Τι μπορούμε να διδαχθούμε για την στελέχωση των ομάδων από το παράδειγμα του Ολυμπιακού.
Ο Ολυμπιακός δεν τα κατάφερε απέναντι στην Αρμάνι και πλέον, μετρά έξι ήττες στα τελευταία επτά παιχνίδια. Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, είναι προφανώς δυσάρεστη για όλους, με τους φιλάθλους του συλλόγου να έχουν αρχίσει από καιρό να διατυπώνουν ορισμένες απαξιωτικές απόψεις στα social media. «Ο Goss ή ο LeDay δεν κάνουν, ο Toupane είναι λίγος για αυτό το επίπεδο, γιατί στο καλό δεν πήραμε τον Χένρι.» Αντιλαμβάνεστε το κλίμα. Ίσως μάλιστα κάποιες από τις προηγούμενες φράσεις, να σας βρίσκουν σύμφωνους.
Το χειρότερο βέβαια είναι, πως διάφοροι ειδικοί του αθλήματος (δημοσιογράφοι/αναλυτές) σιγοντάρουν τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς μέσα από τα προσωπικά τους κείμενα. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, η κουβέντα – έτσι όπως διεξάγεται – στερείται οποιασδήποτε σοβαρότητας και αποτελεί ένα πολύ καλό δείγμα, του επιφανειακού τρόπου με τον οποίο προσεγγίζουμε το δημοφιλές ζήτημα της στελέχωσης. Η ατμόσφαιρα ασφυκτιά από δογματισμό και ημιμάθεια. Στο σημερινό λοιπόν κείμενο, αποφάσισα αντί να επικεντρωθούμε στο ματς κόντρα στους Ιταλούς, να χρησιμοποιήσουμε τους Πειραιώτες ώς όχημα για να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα σχετικά με το παρεξηγημένο αυτό αντικείμενο και ταυτόχρονα, να εξάγουμε μερικά συνολικότερα συμπεράσματα. Ας ξεκινήσουμε.
Η αποδοχή της αβεβαιότητας
Σε γενικές γραμμές, υπάρχουν δύο διακριτοί τρόπο στελέχωσης μιας ομάδας. Ο πρώτος περιγράφει την επένδυση τεράστιων χρηματικών ποσών, ώστε να αποκτηθούν «έτοιμοι» μπασκετμπολίστες, από τους οποίους γνωρίζεις με σχετική ασφάλεια τι να περιμένεις. Με άλλα λόγια, να υπογράψει το καλοκαίρι δηλαδή ο Ολυμπιακός τον Σλούκα, τον Σβέντ ή τον Harden. Δεν νομίζω πως συντρέχει αιτία να επεκταθούμε παραπάνω εδώ, καθώς όλοι γνωρίζουμε ότι οι Ερυθρόλευκοι δεν εντάσσονται πια σε αυτήν την κατηγορία.
Η δεύτερη οδός, αφορά την αναζήτηση νεαρών αθλητών με χαμηλό κόστος και δυνητικά ευρεία περιθώρια εξέλιξης. Τα ταλέντα που συνηθίζουμε να αναφέρουμε στη χώρα μας. Το ερώτημα που τίθεται εδώ, είναι το εξής:« επέλεξε σωστά ο Ολυμπιακός στις περιπτώσεις των Goss/LeDay/Toupane»; «Μπορούμε να αποκριθούμε με σιγουριά σήμερα»; Για να ξετυλίξουμε το κουβάρι της απάντησης, ρίξτε πρώτα μια ματιά στην παρακάτω φωτογραφία.
Πως σας φαίνεται αυτός ο παίκτης; Θα θέλατε η διοίκηση των Πειραιωτών να προχωρήσει στην μεταγραφή του; Ας θέσω την ερώτηση διαφορετικά. Κοιτάζοντας τα στατιστικά αυτής της σεζόν, θα μπορούσατε να προβλεψετε ότι εν έτει 2019, θα μιλούσαμε για τον μάλλον κορυφαίο μπασκετμπολίστα στο ΝΒΑ και βασικό υποψήφιο για το βραβείο του MVP; Φυσικά και όχι. Κανείς δεν θα μπορούσε. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Γιάννης Αντετοκούμπο επιλέχθηκε στο νούμερο #15 και όχι στο #1. Μάλιστα και μόνο το γεγονός πως σήμερα θα τον τοποθετούσαμε σίγουρα στην κορυφή της κατάταξης, ενώ πιθανότατα θα αλλάζαμε και την σειρά διαλογής άλλων αθλητών στο draft του 2013 (π.χ. ο εξαιρετικός Rudy Gobert κατέληξε στο #27), καταδεικνύει την δυσκολία της πρόβλεψης. Το παράδειγμα Ισπανού Marc Gasol είναι εξίσου χαρακτηριστικό. Οι Grizzlies τον διάλεξαν στο νούμερο #48 το 2008 και μέσα σε λίγα χρόνια, έφτασε στο σημείο να θεωρείται ένας από τους καλύτερους ψηλούς της αμερικάνικης λίγκας, με συνεχόμενες συμμετοχές στο All Star game. Ξέρετε πόσοι All Star παίκτες, έχουν προέρθει από την 48η επιλογή του draft; Απολύτως κανένας, ούτε καν κάποιος αξιόλογος βασικός. Ο Gasol ήταν ο πρώτος σε 72 επαναλήψεις της διαδικασίας (ισχύει από το 1947). Πιθανότητα δηλαδή 1,38%.
