Μήπως οφείλουμε να επανεξετάσουμε το πλαίσιο της κριτικής που δέχεται ο μπασκετικός Ολυμπιακός;
Η δημόσια κουβέντα που αναπτύσσεται σταδιακά γύρω από τον μπασκετικό Ολυμπιακό το τελευταίο περίπου δίμηνο – χρονικό διάστημα δηλαδή που συμπίπτει με την αγωνιστική καθίζηση της ομάδας – μου θυμίζει μια από τις πιο περίοπτες επικρίσεις των οικονομολόγων προς τα συμπεράσματα των behavioral economics. Αναφέρομαι στην περίφημη έκφραση «ως εάν». Με λίγα λόγια το επιχείρημα ορίζει, πως ακόμα και αν οι άνθρωποι πράγματι αδυνατούν να επιλύσουν τα σύνθετα προβλήματα που η οικονομική θεωρία υποθέτει ότι μπορούν, εντούτοις συμπεριφέρονται «ως εάν» να μπορούν. Όπως ο Ολυμπιακός… Πρόκειται για ακαταμάχητο ισχυρισμό, ο οποίος παραμένει σχεδόν ακέραιος εδώ και πολλές δεκαετίες. Αρκετοί μάλιστα επιφανείς οικονομολόγοι, περιγράφουν πως αποτελεί (μαζί με τη θεωρία της αποτελεσματικής αγοράς) το πιο καλά θεμελιωμένο αξίωμα στην ιστορία των κοινωνικών επιστημών.
Για να κατανοήσετε καλύτερα τη δύναμη της συγκεκριμένης μεθοδολογίας σκέψης, σκεφτείτε έναν οδηγό ο οποίος αποφασίζει να προσπεράσει το μπροστινό φορτηγό, σε ένα στενό δρόμο. Ο οδηγός δεν θα πραγματοποιήσει κανέναν πολύπλοκο μαθηματικό υπολογισμό, παρόλα αυτά θα καταφέρει να εκτελέσει με επιτυχία την προσπέραση. Θα βασιστεί στο ένστικτό του για την κατάσταση και θα γνωρίζει επακριβώς – με έναν ομολογουμένως αδιόρατο και ασαφή τρόπο – τις κινήσεις που πρέπει να ακολουθήσει. Το επιχείρημα ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο, μετά την συμβολή του σπουδαίου Milton Friedman. Στην διάσημη εργασία του με τίτλο «Η μεθοδολογία των θετικών οικονομικών», υποστήριξε ότι οφείλουμε να κρίνουμε μια θεωρία αποκλειστικά από την ορθότητα των προβλέψεων της και όχι από την ρεαλιστικότητα των υποθέσεων της. Για να θωρακίσει την άποψη του, χρησιμοποίησε το παράδειγμα ενός εξπέρ του μπιλιάρδου.
* Η μεθοδολογία ξεκινάει με την υπόθεση πως ο παίκτης χτύπησε τις μπάλες ως εάν να γνώριζε τους πολύπλοκους μαθηματικούς τύπους που θα προσέδιδαν την βέλτιστη κατεύθυνση σε κάθε μπάλα, να εκτίμησε με το μάτι τις γωνίες, να εκτέλεσε αστραπιαία τους απαιτούμενους υπολογισμούς και τελικά να κατάφερε να δώσει στις μπάλες την άριστη κατεύθυνση που ορίζουν οι μαθηματικοί τύποι. Η πίστη μας στην εν λόγω υπόθεση δεν βασίζεται στην πεποίθηση ότι οι παίκτες του μπιλιάρδου – ακόμα και οι εξπέρ – μπορούν ή μπαίνουν στο κόπο να υπεισέλθουν στις παραπάνω διαδικασίες. Αντίθετα προέρχεται από την ιδέα πως μάλλον δεν θα ήταν οι καλύτεροι στο είδος τους, αν με κάποια μέθοδο δεν κατόρθωναν ουσιαστικά να επιτύχουν το ίδιο αποτέλεσμα.
