Κάθε χρόνο πέφτουν μαζεμένες οι μαύρες επέτειοι των δικών μας δολοφονημένων, του Μπέρντεν Παρκ, του Χέιζελ, του Χίλσμπορο, του Έλις Παρκ, του Μπράντφορντ, της Άκρα, του Κατμαντού, λίγο μετά και της Πύλης 12.
Σαν σήμερα (10/4) πριν 28 χρόνια (το 1991) δολοφονήθηκαν με φρικτό τρόπο δύο οπαδοί του ΠΑΟΚ, ο Ευθύμιος Λιάκας και ο Κώστας Ντόλιας, επιστρέφοντας από την Αθήνα, όπου βρέθηκαν για τον τελικό του κυπέλλου Ελλάδος μπάσκετ. Εναντίον τους είχε στηθεί ενέδρα, καθώς κάηκαν ζωντανοί μέσα στο αυτοκίνητό τους μετά από επίθεση που δέχθηκαν. Μετά από χρόνια, οι αρχικές καταθέσεις άλλαξαν και το μοιραίο συμβάν από ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο μετατράπηκε σε ατύχημα από φωτοβολίδες, ενώ κανένας δεν έχει πληρώσει γι’ αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα.
Με πρωτοβουλία των συνδέσμων του ΠΑΟΚ, τον Σεπτέμβριο του 2015 στην είσοδο της θύρας 1 του γηπέδου της Τούμπας τοποθετήθηκε μια μαρμάρινη πλάκα αφιερωμένη στη μνήμη του Ευθύμη Λιάκα και του Κώστα Ντόλια.
Με αφορμή και αυτό το περιστατικό, ο «Ισοβίτης» έγραψε ένα εξαιρετικό κείμενο (στις 8/4 που συμπληρώθηκαν 6 χρόνια από τον θάνατο της Μάργκαρετ Θάτσερ) για ορισμένα αποτρόπαια εγκλήματα στο χώρο του ποδοσφαίρου, για τα οποία δεν αποδόθηκαν ποτέ εκεί που έπρεπε οι ευθύνες.
Στο εξαιρετικό του δημοσίευμα (στο «isovitis.gr») αναφέρεται ακόμη στην εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου και στα εγκλήματα της Θάτσερ, η οποία κακώς μνημονεύεται από πολλούς για το «έργο» της στην Αγγλία.
Παραθέτω αυτούσιο το πόνημα του «Ισοβίτη», το οποίο αξίζει να διαβαστεί από όσους ασχολούνται με το ποδόσφαιρο (και όχι μόνο…).
«Το «Μοντέρνο Ποδόσφαιρο», εναντίον του οποίου σηκώνονται πανιά σε όλη την Ευρώπη, αυτό που αποτελεί έμπνευση για συνθήματα και κατάρες από τα πέταλα που παραμένουν, ακόμα, στα χέρια και τα λαρύγγια της εργατικής τάξης, δεν είναι παρά το εντυπωσιακό αποτέλεσμα της μετατροπής του από παιχνίδι σε εμπορεύσιμο προϊόν. Αν θέλεις να το εξηγήσεις με λίγα και απλά λόγια, το ομορφότερο παιχνίδι που έχει εφεύρει ο άνθρωπος πέρασε από τους εμπνευστές του, δηλαδή τις παρέες φίλων, συναδέλφων, συντρόφων που έφτιαξαν τις πρώτες ομάδες στα χέρια και τα λογιστικά βιβλία αυτών που το είδαν ως μπίζνα, ως ευκαιρία να το ξεζουμίσουν, να το λειάνουν, να το καλλωπίσουν και να το επαναπροσδιορίσουν ως ένα πανάκριβο εμπόρευμα στο οποίο δεν θα έχουν πρόσβαση αυτοί που το έφτιαξαν. Όπως κάθε ιστορία με χάπι εντ στον καπιταλισμό, ένα αγαθό που είναι δωρεάν ή αρκετά φθηνό ώστε να είναι προσβάσιμο από όλους, μετατρέπεται σε προϊόν πολυτελείας και αφήνει εκτός τα οικονομικά κατώτερα στρώματα, που συνήθως είναι αυτά που παράγουν το «προϊόν». Στην περίπτωση του ποδοσφαίρου, όπου όλο το πακέτο ξεκίνησε από την εργατική τάξη, είναι πια κάτι ξένο γι’ αυτούς που έζησαν παράλληλες ζωές, ειδικά στη Μεγάλη Βρετανία: Μία στον κανονικό κόσμο και μία στις κερκίδες.
