Ο Ολυμπιακός αλλάζει, εξελίσσεται και γίνεται αυτό επιβεβαιώνεται στον αγωνιστικό χώρο. Τι... κατάλαβε η Μπασακσεχίρ και μια ωδή στους Ελληνες που «μπήκαν και έπαιξαν», Μπουχαλάκη και Μασούρα.
Τα νοκ άουτ παιχνίδια δεν «σηκώνουν» ομορφιές. Δεν συγχωρούν λάθη. Δεν επιτρέπουν χαλάρωση. Ο Ολυμπιακός ξέρει τι θέλει να κάνει. Εχει στόχο και για να τον πετύχει ακολουθεί τον δικό του δρόμο. Εχει συγκεκριμένη στόχευση στον τρόπο που αγωνίζεται. Εχει ξεκάθαρο πλάνο. Εχει κυνισμό και μέτρο. Εχει τη σιγουριά ότι ξέρει τι μπορεί να κάνει, πότε μπορεί να το κάνει και κυρίως πότε δεν μπορεί να το κάνει. Και αυτή η αυτογνωσία είναι πιο σημαντική συχνά ακόμη και από την ικανότητα.
Ο Ολυμπιακός νίκησε στην έδρα της Μπασακσεχίρ, όχι επειδή ήταν καλύτερος. Αλλά διότι ξέρει τι θέλει και ξέρει πώς να το διεκδικήσει. Ο Ολυμπιακός που εμφανίστηκε στο γήπεδο «Fatih Terim» δεν είχε τίποτε διαφορετικό σε σχέση με τα παιχνίδια κόντρα στη Βικτόρια Πλζεν. Η μόνη διαφορά είναι ότι αντιμετώπιζε μια ομάδα ανάλογης ποιότητας με τον ίδιο. Αλλά αυτό δεν άλλαξε το πλάνο. Το πλάνο του Πέδρο Μαρτίνς θέλει τον Ολυμπιακό να κάνει το κουμάντο στα παιχνίδια του. Οσο καλύτερος ο αντίπαλος, τόσο καλύτεροι είναι οι Πειραιώτες.
Ο φετινός Ολυμπιακός είναι μια συνέχεια του περσινού. Βελτιωμένη σε συγκεκριμένους, κομβικούς τομείς συνέχεια. Η απώλεια του Φορτούνη άλλαξε (τουλάχιστον μέχρι νεωτέρας) τον τρόπο παιχνιδιού. Τον έκανε λίγο πιο συντηρητικό, λιγότερο φαντεζί, αλλά το ίδιο αποτελεσματικό. Και κυρίως πιο σκληρό, πιο σταθερό ανασταλτικά και πιο αποφασιστικό. Με την προσθήκη του Ρούμπεν Σεμέδο στην περσινή «μηχανή», να αποτελεί φαντάζει ως η κίνηση που έλειπε για να ανεβάσει το επίπεδο των Πειραιωτών και να τους κάνει σχεδόν απροσπέλαστους αμυντικά.
Ο Πορτογάλος στόπερ, σε συνδυασμό με τον Μεριά, τον καλό Ομάρ, τον βελτιωμένο Τσιμίκα και φυσικά τον Ζοσέ Σα, έχουν δημιουργήσει μια ζώνη ασφαλείας, που δεν υπήρχε πέρυσι. Θα πείτε, είναι δυνατόν να υπάρχει τόση διαφορά, με μόλις μία προσθήκη; Προφανώς. Όταν αυτή η προσθήκη είναι ένας παίκτης όπως ο Σεμέδο. Και όταν ο Μεριά, παίζει για δεύτερη χρονιά στην Ευρώπη, είναι λογικό η βελτίωση να είναι ορατή. Η συνέχεια που λέγαμε παραπάνω. Η εξέλιξη.
Αλλά πέρα από αυτά, ο Ολυμπιακός, περιμένοντας τουλάχιστον μία προσθήκη ακόμη και χωρίς να έχει βάλει ακόμη στην αγωνιστική εξίσωση σημαντικά γρανάζια, όπως οι Ελ Αραμπί, Σουντανί, δείχνει ότι φέτος είναι μια ομάδα που ξέρει τι θέλει μέσα στο γήπεδο και κυρίως, ξέρει πώς να το πάρει. Εχει τα εργαλεία, αλλά και την τεχνογνωσία, τον τρόπο να παίρνει αυτό που θέλει. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό από όλα. Ο κυνισμός του αποτελέσματος είναι απαραίτητος. Και για την πορεία έως τους ομίλους του Champions League, αλλά και για το πρωτάθλημα. Αυτός ο κυνισμός έλλειψε πέρυσι. Αλλά φέτος είναι εδώ.
Κλείνοντας, έχει σημασία να κάνουμε μια ειδική μνεία σε δύο Ελληνες που δείχνουν σε κάθε παιχνίδι ότι η υποτίμηση/αμφισβήτησή τους, είναι η κινητήριος δύναμή τους. Ο Ανδρέας Μπουχαλάκης, αρέσει δεν αρέσει, είναι ένας πάρα πολύ σημαντικός παίκτης για το οικοδόμημα του Ολυμπιακού. Εκτός κι αν υπάρχουν πολλοί μέσοι με μπόι 1.90 μ., αριστεπόδαροι, με την τεχνική του «Μπούχα», αλλά και τη σκληράδα και την αυταπάρνηση που δείχνει ο συγκεκριμένος παίκτης μέσα στο γήπεδο. Ουδείς προφήτης στον τόπο του, βέβαια, αλλά καλό θα είναι να θυμόμαστε ότι ΟΛΟΙ οι προπονητές που πέρασαν από τον Ολυμπιακό από το 2014 και μετά, είχαν βασικό το καλοκαίρι τον «Μπούχα». Οι δύο συνεχόμενοι σοβαροί τραυματισμοί Αύγουστο μήνα, τον πήγαν πίσω. Αλλά αν μη τι άλλο, οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, όλο και κάτι παραπάνω θα ξέρουν.
Ο δεύτερος παίκτης που χρήζει ειδικής μνείας, δεν είναι άλλος από τον Γιώργο Μασούρα. Η επιτομή του «μπαίνω και παίζω» Ελληνα ποδοσφαιριστή. Από τον Πανιώνιο ήρθε στον Πειραιά έτοιμος (σωματικά και πνευματικά), πήρε ευκαιρίες, τις άρπαξε και έπεισε τον Μαρτίνς ότι είναι ένας εκ των βασικών του εξτρέμ. Στο πρώτο ματς με την Πλζεν ήταν κακός. Αλλά το πάλεψε. Στον επαναληπτικό του Καραϊσκάκη βελτιώθηκε αισθητά. Αλλά του έλειψε το γκολ. Στην Τουρκία ήταν αυτό που χρειαζόταν ο Ολυμπιακός. Και το έβαλε. Ενας παίκτης που ευωδιάζει εξέλιξη και που αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για κάθε Ελληνα που θέλει να παίξει στον Ολυμπιακό.
Οποιος αξίζει, παίζει. Οποιος δεν αξίζει, βρίσκει δικαιολογίες.