Αντί να χαιρόμαστε με τις επιτυχίες της δικής μας ομάδας χαιρόμαστε με τις αποτυχίες της ομάδας των «άλλων». Φτάνουμε να τους θεωρούμε αντιπάλους επειδή, απλά, στην δική τους τρυφερή ηλικία, ο μπαμπάς, ο θείος ή ο νονός τους, τους έκανε άλλη ομάδα από την δική μας. Πρόκειται για μια γελοιότητα που στην κορύφωσή της φτάνει μέχρι τα ραντεβού του θανάτου, τα μαχαιρώματα, τις συγκρούσεις ανάμεσα σε οπαδικούς στρατούς.
Γράφει ο Κώστας Καίσαρης εδώ στο 10.gr πως δεν είναι η… ανύπαρκτη διοίκηση του Παναθηναϊκού που φταίει για την συμπεριφορά των θερμοκέφαλων οπαδών το βράδυ της Κυριακής στο ΟΑΚΑ. Αναφέρει τα έργα και τις ημέρες των οπαδών της ΑΕΚ που έχει ισχυρή διοίκηση για να αποδείξει πως οι οπαδοί ξεπερνούν κατά πολύ τις διοικήσεις όταν θέλουν να τα κάνουν λαμπόγυαλο. Ακόμα κι αν πρόκειται στο τιμόνι να βρίσκεται ολόκληρος «Τίγρης».
Το δίκιο του βουνό. Και οι οπαδοί του ΠΑΟΚ έχουν παραφερθεί επί του πανίσχυρου Ιβάν Σαββίδη. Κατά συνέπεια, καλύτερα είναι να ορίσουμε τι ακριβώς σημαίνει οπαδός. Στα μάτια τα δικά μου το οπαδιλίκι είναι στημένο πάνω σε μια μη ορθολογική και στερούμενη κάθε ορθολογικής βάσης, επιλογή. Το πρόβλημα ξεκινάει από το ότι κάποιος γίνεται οπαδός μιας ομάδας πριν προλάβει καν να γίνει οπαδός του αθλήματος. Οταν για παράδειγμα αγαπάς πρώτα την ομάδα σου και μετά αγαπάς το άθλημα υπάρχει θέμα.
Αν πρώτα αγαπήσεις το ποδόσφαιρο σαν άθλημα και βγεις να παίξεις με τους φίλους σου στην αυλή του σχολείου και στην γειτονιά(;) και μετά διαλέξεις την ομάδα που υποστηρίζεις, έχεις αυτόματα διαφορετικό τρόπο να σκέφτεσαι. Το πιθανότερο είναι να εκτιμάς το καλό ποδόσφαιρο και να αναγνωρίζεις αυτούς που το προσφέρουν ακόμα κι αν δεν πρόκειται για την ομάδα που υποστηρίζεις. Αν σκέφτεσαι έτσι, θα μάθεις να εκτιμάς τη νίκη ως αποτέλεσμα της ανωτερότητας μέσα στο γήπεδο κι όχι τη νίκη ως αυτοσκοπό. Βάλτε εδώ μια άνω τελεια για τί θα επανέλθουμε παρακάτω. Η επιλογή ομάδας δεν υπακούει σε κανένα αντικειμενικό κριτήριο.
Είναι μια αυθαίρετη επιλογή που γίνεται σε τρυφερή ηλικία. Διαλέγουμε την ομάδα του αγαπημένου μας θείου, του μεγαλύτερου εξαδέλφου, του νονού μας και του πατέρα μας. Ολα τα άλλα για «το μεγαλείο της ομάδας», την «ένδοξη ιστορία της» κλπ. έρχονται μετά να λειτουργήσουν ως άλλοθι για την επιλογή μας. Και τότε όμως, η στρέβλωση παραμονεύει. Αντί να (μας) μάθουν να αγαπάμε την ομάδα μας μας μαθαίνουν ταυτόχρονα να μισούμε την άλλη ομάδα. Και κάτι χειρότερο που προστίθεται με τα χρόνια: Να μισούμε τους άλλους που υποστηρίζουν διαφορετική ομάδα από την δική μας. Αντί να χαιρόμαστε με τις επιτυχίες της δικής μας ομάδας χαιρόμαστε με τις αποτυχίες της ομάδας των «άλλων».
Φτάνουμε να τους θεωρούμε αντιπάλους επειδή, απλά, στην δική τους τρυφερή ηλικία, ο μπαμπάς, ο θείος ή ο νονός τους, τους έκανε άλλη ομάδα από την δική μας. Πρόκειται για μια γελοιότητα που στην κορύφωσή της φτάνει μέχρι τα ραντεβού του θανάτου, τα μαχαιρώματα, τις συγκρούσεις ανάμεσα σε οπαδικούς στρατούς. Οπαδοί που γαλουχήθηκαν για να μισούν τους οπαδούς των άλλων ομάδων. Νέοι κατά βαση, που πίστεψαν πως το χρώμα της φανέλας μπορεί να είναι ιδανικό που για την… προάσπισή του φτάνουν μέχρι σε πράξεις βίας.
Παιδιά που σκύβουν το κεφάλι στην βία του αφεντικού που τους προσβάλλει για ένα μισθό στα πέντε κατοστάρικα, παιδιά που ψάχνουν και δεν βρίσκουν δουλειά, που δεν εξασφαλίζουν ένα χαρτζιλίκι για να πάνε με τη φίλη τους σινεμά, είναι κατά βάση εκείνα που βρίσκουν να παίρνει νόημα η ύπαρξη τους μέσα από τέτοιους πυρήνες οργανωμένων οπαδών που καλλιεργούν την βία. Ο δε αστυνομικός που θα βρεθεί μπροσρτά τους είναι ό,τι μπορούν να κατανοήσουν ότι αντιπροσωπεύει του λόγους της δυστυχίας τους. Δεν επιχειρώ να προσεγγίσω κοινωνικά και ψυχολογικά το θέμα, καταγράφω όμως ορισμένες από τις πτυχές του. Τα παιδιά αυτά δεν αγαπούν το άθλημα, δεν νοιάζονται για το καλο ποδόσφαιρο.
Ενδιαφέρονται μόνο να κερδίζει η ομάδα τους, να επιβάλλεται της άλλης ομάδας με κάθε τρόπο. Υπάρχουν βέβαια κι άλλες πτυχές του προβλήματος αλλά αυτές που αναφέρονται δεν πρέπει να αγνοηθούν. Οπως δεν πρέπει να αγνοηθεί και το αυγό του φιδιού που επωάζεται στις κερκίδες των ελληνικών γηπέδων. Τα περισσότερα των συνθημάτων που ακούγονται έχουν σεξιστικό και ρατσιστικό περιέχόμενο. Καλλιεργούν την μισαλλοδοξία αποπνέουν εθνοικισμό και σωβινισμό.
Αναφέρονται με τρόπο χυδαίο στις αδερφές και τις μάνες των «άλλων». Αν θέλουμε να κάνουμε ότι δεν τα βλέπουμε και δεν τα ακούμε όλα αυτά, αν δεν θέλουμε να αναμετρηθούμε και με τις δικές μας ευθύνες για αυτή την κατάσταση, τότε απλά θα ψάχνουμε κι εμείς κάποιους άλλους για να τους φορτώσουμε την ευθύνη, παριστάνοντες τους τιμητές…