Ίσως το ουσιαστικό σημείο μηδέν της μεταμόρφωσης να ήταν η «Θάτσερ που σας χρειάζεται», όπως μουρμουρίζουν οι παππούδες στα καφενεία. Ένα από τα μεγαλύτερα ανθρώπινα σκουπίδια που γνώρισε ο εικοστός αιώνας και του παρέδωσε την κυβέρνηση της χώρας όπου γεννήθηκε το ποδόσφαιρο στην πιο ζόρικη δεκαετία του, το οποίο σαπίζει, πλέον, εδώ και έξι χρόνια δυο μέτρα μέσα στο χώμα, παραμένει σημείο αναφοράς για μια μειοψηφία απάνθρωπων που την «αναπολούν».
Η πρωθυπουργός που φρόντισε ώστε οι πλούσιοι να γίνουν πλουσιότεροι, οι φτωχοί όχι απλώς φτωχότεροι αλλά να συνεχίζουν να βουλιάζουν στη λάσπη της απόγνωσης και του καθημερινού ξυπνήματος στον αέρα της ήττας και να καταφέρνουν να κοιμηθούν μονάχα μουδιασμένοι από το αλκοόλ και τις ουσίες, η γυναίκα που φρόντισε να κοστολογηθεί οτιδήποτε μπορούσε να βρει ο πολίτης δωρεάν ή με ελάχιστο αντίτιμο και να το χαρίσει στους καπιταλιστές ώστε να το επαναφέρουν στην αγορά με τιμή που να τους επιτρέπει να μεγαλώνουν την απόστασή τους από την πλέμπα, η Μάγκι που πολέμησε την τάξη που έχτισε τη χώρα της όσο κανείς άλλος στη θέση της, χωρίς έλεος, χωρίς ανθρωπιά και με πλήρη συνείδηση πως η οικονομική ευημερία δικαιολογεί κάθε χαμένη αξιοπρέπεια, κάθε κατεστραμμένη οικογένεια και κάθε κορμί που σαπίζει σε μια φυλακή, η Θάτσερ που ιδιωτικοποίησε οτιδήποτε δημόσιο, που μετέτρεψε σε «ευέλικτο» οτιδήποτε σταθερό υπήρχε στην εργατική νομοθεσία, που απελευθέρωσε την αγορά από οποιαδήποτε εξάρτηση απ’ το κράτος του οποίου είχε τη διαχείριση, που πολέμησε τα συνδικάτα σαν κοινωνικές ασθένειες και προσπάθησε να ιδιωτικοποιήσει μέχρι και την ανθρώπινη ύπαρξη ώστε να μην υπάρχει καμία συνεργασία και καμία συλλογικότητα που να αντιστέκεται στις ορέξεις και τα σχέδια των κεφαλαιοκρατών, που έδειξε τον δρόμο στους νεότερους με σεμινάρια μείωσης της άμεσης φορολογίας και αύξησης της έμμεσης που σαφώς ευνοούσαν τους οικονομικά ανώτερους υποστηρικτές της, που έφτασε μέχρι και στην επιβολή Κεφαλικού Φόρου στους πολίτες της Μεγάλης Βρετανίας, πηγαίνοντας την οικονομία αιώνες πίσω (ή αιώνες μπροστά, αναλόγως το πορτοφόλι από το οποίο βλέπεις την κοινωνική σου υποχρέωση να στηρίζεις τη συλλογικότητα στην οποία ζεις ανάλογα με το εισόδημά σου).