Στις μέρες μας βέβαια ο ισχυρισμός αμφισβητείται πλέον έντονα, καθώς αδυνατεί πρώτα από όλα να εξηγήσει τις επιζήμιες φούσκες της αγοράς, οι οποίες εμφανίζονται πολύ συχνότερα από όσο θα επιθυμούσαν οι ορθολογιστές οικονομολόγοι (η φούσκα των ακινήτων το 2008, εκείνη των εταιριών υψηλής τεχνολογίας την δεκαετία του 90, το χρηματιστηριακό συμβάν του 1987 κατά το οποίο ο NASDAQ «έπεσε» από τις 5.000 μονάδες στις 1400 σε μόλις μια ημέρα, χωρίς να έχουν προηγηθεί σοβαρές ειδήσεις). Επιπρόσθετα σε μια πρόσφατη έρευνα του Richard Lester (καθηγητής στο πανεπιστήμιο Prinston) σε μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις της Αμερικής, οι περισσότεροι διευθυντές τμημάτων (το ποσοστό είναι συντριπτικό) «ομολόγησαν» ότι σπανίως συμπεριλαμβάνουν στις αποφάσεις τους τις αναλύσεις της συμβατικής οικονομικής θεωρίας, προτιμώντας να ενεργούν σύμφωνα με την διαίσθηση τους. Με άλλα λόγια ούτε πράττουν, αλλά ούτε συμπεριφέρονται ως εάν να γνωρίζουν την βέλτιστη επιλογή για τον οργανισμό που διοικούν. Ίσως αυτό να εξηγεί εν μέρει το γεγονός, πως το 65% των νεοσύστατων εταιριών στις Η.Π.Α «κλείνουν» μέσα στη πρώτη πενταετία λειτουργίας. Στα εστιατόρια η κατάσταση είναι εμφανώς χειρότερη – το 60% δεν επιβιώνει παραπάνω από τρία χρόνια.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΙΔΙΕΣ ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ
Η κουβέντα φυσικά διαθέτει πολλές παραμέτρους, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να αναλυθούν στα πλαίσια του παρόντος κειμένου. Η λογική του «ως εάν» έχει πια απολέσει μεγάλο μέρος της παλιάς της αίγλης. Παρόλα αυτά εμείς επιμένουμε να την ασπαζόμαστε, όταν αναφερόμαστε στην πορεία του φετινού Ολυμπιακού.
Συνεχίζουμε να αναρωτιόμαστε γιατί η αγωνιστική απόδοση του Goss παρουσιάζει σταθερές πτωτικές τάσεις, σε σημείο που να μην θυμίζει πλέον σε τίποτα τον αθλητή του Νοεμβρίου/Δεκεμβρίου. Συνεχίζουμε να στηλιτεύουμε την παρουσία των Toupane/Βεζένκοφ, οι οποίοι εδώ και καιρό βρίσκονται περισσότερη ώρα στον πάγκο παρά στο γήπεδο. Εξακολουθούμε να διαπιστώνουμε πως ο Πρίντεζης σέρνεται ή πως ο LeDay δεν μπορεί να σταθεί στο υψηλό επίπεδο της Ευρωλίγκας. Χαρακτηρίζουμε τους μπασκετμπολίστες ως αδιάφορους, ενώ εσχάτως τα βέλη έχουν αρχίσει να στρέφονται και προς τον David Blatt.
* Προβαίνουμε δηλαδή σε δριμεία κριτική προς τα μέλη του αγωνιστικού τμήματος.
* Ως εάν να θεωρούμε ότι η κατάσταση στο εσωτερικό του οργανισμού παραμένει ίδια με εκείνη στην αρχή της σεζόν.
* Ως εάν η διαρροή του ηχητικού – με ότι αυτό συνεπάγεται – να μην συνέβη ποτέ.
* Ως εάν οι Ερυθρόλευκοι να μην είχαν αποχωρήσει ποτέ, από το δεύτερο ημίχρονο του ημιτελικού Κυπέλλου.
* Ως εάν οι σκέψεις περί συμμετοχής στην Αδριατική λίγκα, να μην είχαν λάβει σάρκα και οστά στο μυαλό της διοίκησης του συλλόγου.
