«Θέλει ακόμα, κι αυτό είναι ωραίο, να παριστάνει τον Ευρωπαίο. Στα δυο φορώντας τα πόδια που ‘χει, στο ένα λουστρίνι, στο άλλο τσαρούχι».Ο κορυφαίος -ίσως- Έλληνας σατυρικός ποιητής, ο Γιώργος Σουρής, έγραψε τους παραπάνω στίχους, θέλοντας να διακωμωδήσει τις συνήθειες και τις πρακτικές του μέσου Έλληνα.
Πού να ήξερε πως διαχρονικά οι σκέψεις του, έτσι όπως αποτυπώθηκαν στο χαρτί, θα άγγιζαν το μπάσκετ του 21ου αιώνα και θα ήταν επίκαιρες όσο ποτέ!…
Ποιητική αδεία, παραφράζουμε το «ποιος είδε κράτος λιγοστό» και το φέρνουμε στα μέτρα μας. Και τι θέλουμε, δηλαδή, εμείς οι τάχα μου λάτρεις του σπορ; Να έχουμε τον Ρικ Πιτίνο, αλλά να μπορούμε να καπνίζουμε στην εξέδρα και με το τσιγάρο (φαντάζομαι δεν γίνεται) να ανάβουμε κι ένα καπνογόνο. Κάπως έτσι συνθέτουμε αντικρουόμενες πολιτιστικές κουλτούρες.
Να συμμετέχει ο Παναθηναϊκός (κι ο Ολυμπιακός) σταθερά στο φάιναλ φορ της Ευρωλίγκας, κάνοντας ταυτόχρονα παραγωγή ταλέντων, πληρώνοντας το 1/5 των χρημάτων που δαπανούν οι κουτόφραγκοι (ήτοι Τούρκοι, Ρώσοι, Ισπανοί), γιατί εμείς -όταν λέμε εμείς, πάντα μιλάμε για τους προγόνους μας- δουλεύαμε σε κομπιούτερ κι αυτοί ήταν στα δέντρα και μάζευαν μπανάνες.
Να έρχεται κάθε καλοκαίρι ο Αντετοκούνμπο στην Εθνική, να δηλώνει παντού ότι είναι περήφανος που είναι Έλληνας κι εμείς να λέμε από μέσα μας ότι του κάνουμε και χάρη, που του προσφέραμε τη δυνατότητα να παίξει στο ΝΒΑ, λες και μόνο Έλληνες και Αμερικανοί περνούν την πόρτα του μπασκετικού παραδείσου.
Να νικά πάντα η ομάδα μας, με τους διαιτητές να παίζουν 50-50 (όταν λέμε 50-50, πάντα εννοούμε ότι θέλουμε να είναι 50% υπέρ μας και 50% σε βάρος του αντιπάλου) και τους εχθρούς να μην έχουν δικαίωμα να αρθρώσουν λέξη. Γιατί εμείς είμαστε «μόνοι μας και όλοι τους». Αλήθεια, αφού όλοι είμαστε «μόνοι μας», οι… «όλοι τους» ποιοι είναι;
Να διαλύεται το σύμπαν, ομάδες να μην μπορούν να κατεβούν, να μην υπάρχουν χρήματα, χορηγοί, προβολή του προϊόντος, εποπτεύουσα (κρατική) αρχή, διοικήσεις που να δικαιολογούν τη θέση και τον ρόλο τους, αλλά να παίρνουμε ό,τι καλύτερο κυκλοφορεί στον πλανήτη. Κι αν δεν έρθει ο ΝτεΚολό, να μην του ξανασηκωθεί ποτέ.
Να μην μπορούμε να ζήσουμε φάιναλ φορ, παρουσία φιλάθλων όλων των ομάδων και να κοροϊδεύουμε ως απολίτιστους τους Τούρκους, να ζηλεύουμε τους Ισπανούς, που μπορούν να βάλουν οπαδούς από οκτώ διαφορετικές ομάδες στο γήπεδο. Και κάπου εκεί, να θυμόμαστε ότι ο ΝτεΚολό είναι Γάλλος και στον Λούβρο βρίσκεται η Νίκη της Σαμοθράκης, την οποία αν είχαμε στην Ελλάδα φυσικά και δεν θα μπαίναμε στον κόπο να πάμε να δούμε.
Να φωνάζουμε για την ανάγκη ανάδειξης ταλέντων, αλλά αν χάσει η ομάδα να κράζουμε τον προπονητή που τους έδωσε χρόνο συμμετοχής. Ταυτόχρονα αποθεώνουμε αυτόν που έχει στον πάγκο νέα ταλαντούχα παιδιά και προσπαθεί με τους βασικούς να κάνει το +25 όσο μεγαλύτερο γίνεται, μην δίνοντας χρόνο συμμετοχής στους πιτσιρικάδες.
Θα μπορούσα να γράφω ώρες, αλλά μήπως δεν τα γνωρίζετε; Αντί επιλόγου, ο Σουρής σημειώνει στο ίδιο ποίημα: «Σουλούπι, μπόι, μικρομεσαίο, ύφος του γόη, ψευτομοιραίο. Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης, λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης».