Μια νοοτροπία που με πρόσχημα την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων κατάφερε μεταξύ άλλων να καθεστοποιήσει τον ωχαδερφισμό και την αντιπαραγωγικότητα.
Άλλη μια μέρα απεργιακών κινητοποιήσεων πέρασε χθες και η απορία παραμένει βαθιά ριζωμένη μέσα μου: «Και τελικά, τι κερδίσαμε ρε συντρόφια»;
Πέρα δηλαδή από την προσωπική ψευδαίσθηση πως πράξαμε κάτι, ενεργήσαμε, αντισταθήκαμε και προκαλέσαμε τρόμο στους εξουσιαστές που έχασαν τον ύπνο τους από τη μαζικότητα της συμμετοχής, ποια είναι η ουσία;
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, είχα την ίδια απορία βλέποντας τον κόσμο γύρω μου να διαρρηγνύει τα ιμάτιά του για μια καινούργια συλλογική σύμβαση έναν καλύτερο μισθό, βελτίωση εργασιακών συνθηκών κλπ.
Εννοείται πως κι εγώ -όπως κι ο καθένας άλλωστε- θα επιθυμούσε περισσότερα απ’ όσα έχει κι αυτό δεν αφορά μόνο το εργασιακό κομμάτι. Όλοι θα θέλαμε να ζούμε σε μεγαλύτερο σπίτι, να έχουμε περισσότερο ελεύθερο χρόνο, ωραιότερη γυναίκα, δίπλα μας, γρηγορότερο αυτοκίνητο, δε γίνεται να απαξιώσω κάτι που είναι ταυτισμένο με την ανθρώπινη φύση.
Ο προβληματισμός μου αφορούσε πάντα τον τρόπο με τον οποίον θα καταφέρναμε να αποκτήσουμε τα περισσότερα, όπου κι αν έστρεφα το βλέμμα μου έβλεπα ανθρώπους που επεδίωκαν να το εξασφαλίσουν με τις πλάτες του συνδικάτου τους. Ο μοναδικός λόγος που ανέκαθεν συμμετείχα σε απεργίες κλπ, ήταν για να μη θεωρηθεί πως σνομπάρω τους υπόλοιπους και τους βλέπω υπεροπτικά.
Ακόμα κι αν διαφωνούσα, σεβόμουν απολύτως τη βούληση των υπολοίπων, αν και δεν ψήθηκα ποτέ τόσο για τη σκοπιμότητα όσο και για την αποτελεσματικότητα. Σύμφωνα με τη δική μου οπτική, τα καλύτερα θα τα κέρδιζα γινόμενος εγώ καλύτερος, παραγωγικότερος, αποδοτικότερος και όχι στηριζόμενος στις πλάτες άλλων.
Το εκάστοτε συνδικάτο θα μπορούσε να μου εξασφαλίσει μια μικρή αύξηση, η δική μου αποδοτικότητα θα μου έδινε το δικαίωμα να μπω στο γραφείο του εργοδότη χωρίς να χτυπήσω την πόρτα, να παρκάρω τα πόδια μου πάνω στο γραφείο του που λέει ο λόγος και να του σκάσω το ποίημα «άκου ρε, ή μου διπλασιάζεις τις αποδοχές ή από αύριο ψάχνεις για αντικαταστάτη».
Ενδεικτική η αναφορά και προκειμένου να μην παρεξηγηθώ, ξεκαθαρίζω πως αν ήμουν εγώ ο εργοδότης. ένας τέτοιος υπάλληλος θα είχε αποχωρήσει αεροπορικώς από το γραφείο μου.
Θέλω να καταδείξω όμως ποια είναι η ορθή κατ’ εμέ λογική, αφού στον αντίποδα βλέπουμε αμέτρητα παραδείγματα ανθρώπων που ουδέποτε κόπιασαν στη ζωή τους, δεν προσπάθησαν ποτέ να νοιώσουν τη χαρά της δημιουργικότητας, καλυπτόμενοι πίσω από ένα συνδικάτο που οι κινητοποιήσεις του άρχιζαν και τελείωναν στο δόγμα πως «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη».