Πάμε τώρα και στην ανάποδη περίπτωση. Υπάρχει πληθώρα αθλητών, οι οποίοι ξεκινούν με φανταχτερές περγαμηνές την καριέρα τους, όμως πολύ σύντομα αποδεικνύεται ότι αδυνατούν να ανταποκριθούν στις προσδοκίες. Οι Jahill Okafor και Antony Bennet αποτελούσαν ένα φεγγάρι θεωρητικά σίγουρα «στοιχήματα» και πλέον, αγωνίζονται από ελάχιστα έως καθόλου.
Που θέλω να καταλήξω με όλα αυτά; Η αξιολόγηση παικτών είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση και στην πραγματικότητα, οι επαγγελματίες του χώρου δουλεύουν με πιθανότητες που δεν ξεπερνούν ποτέ το 20%. Διάφοροι General Managers στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, έχουν ομολογήσει κατά καιρούς την συγκεκριμένη απογοητεύτική αλήθεια. Δεκάδες επιστημονικές έρευνες έχουν επιβεβαιώσει την ορθότητα του συγκεκριμένου ισχυρισμού. Με άλλα λόγια ο νεαρός, άπειρος μπασκετμπολίστας τύπου Goss για τον οποίο ενδιαφερόμαστε, έχει στην καλύτερη 20% πιθανότητα να μετεξελιχθεί σε κάτι καλό.
Επιπλέον, οφείλουμε συνυπολογίσουμε και μια έξτρα παράμετρο. Η επαγγελματική πορεία ενός παίκτης δεν είναι ποτέ γραμμική. Μια καλή (ή κακή) σεζόν, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα ακολουθηθεί από μια ακόμα καλύτερη (ή ακόμα πιο κακή). Παρατηρούνται αναπόφευκτες διακυμάνσεις. Η αιτία είναι πως οι παράγοντες που επηρεάζουν καθοριστικά την καριέρα του υποψηφίου μας είναι κυριολεκτικά αμέτρητοι και η πολυπλοκότητα τους, ξεπερνά κατά πολύ την αναλυτική ικανότητα του ανθρώπινου μυαλού. Τραυματισμοί, ακατάλληλη χημεία με τους συμπαίκτες ή τον προπονητή, δυσκολίες προσαρμογής, ψυχολογικά προβλήματα, διάθεση για καθημερινή προπόνηση. Με ρεαλιστικούς όρους, είναι πρακτικά αδύνατο να προσμετρηθούν στην ολότητα τους. Η αξιολόγηση αθλητών, αντιπροσωπεύει ένα περιβάλλον «χαμηλής εγκυρότητας», τα οποία χαρακτηρίζονται από ισχυρό βαθμό αβεβαιότητας και από μη προβλεψιμότητα. Ποτέ δεν μπορείς να είσαι εντελώς σίγουρος.
Το ημέρωμα των διαισθητικών προβλέψεων
Το αρχικό βήμα λοιπόν είναι να συνειδητοποιήσουμε τις αντικειμενικά μικρές πιθανότητες επιτυχίας μας. Το δεύτερο είναι να προσπαθήσουμε να τις αυξήσουμε. Υπάρχουν δύο εδραιωμένοι τρόποι σκέψης.
