομάσουν τον αγαπημένο τους παίκτη ή αυτούς που για κάποιους λόγους τους έχουν σε πιο περίοπτη θέση στην καρδιά τους, θα ακούσεις διαφορετικά ονόματα, ορισμένα εκ των οποίων ίσως σε εκπλήξουν.
Όλοι ανεξαιρέτως όμως, θα συμφωνήσουν σε ένα όνομα και η συντριπτική πλειοψηφία όσων επιλέξουν μόνο έναν, θα σου πουν χωρίς περιστροφές Μπάνε Πρέλεβιτς, που συμπληρώνει σήμερα 51 χρόνια ζωής.
Τον Μπάνε είχα την τύχη να τον γνωρίσω από τις πρώτες μέρες που πάτησε το πόδι του στη Θεσσαλονίκη. Το θυμάμαι με χαίτη, κι εκείνο το απερίγραπτο Γιουγκοσλάβικο ντύσιμο, άσπρο παντελόνι, τζιν μπουφάν και σκαρπίνι.
Μόλις τον πρωτοείδα, είπα μέσα μου «αυτός είναι περίπτωση! Δεν είναι συνηθισμένος άνθρωπος, είναι κατηγορία ανθρώπου…».
Ήταν εποχές που ως μπασκετικός ρεπόρτερ ταξίδευα παντού με τις αποστολές της ομάδας, μιλάμε για μια δεκάδα παικτών, άλλους τόσους παράγοντες, προπονητές, γιατρούς, φροντιστές κλπ. και μερικούς δημοσιογράφους με μπόλικες ώρες πτήσεων, ώρες προσμονής σε ξενοδοχεία, που ζούσαμε μαζί λύπες και χαρές, οπότε μοιραία όλοι γινόμασταν μια παρέα, κάτι σαν οικογένεια.
Για να μην τα πολυλογώ, γνωριζόμασταν όλοι με όλους, θα ήταν κατόρθωμα άλλωστε υπό τέτοιες συνθήκες να μην προκύψουν ανθρώπινες σχέσεις.
Εκείνη την εποχή δεν το κρύβω πως είχα πολύ καλή σχέση με το Φ@σούλα, ο ψηλός μπορεί να έχει πολλά στραβά και να παραμένει κόκκινο πανί -και για μένα-, άσχετα με ότι συνέβη στην πορεία όμως δε μπορώ να παραγνωρίσω πως ήταν καλλιεργημένος άνθρωπος με ποικίλα ενδιαφέροντα και ανησυχίες, που σπάνια τα συναντούσες σε επαγγελματίες αθλητές. Και τότε και σήμερα, το πνευματικό ρεπερτόριο των περισσοτέρων, εξαντλείται στις λέξεις «έχουμε προπόνηση, πάμε να κερδίσουμε, έχουμε τον καλύτερο λαό, παίζουμε για τη φανέλα, δώσε μου μια πάσα», με το Φ@σούλα μπορούσες να συζητήσεις τα πάντα, από μουσική και γκόμενες, μέχρι πολιτική.
Είχαμε κι ένα άλλο κοινό, αμφότεροι ήμασταν υπερκινητικοί και κατά μια έννοια νευρόσπαστοι, πριν τους αγώνες δε μπορούσαμε να βρούμε ηρεμία.
Κάποτε στην Ιταλία θυμάμαι, παίζαμε ημιτελικό κυπέλλου κυπελλούχων με την Κνορ -τότε- Μπολόνια, μετά το φαγητό ο Φ@σούλας μου είπε «έλα στο δωμάτιο να τα πούμε». Συγκάτοικος του τότε ο Μπουντούρης που βρισκόταν στο άλλο άκρο, αν οι παίκτες είχαν ένα δίωρο ανάπαυσης θα ξάπλωνε στο κρεβάτι στις 3.00, 3.01 θα τον είχε παραλάβει ο Μορφέας ακόμα κι αν δίπλα του βαρούσαν καμπάνες.
Μη σας τα πολυλογώ, ο ψηλός παρήγγειλε από το μπαρ 15 -κυριολεκτώ- καπουτσίνο για να μη δίνουμε στόχο, άνοιξε ο καθένας μας το πακέτο με τα τσιγάρα του κι αρχίσαμε να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων.
Το χρειαζόταν για να ξεφύγει εγκεφαλικά από την ένταση, πολλοί το έχουν ανάγκη αυτό, το πρόβλημά του ήταν πως και κατά τη διάρκεια των αγώνων ο νους του συνήθως ταξίδευε αλλού. Από το ντουμάνι το δωμάτιο έγινε τεκές, οι καπνοί άρχισαν να βγαίνουν κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας, μας πήρε χαμπάρι ο τότε γενικός αρχηγός της ομάδας Άγγελος Μιχόπουλος που μπούκαρε στο δωμάτιο κι άρχισε να ουρλιάζει.
Το κακό με τον Φ@σούλα ήταν πως την όποια προσωπική σχέση με μένα και τον οποιονδήποτε, ήθελε να την εξαργυρώνει με ευνοϊκές κριτικές όπως και πέρασμα της δικής του γραμμής για συμπαίκτες, προπονητές, εγώ τα πράγματα τα αντιλαμβανόμουν διαφορετικά.
