Ο Στέλιος Μαρκάκης εξηγεί το γιατί το πιθανό ενδιαφέρον για τον Παναθηναϊκό συμφέρει την κυβέρνηση μόνον αν μείνει απλό ενδιαφέρον, αλλά θυμίζει και ότι στην Ελλάδα, η λογική έχει μείνει πολλές φορές έγκυος χωρίς τη θέλησή της…
Να ξεκινήσουμε με το αυτονόητο: η προσφυγή σ’ έναν νόμο στον οποίο δύναται, υπό προϋποθέσεις, να υπαχθεί ήδη από τον περασμένο Αύγουστο έως και η Ομόρρυθμος Εταιρεία Εμπορίας Μάλλινων Προφυλακτικών του Τάκη Βλακόπουλου και του Λάκη Χαζοβιόλη, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί είτε φαεινή ιδέα, από πλευράς ΠΑΕ Παναθηναϊκός εν προκειμένω, είτε «εύνοια» (πόσο μάλλον με «οσμή σκανδάλου») από πλευράς κυβέρνησης.
Εάν οι μεν δεν το είχαν ως τώρα σκεφτεί ως λύση, καλύτερα να ανοίξουν ανταγωνιστική εταιρεία με το ίδιο αντικείμενο μ’ αυτήν των Βλακόπουλου-Χαζοβιόλη. Και εάν οι δε είχαν στο μυαλό τους τον… Παναθηναϊκό όταν έφτιαχναν το νόμο για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, το βέβαιο είναι ότι θα έπρεπε να τον έχουν κόψει-ράψει με πολύ μεγαλύτερη προσοχή προκειμένου να σιγουρέψουν τη σωτηρία του…
Με άλλα λόγια, θέλω να πω, ότι αν και τις λεπτομέρειες του εν λόγω νόμου δεν τις γνωρίζω
όπως οι ωραίες δικηγόροι που ξεφυτρώνουν σα μανιτάρια στις τηλεοπτικές εκπομπές για
να δώσουν τα φώτα τους στον κόσμο, θεωρώ εξαιρετικώς απίθανο να μπορούσε να έχει προσφύγει σ’ αυτόν η ΠΑΕ Παναθηναϊκός και να μην το είχε κάνει ήδη. Κι απ’ την άλλη, θεωρώ εξίσου απίθανο μια κυβέρνηση να προσπαθεί να αποκομίσει κομματική συμπάθεια από τους οπαδούς μιας ομάδας απλώς «θυμίζοντάς» της ότι υπάρχει ήδη ένας νόμος που ίσως, εάν και εφόσον κ.λπ. μπορεί να τη βολεύει.
Προφανώς, από πλευράς Παναθηναϊκού, η υπόθεση σκοντάφτει κάπου –στην απουσία μιας θετικής χρήσης την τελευταία τριετία, π.χ. ή σε κάποιον από τους όρους που θέτει ο νόμος για να ορίσει το «βιώσιμο» ή όχι μιας επιχείρησης ή κάπου αλλού.
Και, εξίσου προφανώς, η όποια καλή πρόθεση από πλευράς κυβέρνησης, αν είναι να αφορά κάτι, αυτό δεν μπορεί να είναι παρά μια «υπενθύμιση» προς τους αρμοδίους των κρατικών φορέων στους οποίους οφείλει ο Παναθηναϊκός, ότι θα ήθελε να συμφωνήσουν από τη δική τους μεριά στην περίπτωση που αξιωθεί και φτάσει σε επίπεδο εξεύρεσης συναινετικής λύσης μεταξύ των πιστωτών η υπόθεση.