Ο πρώτος είναι να εμπιστευθούμε τυφλά το ένστικτο των ειδικών (το μάτι του scouter ή του προπονητή στην περίπτωση μας). Ο συγκεκριμένος τρόπος σκέψης, μπορεί να βοηθάει σε ορισμένες παράξενες περιπτώσεις, όμως σε γενικές γραμμές μειώνει την αξιοπιστία των προβλέψεων. Η ανθρώπινη διαίσθηση παράγει συστηματικά μεροληπτικά σφάλματα, τα οποία οδηγούν μακροπρόθεσμα σε λάθος αποφάσεις. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που πλέον είναι αποδεκτή από το σύνολο της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας και αποτελεί, μια από τις σημαντικές κατακτήσεις της συμπεριφορικής οικονομικής. Συνηθίζουμε να απεθεώνουμε φερ΄ειπέιν τον Greg Popovic για την επιλογή του Manu Ginobilli στο νούμερο #56, όμως σίγουρα δεν καθόμαστε να υπολογίσουμε το συνολικό ποσοστό επιτυχίας του στο draft. Πόσους μπασκετμπολίστες έχει διαλέξει αθροιστικά, πόσοι από αυτούς αποδείχθηκαν αξιόλογοι. Δοκιμάστε το αν έχετε όρεξη – τα αποτελέσματα θα σας εκπλήξουν. Το ίδιο ακριβώς ισχύει για τις διάφορες αναρτήσεις του τύπου «η σελίδας μας είχε προτείνει τον Ηλιάδη στον Ολυμπιακό από το 2015 (είμαι καλούτσικος στο Post παρεπιπτόντως) ». Πόσους Ηλιάδηδες έχει προτείνει συνολικά η σελίδα σου και πόσοι κατόρθωσαν τελικά να παίξουν στο υψηλό επίπεδο της Ευρωλίγκας;
Η άλλη λύση είναι να χρησιμοποιήσουμε τις σύγχρονες επιστημονικές μεθόδους, για να προσεγγίσουμε τα επικίνδυνα περιβάλλοντα χαμηλής εγκυρότητας. Μια ιδέα που εφαρμόζεται τον τελευταίο καιρό στο ΝΒΑ, είναι τα λεγόμενα «προφίλ ρίσκου» (player risk profiles). Πρόκειται για μια καινούρια τεχνική της συμπεριφορικής οικονομικής, η οποία περιγράφει πως είναι απαραίτητο να συνδυάζουμε την ανθρώπινη διαίσθηση με αλγοριθμικές, μαθηματικές διαδικασίες, εάν επιθυμούμε την άυξηση της εγκυρότητας και τον περιορισμό των μεροληπτικών σφαλμάτων. Δεν αναφέρομαι απλώς και μόνο στην μελέτη της στατιστικής.
Στις παραπάνω φωτογραφίες παρουσιάζονται τα προφίλ ρίσκου δύο παικτών του ίδιου draft (από την ιστοσελίδα CleaningtheGlass) Ποιον από τους δύο θα προτιμούσατε για τον Ολυμπιακό; Ο ένας έχει σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να εξελιχθεί σε βασικό. Ο άλλος διαθέτει το θεωρητικό υψηλότερο ταβάνι του super star, όμως παράλληλα ελλοχεύει ο κίνδυνος της παταγώδους αποτυχίας (fringe = να μην καθιερωθεί στη λίγκα). Οι περισσότεροι (όπως και εγώ) κλίνουν πολύ λογικά στο νούμερο «1». Πως θα σας φαινόταν τώρα εάν σας έλεγα πως το πρώτο γράφημα αντιστοιχεί στον Steven Adams, ενώ το δεύτερο στον Γιάννη Αντετοκούνμπο; Μήπως τώρα εύχεστε να είχατε επιλέξει διαφορετικά; Βλέπετε ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.
Η αξιολόγηση παικτών είναι μια δύσκολη υπόθεση. Δεν υπάρχει τέχνη στη στελέχωση, παρά μόνο οι επιστημονικές μέθοδοι για να αντιμετωπίζουμε την πανταχού παρούσα αβεβαιότητα. Είναι άδικο να κατηγορούμε τους ειδικούς ή τα μαθηματικά, για τα όποια αδιαμφισβήτητα σφάλματα τους – ο κόσμος που ζούμε είναι αβέβαιος. Οι τελευταίοι ευθύνονται μόνο στο βαθμό που προφασίζονται απόλυτη σιγουριά ( πχ. αν είχε αποκτηθει ο Χένρι, οι Ερυθρόλευκοι θα χτυπούσαν το πλεονέκτημα έδρας), εκεί όπου αντικειμενικά είναι αδύνατον να υπάρξει. Είναι λάθος να εκμεταλλευόμαστε την βαθιά ανάγκη της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης για βεβαιότητα, ακόμα και αν δεν το πράττουμε συνειδητά.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν να συζητάμε σε μια διαφορετική βάση, απαλλαγμένη από τις διασθητικές εντυπώσεις του καθενός μας. Το συμπέρασμα είναι πως δεν πρέπει να επιστευόμαστε τυφλά το ένστικτό μας, αλλά ούτε και να το απορρίπτουμε εντελώς. Το μόνο που χρειάζεται σε αυτή τη φάση ο Ολυμπαικός είναι χρόνος – χρόνος για να διαπιστώσουμε αν οι μπασκετμπολίστες που απέκτησε, μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις. Η στελέχωση μιας ομάδας, μοιάζει με εκείνον που μετρά τα φύλλα στο τραπέζι του Blackjack. Ενδεχομένως χωρίς να το γνωρίζει, στο μυαλό του στριφογυρίζουν οι βασικές αρχές της μπευζιανής στατιστικής. Κάθε στιγμή, προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ της πιθανότητας να προβλέψει το επόμενο φύλλο και της ευκαιρίας να κερδίσει το παιχνίδι. Για να το καταφέρει όμως πρέπει πρώτα να αφήσει τον χρόνο να τρέξει, ώστε η «μάνα» να ανοίξει αρκετά φύλλα. Η υπομονή είναι το κλειδί.