Αυτή, η συγκεκριμένη «Θάτσερ που σας χρειάζεται», η βασική υπεύθυνη για τη μεγαλύτερη συνωμοσία συγκάλυψης εγκλήματος στην ιστορία του ποδοσφαίρου, η οποία «έβγαλε εκτός γηπέδων τους χούλιγκαν» αλλά μαζί τους έβγαλε εκτός γηπέδων όλη την εργατική τάξη και παρέδωσε το φτηνό, «βρώμικο», γνήσιο ποδοσφαιρικό παιχνίδι στους Μέρντοχ αυτού του κόσμου για να το πουλήσουν πανάκριβα ως προϊόν πολυτελείας σε θεατές και τηλεθεατές, ανταποδίδοντας τη στήριξη των ΜΜΕ του συγκεκριμένου μεγιστάνα στις αρχές τις προηγούμενης δεκαετίας, οπότε και χρειαζόταν την επικοινωνιακή προπαγάνδα όσο θέριζε ανθρακωρύχους, εργατικά σωματεία και ξεπουλούσε τον δημόσιο τομέα σε όποιον είχε χρήμα να τον αγοράσει για να τον ξαναπουλήσει ακριβά. Η «Μάγκι Να Σαπίσεις Στην Κόλαση», όπως έγραψαν οι περισσότεροι επικήδειοι στα πανιά και τους τοίχους, μόλις μαθεύτηκε ο θάνατός της.
Οι συγγενείς των 96 νεκρών του Χίλσμπορο περίμεναν σχεδόν τρεις δεκαετίες για τη δικαίωση των δικών τους που ποδοπατήθηκαν τον Απρίλιο του 1989 στο γήπεδο της Σέφιλντ Γουέντσντεϊ. Οι 766 τραυματίες και οι χιλιάδες παρόντες στις εξέδρες μάταια φώναζαν τόσα χρόνια διαμαρτυρόμενοι για τις απίστευτες εκθέσεις μετά από τις έρευνες των «ανεξάρτητων» κυβερνητικών υπηρεσιών για το δυστύχημα περί «ευθύνης των θυμάτων», διάβαζαν και άκουγαν από επίσημα χείλη πως οι οπαδοί ήταν μεθυσμένοι, μαστουρωμένοι, υπεύθυνοι για το ίδιο το τέλος τους, ούρλιαζαν οι μάνες των 38 παιδιών και εφήβων από απόγνωση όταν δινόταν διαταγή τοξικολογικής εξέτασης των νεκρών παιδιών τους έως και των δεκάχρονων που ξεψύχησαν στη Δυτική Εξέδρα, ένιωθαν να τα ξανασκοτώνουν οι εφημερίδες, με πρώτη γραμμή κρούσης τη Sun (του Μέρντοχ) που έφτασε να γράψει πως «οπαδοί έκλεβαν τους νεκρούς, οπαδοί κατουρούσαν τους γενναίους αστυνομικούς, οπαδοί έδερναν νοσοκόμους που προσπαθούσαν να δώσουν το φιλί της ζωής». 96 θάνατοι, 776 σωματικοί τραυματισμοί, χιλιάδες με ψυχολογικά τραύματα και μια κοινωνία οργισμένη -οργισμένη εναντίον των «μεθυσμένων χούλιγκαν» που, σύμφωνα με την κυβέρνηση, την αστυνομία, την ομοσπονδία και τα ΜΜΕ, είχαν την αποκλειστική ευθύνη για το μακελειό.
Κι αν για τις δολοφονίες του Ευθύμη και του Κώστα χρειάστηκε να αλλάξουν κάποιες καταθέσεις και να θαφτεί η υπόθεση επειδή κανείς δεν ενδιαφέρθηκε σοβαρά να ερευνηθεί, αν για τη δολοφονία του Νάσου αρκεί το μούδιασμα του κόσμου όσο ο εισαγγελέας επί σχεδόν δύο χρόνια εκτελούσε μία «επείγουσα προκαταρκτική έρευνα» που βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή της δικαστικής της εξέλιξης, στην υπόθεση του Χίλσμπορο χρειάστηκε η σφραγίδα της Θάτσερ, όταν οι πρώτες εσωτερικές εκθέσεις έριχναν το βάρος στην αστυνομία και έφερναν την κυβέρνηση στην πιο δύσκολη θέση: Δεν πρέπει να κατηγορηθεί η αστυνομία για το συμβάν. Όσα ακολούθησαν, μέχρι να φτάσουμε, είκοσι επτά χρόνια αργότερα, στη διαλεύκανση και την απαγγελία κατηγοριών στους υπεύθυνους, οι οποίοι είναι κατά κύριο λόγο αξιωματικοί και αστυνομικοί, στοίχισαν στους ανθρώπους που πάλεψαν γι’ αυτήν τη δικαίωση τη μισή τους ζωή.
