Όσο σφύριζε ο Κάκος ήταν η επιτομή Νάρκισσου αν και στην πραγματικότητα ο Νάρκισσος ήταν ο Κάκος, απλώς τότε δεν υπήρχε ποδόσφαιρο.
Δε μπορούσε να υπάρξει μέγιστη μικρότητα, από τη διαρροή της ΠΑΕ «ο Άρης» για την εφεύρεση Κάκου στο Open πως την προηγούμενη Κυριακή έγινε πέναλτι στον Μπίσεσβαρ. Όταν είσαι ΠΑΕ ακόμα και οι διαρροές σου, αφορούν ισότιμα ή και μεγαλύτερα μεγέθη, θα ασχοληθείς με μια άλλη ΠΑΕ, την ΕΠΟ, τη λίγκα, μια διαιτησία, έναν υπουργό. Τι να ασχοληθείς με υπουργό θα μου πεις, όταν χάρη στον Κοντονή παίζεις στην Α και λόγω Βασιλειάδη έχεις χρήμα να κινηθείς, αλλά λέμε τώρα.
Δεν γίνεται να είσαι σοβαρός και να ασχολείσαι με ένα κανάλι και ειδικά κάποιον σχολιαστή, εργαζόμενο.
Τη δουλειά θα την καθαρίσουν οι ρεπόρτερ της ομάδας, θα τους δώσεις ένα περίγραμμα και θα περάσουν τη γραμμή που θες. Λίγο τσακαλάκια να είναι βέβαια, δε χρειάζονται συνθηματικό, το κάνουν κι από μόνοι τους.
Επί της ουσίας πάντως δε γίνεται να μη συμφωνήσω με την ΠΑΕ «ο Άρης», το ότι έγινε πέναλτι στον Μπίσεσβαρ δεν είναι καν εφεύρεση όπως ανέφερα στην αρχή, είναι απολίθωμα μέδουσας στην ατμόσφαιρα, είναι σα να βρίσκεις στο φεγγάρι πηγάδι γεμάτο ουίσκι. Ούτε η συντονιστική ΣΦ ΠΑΟΚ δε θα έβλεπε πέναλτι, σε μια φάση που για να τα λέμε όλα, δεν υπήρχε ούτε κίτρινη.
Ο Κάκος εξέθεσε τον Σαββίδη βασικά, αφού είναι σαφές θαρρώ πως η αθλητική εκπομπή λειτουργεί εντελώς αυτόνομα. Οι παρουσιαστές όπως και οι καλεσμένοι μιλούν ελεύθερα, χωρίς καμία εξάρτηση και καθοδήγηση από πουθενά.
Δεδομένου μάλιστα πως τα πιο απαξιωτικά σχόλια για τη φιλοσοφία της εκπομπής ακούγονται από ΠΑΟΚτσήδες, εξίσου εκτέθηκαν κι αυτοί.
Λίγο πολύ όλοι οι φίλαθλοι αντιλαμβάνονται τα προσκείμενα ή εξαρτώμενα με κάποιον τρόπο από τις ΠΑΕ, ΜΜΕ, ως σύγχρονες Πάβδα, αναρωτιέμαι όμως, αν τελικά αυτό ήταν που ονειρεύονταν. Να βαφτίζονται πέναλτι, φάσεις στις οποίες δεν υπάρχει ούτε υποψία ανατροπής.
Και τελικά να γίνονται ρεζίλι, διότι στην προσπάθειά του ο Κάκος να γίνει αρεστός στον εργοδότη του, έκανε ρεζίλι και τον ΠΑΟΚ και τον Σαββίδη.
Με την ευκαιρία, η συνολική παρουσία του είναι ότι πιο απογοητευτικό στην αθλητική εκπομπή του Open. Ο Ντέμης είναι η αποκάλυψη της χρονιάς, ακόμα κι αν φαινόταν από την εποχή που κλοτσούσε τόπι πως το παιδί έχει επικοινωνιακό χάρισμα κι οι εγκεφαλικές διαδρομές του απείχαν έτη φωτός από το μ.ο του Έλληνα ποδοσφαιριστή, είναι εντελώς διαφορετικό να παρουσιάζεις εκπομπή απευθυνόμενος σε κοινό. Άλλο να απαντάς και να πετάς μια ατάκα στις συνεντεύξεις -έστω και τις σπάνιες φορές που έδινε ο Ντέμης- κι άλλο να συντονίζεις, να κατευθύνεις, να μοιράζεις το χρόνο, κρατώντας την εκπομπή σε επίπεδα, ώστε να μην κάνει κοιλιά, όπως λέγεται στην τηλεοπτική διάλεκτο.