Αυτή τη στιγμή κανείς δε γνωρίζει το ακριβές προφίλ των χρεών του Παναθηναϊκού, αλλά δεν είναι αβάσιμο να υποθέσει κανείς ότι το Δημόσιο είναι ο μεγαλύτερος πιστωτής του. Αν έχουν όντως έτσι τα πράγματα, η «καλή διάθεση» από πλευράς κρατικών φορέων δεν είναι και μικρό πράγμα. Αλλά πολύ δύσκολα θα αποδειχθεί αρκετό. Αφήστε που δεν μπορεί και να ξεπεράσει κάποιο όριο, διότι οι «πράσινοι» οπαδοί είναι μεν πολλοί, αλλά όχι όσοι όλοι αυτοί (μαζί) που θα τσινήσουν και θα εκνευριστούν από τυχόν απροκάλυπτη εύνοια υπέρ του.
Κι έπειτα, είναι και το άλλο: εάν ο Παναθηναϊκός διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη αυτή τη στιγμή, ποιος μπορεί να κατηγορήσει την κυβέρνηση; Ουδείς. Τη λέζα όλη (ή σχεδόν όλη…) ο Αλαφούζος θα την φάει . Ο Νο1 μιντιακός εχθρός του ΣΥΡΙΖΑ. Και καθώς ξέρετε, του εχθρού σου ο εχθρός, ο καλύτερός σου φίλος είναι. Και, τέλος, να μην παραγνωρίσουμε και το εξής: σε περίπτωση που με κάποιο τρόπο αυτό το σχέδιο περί υπαγωγής σε εξωδικαστικό συμβιβασμό ευοδωθεί, ο Παναθηναϊκός παίρνει ανάσα ζωής, αλλά δεν αλλάζει χέρια: στον Αλαφούζο θα παραμείνει και εκείνος θα είναι που, στην πράξη, θα έχει βρει διέξοδο από μια δύσκολη θέση. Γιατί να το κάνει αυτό η κυβέρνηση; Προσδοκώντας σε τι; Να γίνει από αύριο ο ΣΚΑΪ ξανά ατμομηχανή της εξυγίανσης στο ποδόσφαιρο, να παίζει η «Δίκη» έξι μέρες τη βδομάδα, σα τη Ντορέτα ένα πράγμα και οι παρουσιαστές του να χαστουκίζουν τους βουλευτές της ΝΔ που θα φιλοξενούν; Κωλοτούμπες γίνονται –έγιναν ήδη- στο Φάληρο. Αλλά μια τέτοια θα έκανε τον Ιωάννη Μελισσανίδη να δώσει τα μετάλλιά του στο Ριχάρδο για πενταροδεκάρες –«απλώς σαν χρυσό»- και να φύγει για βουδιστικό μοναστήρι στο Θιβέτ.
Από κυβερνητικής πλευράς, λοιπόν, η διακριτική εκδήλωση ενός κάποιου ενδιαφέροντος και το ανέξοδο κλείσιμο του ματιού (κοιτάξτε το εσείς και εάν μπορεί να γίνει κάτι, εμείς θα το δούμε θετικά) είναι έξυπνη τακτική, αλλά μόνον αν μείνει μέχρις εκεί. Πιο πέρα δεν τη συμφέρει να πάει, ακόμη κι αν θα μπορούσε.
Αυτά, βεβαίως, λέει η λογική. Μετά από 30 χρόνια στη δουλειά αυτή, όμως, ξέρω πολύ καλά δύο πράγματα:
1 ον : Ότι τίποτε απολύτως δε βγαίνει, έστω και ως αδιόρατος «καπνός» προς τα έξω χωρίς να υπάρχει έστω και μια αντίστοιχα μικρή φωτίτσα που να καίει κάπου. Και
2 ον : Ότι στην Ελλάδα η λογική (και ειδικά αν πρόκειται για το «συμφέρον» οντοτήτων με πολύ μεγάλο γκελ στην κοινωνία, όπως οι αθλητικές), έχει μείνει πολλές φορές έγκυος από καθόλου, μα καθόλου συναινετικό σεξ με όλες τις κυβερνήσεις, όλων των αποχρώσεων που έχουν περάσει από τη χώρα τα τελευταία 43 χρόνια.
Εν ολίγοις, πιθανότατα μια ωραία φούσκα είναι το θέμα, αλλά δε χάνει κανείς και τίποτε να
το παρακολουθήσει στην εξέλιξή του…