Αλλά η «Θάτσερ που μας χρειάζεται» παραμένει αγαπημένος αστικός μύθος στα στόματα των ηλιθίων που δεν έχουν περάσει μια σιδερένια πόρτα στη ζωή τους για να ζήσουν τον εφιάλτη του ποδοπατήματος -που ζούμε, τα τελευταία χρόνια, στο πέταλο της Τούμπας, με το μόνιμο άγχος μην μας βρει ανάλογη συμφορά στην οποία θα «φταίνε οι οπαδοί» και όχι οι εν δυνάμει εγκληματίες «υπεύθυνοι» που επιτρέπουν να δημιουργείται η κατάσταση στις εισόδους. Ο εφιάλτης που ζήσαμε περνώντας κατά χιλιάδες από μία σκουριασμένη, στενή πόρτα με ένα τεράστιο σίδερο να μας καλωσορίζει στο Χαριλάου, στριμωγμένοι δίπλα στον πίνακα του ΟΑΚΑ και δεχόμενοι τα ρόπαλα των μπάτσων παλεύοντας να κρατηθούμε όρθιοι επειδή ένα βήμα πίσω θα μας έριχνε στο κάτω διάζωμα, παστωμένοι στον ηλεκτρικό κάτω από τη βροχή από πέτρες και μολότοφ που έπεφταν λίγα μέτρα δίπλα από τις διμοιρίες που μοναδική αποστολή είχαν να μας ξυλοφορτώσουν μόλις ανοίξουν οι πόρτες στον τελευταίο σταθμό, ψάχνοντας ανάσες και σηκώνοντας στα χέρια τους μικρότερους ή πιο βραχύσωμους κολλημένοι στους τοίχους μέσα κι έξω από γήπεδα-ερείπια στην επαρχία και τις γειτονιές της πρωτεύουσας. Ο εφιάλτης που έζησαν οι είκοσι ένας νεκροί του Καραϊσκάκη και οι συγγενείς τους ζώντας άλλη μία συγκάλυψη επί χρόνια.
Μόλις πρόπερσι, δηλαδή εν έτει 2017, «εν γνώσει του αρχηγού της αστυνομίας, του υφυπουργού Αθλητισμού Γεώργιου Βασιλειάδη και του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα» δόθηκε «προσωρινή άδεια» στο Πανθεσσαλικό ώστε να φιλοξενήσει τον τελικό του Κυπέλλου -τα «προβλήματα που ξεπεράστηκαν σχετικά με την αρίθμηση των εισιτηρίων και τα ζητήματα ασφαλείας» θα ήταν κορυφαίο ανέκδοτο για όσους βρέθηκαν εκεί, αν δεν αποτελούσαν βασικά στοιχεία εγκληματικής συμπεριφοράς από τους ίδιους τους κυβερνώντες: Τα «αυτοκόλλητα που θα τυπώνονταν στα εισιτήρια και θα αντιστοιχούσαν σε συγκεκριμένη θέση» δεν υπήρξαν ποτέ, μήτε στα εισιτήρια των θεατών μήτε στα καρεκλάκια, τα «χειροκίνητα σκάνερ που θα έλυναν το πρόβλημα της έλλειψης τουρνικέ» θα είχε ενδιαφέρον να ανακοινωθεί κάποτε πόσα εισιτήρια «ακύρωσαν» εφόσον όλοι έμπαιναν όπως ήθελαν και όποτε ήθελαν, τα «ισχυρά μέτρα της αστυνομίας που θα μετέτρεπαν το Στάδιο σε αστακό» ήταν τα ίδια μέτρα που μας έβαλαν μέσα αφαιρώντας μονάχα τα καπάκια από τα εμφιαλωμένα νερά και επιτρέποντας μαχαίρια, γυάλινα μπουκάλια, σίδερα και ό,τι θεωρούσε ο καθένας ως χρήσιμο να κουβαλάει μαζί του στον συγκεκριμένο αγώνα. Τα ίδια μέτρα που άφησαν αφύλακτη τη μοναδική δίοδο ανάμεσα στους οπαδούς, με το γνωστό αποτέλεσμα. Αν έχει ανακοινωθεί οποιαδήποτε έρευνα για όλα αυτά εγώ δεν τη γνωρίζω.