Ο Σπυρόπουλος είναι σταθερή αξία, η παρουσία του και μόνο δίνει κύρος σε κάθε εκπομπή, αν όχι ο μοναδικός είναι από τους ελάχιστους στο χώρο, που σκαμπάζουν από ποδόσφαιρο. Και κυρίως μπορούν να αποτυπώσουν τις σκέψεις τους με τέτοιον τρόπο ώστε να γίνουν κατανοητές από το μέσο τηλεθεατή, δεν αρκεί να ξέρεις αλλά να μπορείς να μεταδόσεις τη γνώση σου, ώστε για να γίνει κτήμα και του θεατή. Αυτό είναι το δυσκολότερο, βλέπεις αγώνα μπάσκετ ακούς τον σχολιαστή να παπαγαλίζει πως «η ομάδα πρέπει να προσέξει το τρανζίσιον, να κάνει υπερφόρτωση και να βρει διαδρόμους από τη μπείζ λαίν» κι αναρωτιέσαι αν παρακολουθείς Α1 ή συνέδριο κβαντομηχανικής.
Καλός είναι κι ο Κατσούρ, όσο κι αν τον κράζουν εδώ πάνω, ένας άνθρωπος που λέει αυτό που σκέφτεται μ΄αρέσει, ακόμα κι αν διαφωνώ μαζί του.
Ο Μόγλης υπάρχει για να υπάρχει, αν και καλύτερα θα ήταν να μην υπήρχε, ειδικά με την παρουσία των προαναφερθέντων, μοιάζει σαν λεκές από σάλτσα σε νυφικό.
Τα ίδια ισχύουν και για τη Βραχάλη, αν για κάποιο λόγο απουσιάσει μαζί με το Μόγλη ούτε που θα το πάρεις χαμπάρι, εκτός αν είσαι φαντάρος κι έχεις κάνα μήνα κλεισμένος στο στρατόπεδο.
Με τους τελευταίους λοιπόν να είναι λίγο πολύ δεδομένων προδιαγραφών, ικανοτήτων και ανικανοτήτων, το μεγάλο στοίχημα ήταν ο Ντέμης κι ο Κάκος, ο πρώτος ξεπέρασε κάθε προσδοκία, ο δεύτερος μοιάζει με αρνάκι μέσα σε αγέλη λύκων.
Δε φανταζόμουν πως θα έφτανα στο σημείο ν΄αντιλαμβάνομαι τον Βαρούχα ως όαση και αναφέρομαι στη γενικότερη παρουσία που πρέπει να έχει κάθε συντελεστής και όχι στην ουσία. Ο Βαρούχας είναι τηλεδιαιτητής τζουκ μποξ, σκοπός του είναι να χαϊδεύει τ΄αυτιά του εργοδότη του και ν΄ αβαντάρει τους διαιτητές που είναι φίλοι του. Όσο ήταν στην ΕΡΤ που είχε και τα δικαιώματα του γαύρου τα έβλεπε όλα κόκκινα, πήγε στο ΣΚΑΙ κι άρχισε να τα βλέπει πράσινα. Ως τηλεοπτική παρουσία πάντως έχει ένα point, αυτό που βγάζει προς το έξω έχει χαρακτήρα.
Ο Κάκος μοιάζει με πρωτοετή φοιτητή που βρέθηκε κατά λάθος σε συνεδρίαση της Συγκλήτου, κοιτώντας τους πάντες με απλανές βλέμμα.
Βάσει του στίγματος που είχε αφήσει ο Κάκος ως εν ενεργεία διαιτητής, θα έκανε πάταγο! Κάρτες στους μοντέρ θα μοίραζε, έτσι και τους ξέφευγε μισό frame στο μοντάζ. Τον είχες ικανό πάνω στη διαφωνία με κάποιον παριστάμενο, να σηκωνόταν δείχνοντάς του κόκκινη κάρτα και την έξοδο από το πλατό…
Αυτήν την εικόνα είχε περάσει, όχι λόγω ικανότητας και χαρακτήρα, αλλά εξ αιτίας της εξουσίας που δίνει στους διαιτητές ο ρόλος τους.