Άλλο η παρέα κι ο χαβαλές κι άλλο η δουλειά του καθενός. Λίγους μήνες μετά και πριν από ένα κρίσιμο παιγνίδι με το συμπολίτη τον έκραξα στον αέρα της εκπομπής μου επειδή την παραμονή του αγώνα είχε βγει για μπαρότσαρκα, μετά το ματς ο κόσμος τον έβριζε κι εκείνος μου ζητούσε το λόγο για τη ζημιά που του είχα κάνει.
Αυτό θεωρούσα σωστό όμως, έβλεπα και σχολίαζα αγώνες και γεγονότα απαλλαγμένος όσο μπορούσα από προσωπικές σχέσεις, συμπάθειες κι αντιπάθειες. Εκείνος ήταν αλλιώς, είχε τηλεφωνήσει μέχρι και στον ιδιοκτήτη του ραδιοφώνου για να διαμαρτυρηθεί…
Ο Μπάνε ήταν το ακριβώς αντίθετο, δεν υπήρχε περίπτωση να σου πει «γιατί έγραψες αυτό, με αδίκησες, το λάθος δεν ήταν δικό μου ήταν του Σταυρόπουλου».
Βασικά δε διάβαζε, δεν άκουγε, δεν τον ενδιέφερε να μάθει τι γραφόταν για εκείνον, ακόμα κι αν του το σφύριζαν όμως δεν υπήρχε περίπτωση να σε αντιμετωπίσει διαφορετικά από τον τρόπο που σε έβλεπε μέχρι τότε.
Μη σας πως ότι αν του έριχνες ξεφωνητό θα ήταν πιο διαχυτικός, για να σου δώσει θάρρος να το ξανακάνεις.
Η αρχική εικόνα που έδινε ήταν του εντελώς απρόσιτου, με εξαίρεση τους συμπαίκτες του και τα μέλη της ομάδας, δεν είχε σχέσεις με τους υπόλοιπους, ούτε καλημέρα δεν έλεγε, όχι από σνομπισμό αλλά από χαρακτήρα, ο άνθρωπος είχε έρθει να παίξει μπάσκετ και μόνο, όχι να κάνει δημόσιες σχέσεις.
Οι δημοσιογράφοι τον έβλεπαν με μισό μάτι ειδικά στην αρχή «ποιος είναι αυτός που δεν μας μιλάει;», απορούσαν.
Η φάρα μου βλέπετε, το έχει αυτό το χαρακτηριστικό, μέσα στην ανασφάλεια της ψάχνει την επιβεβαίωση, αρέσκεται σε όποιους της δίνουν σημασία, κάνοντας την να πιστεύει πως αποτελεί κάτι σημαντικό.
Ο Μπάνε μας αντιμετώπιζε όπως ακριβώς μας άξιζε, ως το σχεδόν τίποτα γιατί αυτό είμαστε σε τελική, τσόντες και παρατρεχάμενοι, κάτι που ενοχλούσε αφού ανέκαθεν ζούμε με την ψευδαίσθηση πως είμαστε συνδιαμορφωτές καταστάσεων, θέλουμε να έχουμε άποψη και να την επιβάλλουμε μάλιστα για διοικητικά, αγωνιστικά θέματα, τα πάντα όλα.
Χαρακτηριστικό είναι πως η «ερωτική» σχέση του Μπάνε με τον κόσμο της ομάδας χτίστηκε χωρίς τους δημοσιογράφους σε ρόλο μεσάζοντα, ο τύπος ουδέποτε τον ανέδειξε, δεν του έκανε ποτέ προμόσιον διαφημίζοντας την αξία, το πάθος και την αυταπάρνηση του.
Η σχέση του με τον κόσμο δημιουργήθηκε επειδή το κοινό άρχισε να τον εκτίμα και στην πορεία η εκτίμηση μετατράπηκε σε λατρεία, οπότε ακολούθησε αναγκαστικά και ο τύπος διότι ο Μπάνε πουλούσε.
Εκείνος πάντως δεν άλλαξε ποτέ συμπεριφορά, συνέχισε να είναι απόμακρος με τους δημοσιογράφους όπως και με τον κόσμο, δεν έγινε ποτέ λαϊκιστής, ουδέποτε την είδε φίρμα από τις εκδηλώσεις λατρείας, δεν πούλησε ποτέ ΠΑΟΚτσηδιλίκι, δεν φίλησε ποτέ τη φανέλα.
Το σεβασμό του στη φανέλα και την αγάπη που του έδειχνε ο κόσμος την ανταπέδιδε με έργα στο παρκέ, επέμενε να μην ενδιαφέρεται για ότι ακουγόταν στον έξω κόσμο.