Είναι παράλογο να πιστεύουμε πως όλα αυτά δεν έχουν επηρεάσει την συμπεριφορά των παικτών. Επίσης η απλή επίρριψη ευθυνών και στους κ. Αγγελόπουλους, κατά την γνώμη μου δεν επιλύει το πρόβλημα.
ΠΟΛΥ ΔΥΣΚΟΛΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Η ΣΤΕΛΕΧΩΣΗ
Για να μην παρεξηγηθώ, δεν προσπαθώ κατ΄ανάγκη να υπερασπιστώ τις μεταγραφικές επιλογές του Ολυμπιακού. Σε κάθε όμως περίπτωση, το καινούριο εγχείρημα που έχει ξεκινήσει από το καλοκαίρι στο Λιμάνι κινδυνεύει αυτή τη στιγμή με απαξίωση, επειδή οι κρίσεις μας φαντάζουν αποσπασματικές. Η στελέχωση μιας ομάδας αποτελεί μια πολύ δύσκολη διαδικασία, διότι δεν υπακούει σε ένα αμετάβλητο πλαίσιο κανόνων. Αντιπροσωπεύει ένα μη κανονικό περιβάλλον, χαμηλής εγκυρότητας.
Για παράδειγμα όσες φορές και αν παίξετε σκάκι, ο αξιωματικός θα έχει πάντοτε τη δυνατότητα να εκτελεί την ίδια διαγώνια κίνηση. Το στρατιωτάκι προχωρά πάντοτε ένα κουτάκι προς τα μπροστά. Εάν ασχοληθείτε συστηματικά, αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα βελτιωθείτε. Στον αθλητισμό η συγκεκριμένη απλή συνθήκη, δυστυχώς δεν ικανοποιείται – ο κάθε παίκτης είναι ξεχωριστός. Ο χ αποδίδει σχεδόν αμέσως, ο ψ τον δεύτερο χρόνο, ο z τον τρίτο. Δεν υπάρχει συνταγή την οποία μπορούμε να συμβουλευτούμε. Το χτίσιμο μιας ομάδας είναι μια χρονοβόρα και επίπονη διεργασία, που συχνά συνοδεύεται από σκληρές αποτυχίες και πισωγυρίσματα.
Ο ΕΠΟΜΕΝΟΣ «LEDAY»
Με δεδομένο ότι στην προσεχή offseason θα δαπανηθούν περίπου αντίστοιχα χρήματα, δεν υπάρχει καμία απολύτως εγγύηση πως ο επόμενος LeDay θα είναι καλύτερος από τον τωρινό. Η φράση «να γίνουν πιο σωστές επιλογές αθλητών» στην πραγματικότητα στερείτε οποιασδήποτε αξίας. Άλλωστε κανένα διοικητικό στέλεχος δεν επιθυμεί να σπαταλά λεφτά σε άστοχες επενδύσεις. Ο LeDay (και ο κάθε LeDay) ενδεχομένως να μην εξελιχθεί ποτέ σε παίκτη επιπέδου Ευρωλίγκας. Παρόλα αυτά η ενδεχόμενη αποπομπή του το καλοκαίρι, δεν διασφαλίζει απαραίτητα την ορθότητα της επόμενης επιλογής. Το μοναδικό πράγμα που εγγυάται, είναι πως μια ολόκληρη σεζόν που έχει εν μέρει αφιερωθεί στην ανάπτυξη του, θα πεταχτεί στα σκουπίδια. Ένα έτος σπανίως είναι αρκετό, ώστε να αποφανθούμε για τις αληθινές ικανότητες ενός μπασκετμπολίστα και να καταλήξουμε κατηγορηματικά, εάν μοιάζει ικανός να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ρόλου που του έχουμε αναθέσει – ειδικά αν συνυπολογίσουμε, την αναταραχή που επικρατεί στο εσωτερικό του συλλόγου. Χρειάζεται περισσότερος χρόνος και υπομονή για να εκτιμήσουμε τα θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα των αποφάσεων μας.