Για να έχουμε και καλό ρώτημα λοιπόν, σε κάθε σελίδα σαν αυτή που αρθρογραφώ, δίκιο είναι αυτό που αντιλαμβάνομαι εγώ που γράφω μερικές αράδες τη μέρα και μετά πηγαίνω για μπύρα με τους φίλους μου, το οποίο υπερβαίνει αυτό του εκδότη που βρίσκεται σε καθημερινή βάση 18 ώρες πάνω από μια οθόνη, αγωνιώντας για την πορεία της ιστοσελίδας, προσπαθώντας να βρει τρόπους να ανεβάσει την επισκεψιμότητα, να την βελτιώσει, να βρει λύσεις σε πάσης φύσεως προβλήματα;
Νόμος είναι αυτό που βολεύει τον κάθε υπάλληλο που οι υποχρεώσεις του αρχίζουν και τελειώνουν σε ένα οχτάωρο εργασίας και όχι του εργοδότη που επένδυσε και ζει με την αγωνία να αποσβέσει όντας συνεπής έναντι των υφισταμένων του, που ενδεχομένως να βρίσκεται στα πρόθυρα νευρικής κρίσης επειδή δανείστηκε για να στήσει μια επιχείρηση, υποθηκεύοντας την κατοικία του, αναλαμβάνοντας πάσης φύσεως ρίσκα.
Ε, λοιπόν με την ίδια ευκολία που ανέφερα προηγουμένως πως θα πετούσα από το παράθυρο τον υπάλληλο που θα απαιτούσε αύξηση εκβιαστικά, λέω πως θα έκανα το ίδιο σε όποιον μου έλεγε πως νόμος είναι το δικό του δίκαιο.
Δε μηδενίζω τη σημασία του συνδικαλισμού, αποδέχομαι πλήρως πως υπάρχουν εργοδότες-καθάρματα που εκμεταλλεύονται βάναυσα τους υπαλλήλους τους, κοινωνικές ομάδες όπως κι εξατομικευμένες περιπτώσεις εντός αυτών που χρειάζονται την προστασία των υπολοίπων, όχι όμως να εξαγνίζουμε μια νοοτροπία που με πρόσχημα την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων κατάφερε μεταξύ άλλων να καθεστοποιήσει τον ωχαδερφισμό και την αντιπαραγωγικότητα.
Κάτι απίθανα επιδόματα δημοσίων υπάλληλων όπως αυτό της «έγκαιρης προσέλευσης στην εργασία» που σατίριζαν οι Ράδιο Αρβύλα κάπως έτσι προέκυψαν, από… αγνούς αγώνες εργαζομένων για δήθεν εξασφάλιση αξιοπρεπών συνθηκών στους ανθρώπους του μόχθου.
Ψάχνοντας την ουσία λοιπόν, καταλήγεις πως το μόνο που σίγουρα κατακτούμε είναι η τεμπελιά, το βόλεμα, η νέκρωση του εγκεφάλου μας και εννοείται, η εξουσία που κάποια στιγμή ρευστοποιούν οι εργατοπατέρες.
Αυτά και πολλά περισσότερα, θα μπορούσε να τα διεκδικήσει ο καθένας με όχημα την εργατικότητα, τη συνέπεια, την απόδοση και το κυριότερο είναι πως δε θα μπορούσε να του τα αφαιρέσει κανείς, αφού θα ήταν δικά του λάφυρα.
Ναι μεν είναι πιο αποτελεσματικό όταν διεκδικούν οι πολλοί, αυτή η μαζικότητα όμως σε μπολιάζει μοιραία σε μια αρρωστημένη νοοτροπία, σε σαλαμοποιεί, μετατρέποντας σε, σε αναλώσιμο ον.
Στην εργασία όπως και σε κάθε έκφανση της ζωής, μόνο ο εαυτός σου μπορεί να σε καταξιώσει. Ούτε το όνομα, ούτε τα συνδικάτα, ούτε οι κληρονομιές, γιατί ακόμα κι αυτές, χάνονται, ξοδεύονται, τελειώνουν, αν θεωρήσεις πως θα σε εξασφαλίζουν στο διηνεκές.
Ένας «μπομπέρ» που βλέπει… Euroleague: Η χρονιά «εκτόξευσης» του Βασίλη Τολιόπουλου (vids)
Μόνο ως σκαλοπάτι μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις, το επόμενο βήμα είναι αποκλειστικά δικό σου.