Θεωρητικά, οι σημερινοί κυβερνώντες δεν έχουν μεγάλη σχέση με τον Θατσερισμό, όση, τουλάχιστον, έχουν οι επόμενοι που θα μας κάτσουν στο σβέρκο. Αλλά μπορείς να βρεις αρκετά κοινά στοιχεία: Η απόλυτη στήριξη στις μονάδες καταστολής να τσακίζουν τους οπαδούς, όπως είδαμε από τις πρώτες μέρες τους στις δεκάδες αχρείαστες ρίψεις χημικών έξω από την Τούμπα στο πρώτο τους ΠΑΟΚ-Ολυμπιακός δηλητηριάζοντας μια ολόκληρη γειτονιά και κάθε κάτοικο ή περαστικό μαζί με τους είκοσι πέντε χιλιάδες θεατές μέχρι και τη χυδαιότητά τους στο ντου του προπέρσινου ημιτελικού όταν μας φώναζαν «κωλοβούλγαρους», «σκοπιανούς» και τα γνωστά κοσμητικά που διατηρούν στο λεξιλόγιό τους με κάθε κυβέρνηση. Ο κοινωνικός ρατσισμός, όπου μια ολόκληρη κοινωνική ομάδα, όπως οι οπαδοί, καταδικάζεται συλλήβδην εξαιτίας της παραβατικής συμπεριφοράς κάποιων μελών της και, επιπροσθέτως, βρίσκεται αντιμέτωπη με «ειδική νομοθεσία» που τους αντιμετωπίζει ως «ειδικούς εγκληματίες» – ο ρατσιστικός νόμος-κληρονομιά των «δεξιών» στους «αριστερούς» που ποτέ δεν προχώρησαν σε αποποίησή της, αλλά και η αντισυνταγματική τους δράση απαγορεύοντας τη μετακίνηση εντός χώρας σε κάποιον πολίτη επειδή είναι οπαδός μιας ομάδας -παγκόσμια, ίσως, πρωτοτυπία, που ξεπερνά την ίδια τη Θάτσερ και την απέχθειά της για το άθλημα και ειδικά τους «χούλιγκαν που το παρακολουθούν».
Το μίσος τους, η παρόμοια απέχθειά τους για τον πολίτη-οπαδό, για τον πολίτη-φίλαθλο, η μεγάλη τους συμβολή στη μετατροπή του ποδοσφαίρου σε προϊόν και στη χώρα μας, η οποία παρέμεινε, λόγω και της ασφυκτικής οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, στους ουραγούς του ξεπουλήματος -ποιος να αγοράσει ποδόσφαιρο όταν δεν έχει να αγοράσει ψωμί. Αλλά ο θεατής γίνεται τηλεθεατής, σιγά-σιγά, κομμάτι-κομμάτι, ο φίλαθλος/οπαδός γίνεται καταναλωτής, στα πέταλα ήδη έχουν εμφανιστεί από καιρό κινητές διαφημίσεις των χορηγών τις οποίες έχει πληρώσει ο καταναλωτής για να τις φοράει και είναι ίσως το πιο θλιβερό θέαμα να βλέπεις στα πέταλα την εργατική τάξη να έχει πληρώσει την αξία της «επίσημης φανέλας» με τέσσερα μεροκάματα για να διαφημίζει την εταιρεία που έχει βάλει το λογότυπό της στο στήθος του και να μην αντιλαμβάνεται τον ρόλο που παίζει στη συγκεκριμένη αλυσίδα.