Οι περισσότεροι από δαύτους είναι αποτυχημένοι αθλητές που δεν κατάφεραν να κάνουν καριέρα στα νιάτα τους και κουβαλώντας αυτό το απωθημένο, προσπαθούν να γιατρέψουν τον πληγωμένο τους εγωισμό, γενόμενοι επιτέλους πρωταγωνιστές. Σε κάποιες περιπτώσεις το βλέπεις και στη μούρη τους όταν αποβάλουν ποδοσφαιριστή, το κάνουν με τόση ηδονή, λες και εκδικούνται.
Ειδικά ο Κάκος ήταν μια κατηγορία μόνος του, φαινόταν σε κάθε του βήμα πως το να συγκεντρώνει πάνω του όλα τα βλέμματα τον ερέθιζε τόσο, όσο το Σαγόνι την ώρα που ο ποδοσφαιρικός εισαγγελέας ασκεί δίωξη!
Σε περίπτωση που απέβαλε κάποιον παίκτη και δεν έδειχνε τόσο αυστηρός όσο θα ήθελε, τον είχες ικανό να του πει «ξαναπάμε τη φάση από την αρχή, κάνε το ίδιο τάκλιν στην καρωτίδα, να δείξω πιο μπρουτάλ! Κι εσύ τηλεσκηνοθέτη, κανόνισε ένα καλύτερο γκρο πλαν…».
Αυτό ήταν ο Κάκος όσο σφύριζε, η επιτομή Νάρκισσου αν και στην πραγματικότητα ίσχυε το ανάποδο, ο
Νάρκισσος ήταν ο Κάκος, απλώς τότε δεν υπήρχε ποδόσφαιρο.
Σου έδινε την εντύπωση πως πριν τους αγώνες στηνόταν με τις ώρες στον καθρέφτη, κάνοντας πρόβες πως θα στήσει το κορμί του την ώρα που σφυρίζει φάουλ, πως θα γουρλώσει τα μάτια του την ώρα που κάνει παρατήρηση.
Αν είχε μαλλιά, πριν τους αγώνες θα πήγαινε κομμωτήριο κι αν η αμφίεση δεν ήταν προκαθορισμένη, θα επέλεγε ρούχα από την κολεξιόν του Φλωρινιώτη.
Αυτός ήταν ο Κάκος, ένας διαιτητής που πήγαινε με το ρεύμα και ξεχώριζε μέσα στους τυφλούς επειδή ήταν καλός όταν ήθελε, έχοντας ως βασικό μέλημα να γίνει ο ίδιος πρωταγωνιστής, ακόμα κι αν το αντίτιμό ήταν να καταστρέψει το.παιγνίδι. Την ευκαιρία να ικανοποιήσει το εγώ του και να ξεχωρίσει του την προσέφερε ο ρόλος του κι όχι οι ικανότητες που είχε ως διαιτητής.
Στο Open λοιπόν που ο ρόλος του είναι συμπληρωματικός δείχνει έξω από τα νερά του, πιο κομπάρσος κι από κομπάρσο, την ώρα που στον ίδιο ρόλο ο Βαρούχας φαινόταν σαν υποψήφιος για Όσκαρ Α ανδρικού ρόλου..
Η εκπομπή του Ντέμη βέβαια θέλει να λανσάρει κάτι διαφορετικό, αποφεύγοντας να επικεντρώνεται τόσο στις
επίμαχες φάσεις, άσχετα αν αυτό είναι που γαργαλάει περισσότερο το κοινό.
Ακόμα και σε ρόλο κομπάρσου όμως, ο Κάκος επιβεβαίωσε πως από τους μεγαλύτερους yesman διαχρονικά, είναι οι διαιτητές!
Είναι τόσο συνηθισμένοι στις κυβιστήσεις που τις κάνουν μηχανικά, από συνήθεια, ακόμα κι αν δεν του έχει ζητήσει κανείς…