Όντας από τους ελάχιστους που είχα καλή σχέση μαζί του κι έχοντας το θάρρος να συζητάω διάφορα θέματα όποτε έβρισκα την ευκαιρία, θυμάμαι κάποια στιγμή που ο ίδιος είχε γίνει ο φυσικός ηγέτης του ΠΑΟΚ ενώ ο Φ@σούλας ήταν ο αρχηγός που δηλωνόταν στο φύλλο αγώνα, τον είχα ρωτήσει:
«Καλά ρε Μπάνε, κουβαλάς όλη την ομάδα στις πλάτες με 90 εκ συμβόλαιο, ο άλλος παίρνει 250 εκ και μας έχει κάψει τόσες φορές, πως το αντέχεις ;»
Η απάντηση του ήταν απλώς αφοπλιστική, ίσως και συγκλονιστική:
«Γιατί, δε μου φτάνουν τόσα που παίρνω για να ζήσω ;».
Ήταν η καλύτερη επιβεβαίωση πως μιλάμε για μοναδική πάστα ανθρώπου, δεν επέτρεπε στο παραμικρό να νοθεύσει τη σκέψη του, ούτε να τον επηρεάσει, μπάσκετ και μόνο μπάσκετ. Αναφερόμαστε σ΄ ένα παιδί 25 χρονών, σε εποχές που στο γειτονικό Άρη η ανανέωση των συμβολαίων του Γκάλη και του Γιαννάκη κάθε καλοκαίρι θύμιζε σίριαλ του Φώσκολου.
Απαιτούσε 300 εκ ο ένας, αφού θα πάρει 300 θέλω τόσα κι εγώ έλεγε ο άλλος, επανερχόταν ο πρώτος ζητώντας να εισπράξει κι άλλα αφού ο έτερος είχε πάρει ήδη μεγαλύτερη αύξηση.
Ο Μπάνε έφευγε διακοπές τα καλοκαίρια λέγοντας του Βεζυρτζή που τον πίεζε να ανανεώσουν το συμβόλαιο, «βάλε όσα θες, φεύγω διακοπές είμαι κουρασμένος, δεν έχω κουράγιο να μιλάω για λεφτά»…
Παρέμεινε πάντα ταπεινός, η χρονιά που επέστρεψε για να κλείσει την καριέρα του στον ΠΑΟΚ ήταν αυτή που η ομάδα μετακόμισε στο κλειστό της Πυλαίας, στο πρώτο παιγνίδι που θα είχε και τα χαρακτηριστικά φιέστας, ο παίκτης ήταν εκτός αποστολής!
Αυτός που με τα κατορθώματα του γέννησε χιλιάδες ΠΑΟκτσήδες σε όλη την Ελλάδα, αυτός που έγινε τραγούδι και αποτέλεσε σημείο αναφοράς για έναν ολόκληρο λαό, αυτός που με τα τρίποντα του συνετέλεσε όσο κανείς για να αποκτήσει ο ΠΑΟΚ τη δική του έδρα και του ανήκε δικαιωματικά το πρώτο βήμα στο νέο γήπεδο, έβλεπε κάτι απίθανους και κοινοτικούς από το πουθενά να το γιορτάζουν.
Δε διαμαρτυρήθηκε για την προσβλητική συμπεριφορά, ήταν πολύ περήφανος για να πέσει τόσο χαμηλά.
Λίγα χρόνια μετά και πριν εμπλακεί και πάλι με τον ΠΑΟΚ ως προπονητής αυτή τη φορά, τον πέτυχε ένας ΠΑΟΚτσής στην Αριστοτέλους, γονάτισε, του αγκάλιασε τα πόδια και τα φίλησε, μονολογώντας «σ΄ευχαριστώ-σ΄ευχαριστώ».
Ένοιωσε άβολα ο Μπάνε όχι μόνο λόγω ταπεινότητας, το ίδιο θα αισθανόταν ο καθένας μας αν κάποιος του φιλούσε τα πόδια σε τόσο πολυσύχναστο σημείο.
Αφού τον σήκωσε τον ρώτησε «να ‘σαι καλά, γιατί με ευχαριστείς όμως;» για να εισπράξει την πιο περιγραφική απάντηση ever:
«Σ’ ευχαριστώ, γιατί υπάρχεις».
Η απάντηση κρύβει όλη την ουσία του διαχρονικού κι αγιάτρευτου έρωτα που έχουμε, είμαστε ευτυχισμένοι επειδή απλά υπάρχει..
Δεν είναι βετεράνος ο Μπάνε, ούτε πρώην αρχηγός, ούτε πρόεδρος, ούτε τίποτα από αυτά τα αξιώματα που τα είχαν και θα τα αποκτήσουν κι άλλοι στο μέλλον, ο Μπάνε είναι θρησκεία, τέλος!
Έγραψα πολλά παραπάνω από τα προβλεπόμενα είναι η αλήθεια και θα έγραφα άλλα τόσα, δε μπορώ να συνεχίσω όμως γιατί φόρτωσα.
Βγάζω τη μπλούζα και βγαίνω στο μπαλκόνι του σπιτιού μου, να φωνάξω «ω-ω-ω Μπάνε, Μπάνε». Είμαι σίγουρος πως θα βγει κάποιος από το απέναντι μπαλκόνι και θα αρχίσει να τραγουδά το ίδιο…