Με πιάνει το στομάχι μου όποτε θυμάμαι τον εαυτό μου, στο τρένο, να πληροφορείται την είδηση πως ο Κώστας και ο Ευθύμης κάηκαν ζωντανοί αλλά και όλη την περίοδο που ακολούθησε, με τη συγκάλυψη και τα «άρθρα» που περιείχαν υπόνοιες περί δικής τους ευθύνης για τον θάνατό τους -μέχρι και πως κουβαλούσαν οι ίδιοι τη μολότοφ στο αυτοκίνητο είχε γραφτεί, από τη δική μας, ερασιτεχνική προπαγάνδα, όπως αυτή που κατέγραψε ο δημοσιογράφος κ. Βαζογιάννης περί «συμπεράσματος στο οποίο οδηγείται η αστυνομία πως η βόμβα βρισκόταν στο ΦΙΑΤ των οπαδών του ΠΑΟΚ» από τις πρώτες ώρες που ακολούθησαν τη δολοφονία και παρά τις διαφορετικές μαρτυρίες των δύο τραυματιών επιζώντων. Ακόμα να ηρεμήσει η ψυχή μου από την προπερσινή απώλεια ενός από τα πιο αγαπητά Παοκτσάκια της κερκίδας αλλά και την αδράνεια που επί δύο χρόνια κάνει πιο ασήκωτο τον θάνατο του Νάσου.
Αλλά, για κάποιο λόγο, μου ήρθε κυριολεκτικά αναγούλα στο άκουσμα του «Θάτσερ που τους χρειάζεται» από ένα κινούμενο απολίθωμα ανθρώπου πριν λίγες μέρες, έξω από ένα καφενείο, μεσημεράκι, όπως επέστρεφα από τη δουλειά. Σάστισα λίγο, τον έκοψα, έκοψα και την παρέα των ασπρομάλληδων, με τα φθαρμένα παπούτσια και τα αποχρωματισμένα σακάκια, τους ελληνικούς καφέδες που είχαν τελειώσει από ώρα στον ήλιο της θλιμμένης μας πόλης και τον πυργίσκο που είχε φτιάξει ένας από αυτούς μπροστά του με δεκάλεπτα και εικοσάλεπτα για την ώρα του λογαριασμού. Ήθελα να του πω ότι η «Θάτσερ που μας χρειάζεται» μπορεί να σαπίζει μέσα στο χώμα και να προσπαθεί, πια, να ιδιωτικοποιήσει την ίδια την κόλαση, αλλά το φάντασμά της υπογράφει ακόμα νόμους, μνημόνια, αποφάσεις πλειστηριασμών και περικοπές συντάξεων όπως η δική του. Μου βγήκε μόνο ένας αναστεναγμός.
Και σήμερα, που κλείνει εξαετία από τον θάνατο της «Σιδηράς Κυρίας»/«Σιδηράς Παρθένας», που πέφτουν μαζεμένες οι μαύρες επέτειοι των δικών μας δολοφονημένων, του Μπέρντεν Παρκ, του Χέιζελ, του Χίλσμπορο, του Έλις Παρκ, του Μπράντφορντ, της Άκρα, του Κατμαντού, λίγο μετά και της Πύλης 12, όλο αναρωτιέμαι πώς γίνεται να μας σκοτώνει με τέτοια συνέπεια και τέτοια μαζικότητα αυτό που μπορεί κάποτε να το αγαπήσαμε όσο τίποτε άλλο αλλά πλέον δεν υπάρχει παρά στις μνήμες της προηγούμενης ζωής μας, πώς είναι δυνατόν να μας δολοφονεί κάτι ήδη νεκρό όπως το ποδόσφαιρο που κάποτε μας ανήκε και ήταν απλώς ένα παιχνίδι. «Μας σκοτώνει με την αγάπη μας -έτσι γίνεται, κάθε μέρα, σε όλο τον κόσμο», όπως είχε πει, σπαρακτικά, ο Τζον Κόφι, σε μια ταινία που κυκλοφόρησε δυο μήνες μετά το δυστύχημα των Τεμπών».