Θα γινόταν κωπηλάτης, ή αθλητής στίβου, όποιο άθλημα και να επέλεγε θα διακρινόταν, θεωρητικά όμως σε κανένα δεν θα διέπρεπε.
Με τον πρώτο γύρο να μην έχει ολοκληρωθεί ακόμη, η μόνη -έστω και τυπική- εκκρεμότητα, αφορά στον πρώτο σκόρερ του μισού πρωταθλήματος. Προηγείται ο Ευθύμης Κουλούρης, μικρή σημασία έχει αν την τελευταία αγωνιστική ο δεύτερος Πρίγιοβιτς πετύχαινε δυο γκολ περισσότερα και τον περνούσε. Ακόμα και δεύτερος να ήταν ο επιθετικός του Ατρόμητου, δεν το λες και λίγο, να χτυπιέται στα ίσα με φορ της αξίας του Πρίγιο. Ειδικά αν σκεφτείς πως στην ομάδα που αμφότεροι ανήκουν, ο Κουλούρης θα ήταν αλλαγή, της αλλαγής, ω αλλαγή.
Ποδοσφαιρικές συγκρίσεις δε μπορούν να γίνουν, άλλη η πίεση και οι απαιτήσεις στη Θεσσαλονίκη άλλες στο Περιστέρι. Σε ομάδα σαν τον Ατρόμητο από την άλλη, ο επιθετικός βρίσκει πάντα περισσότερους χώρους να κινηθεί, στον ΠΑΟΚ όμως υπάρχει περισσότερη ποιότητα πίσω και πλάι από τον Πρίγιοβιτς, με όλα τα παραπάνω να συνηγορούν, πως οι αριθμοί, δεν αποτυπώνουν όλη την αλήθεια.
Να σας πω την αμαρτία μου, αν ήταν στο χέρι μου να καθορίσω με κάποιον τρόπο τον πρώτο σκόρερ, θα επέλεγα Ευθύμη Κουλούρη. Ίσως ο Πρίγιο να μην έχει τόσο μεγάλη ανάγκη τον τίτλο, υπό την έννοια πως έχει πολλούς τρόπους να προβάλει περισσότερο το όνομά του. Για τον Ευθύμη, θα ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να του συμβεί…
Πρόκειται για ξεχωριστή περίπτωση, από αυτές που αν τις εξετάσεις πιο προσεκτικά, θα βρεις κρυμμένες ιστορίες, που περιέχουν σημαντικά μηνύματα, τα οποία δεν είναι μόνο ποδοσφαιρικά-αθλητικά γενικότερα.
Στα στενά όρια της ασπρόμαυρης οικογένειας, το όνομα του Κουλούρη άρχισε να ακούγεται στις αρχές της δεκαετίας, όταν ως μέλος των μικρών ομάδων, σκόραρε κατά ριπάς, με τις επιδόσεις του να βελτιώνονται χρόνο με το χρόνο.
Προβιβάστηκε στην πρώτη ομάδα επί Στέφενς, ως Ολλανδός με Γερμανική φιλοσοφία ο τελευταίος, είχε αδυναμία στο φρέσκο αίμα. Τα πράγματα βεβαίως δεν ήταν απλά.
Αν και η κρίση του Ολλανδού ήταν καθαρά αξιολογική αφού ηλικιακά μπορούσε να συνεχίζει στην ομάδα νέων, φαινομενικά ήταν σε δυο ομάδες, στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν σε καμμία!,Με την αντρική έκανε προπονήσεις αλλα δε μπορούσε να βρει χώρο, τον οποίο είχε στους νέους, με τους οποίους όμως δεν έκανε προπονήσεις. Για κάποιο διάστημα γινόταν μπαλάκι μεταξύ των δυο ομάδων, προετοιμαζόταν με τους άντρες, κοβόταν από την αποστολή και κατέβαινε να παίξει με τους νέους, έχοντας χάσει όμως τις προπονήσεις.
Η κατάσταση ήταν περίπλοκη και για έναν επιπρόσθετο λόγο, μια κι ο Στέφενς άρχισε ν΄αμφισβητείται σχετικά νωρίς, προπονητής που δεν πατάει καλά στα πόδια του, δε μπορεί να στηρίξει κανέναν. Ήταν εποχές που ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου πήγαινε στο γήπεδο έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού του ποιον θα αποδοκιμάσει σε περίπτωση αποτυχίας, δύσκολη κατάσταση για όλους, πόσο δε για ένα παιδί που έκανε τα πρώτα του βήματα στην αντρική ομάδα.
Η επόμενη χρονιά ήταν πραγματικά σοκαριστική, αφού βρήκε μπροστά του τον Άγγελο Αναστασιάδη. Ο ιεραπόστολος που στον ελεύθερο χρόνο του παριστάνει τον προπονητή, αποφεύγει τη συνεργασία με παίκτες εγνωσμένης αξίας, γιατί απλά Σόουζα, Γκαρσία και Νομπόα, δεν πείθονται πως είσαι κανονικός προπονητής επειδή φοράς φόρμα. Σε αντίθεση με τους Κουτσουπιάδες και τους Κουτσουρεδες, που αν τους πεις πως ο γάιδαρος πετάει, θα συμφωνήσουν. Του αρέσει να δουλεύει με νέα παιδιά, σύμφωνα με το προσωπικό του φαν κλαμπ του, αν και στον ΠΑΟΚ έχει βγάλει μόνο τον Σαλπιγγίδη, που μέχρι να κρεμάσει τα παπούτσια του έκανε κοντρόλ με το καλάμι. Κι αυτόν από σπόντα τον έβγαλε, λόγω αποχώρησης του Οκκά.
Εκείνη τη χρονιά ο ΠΑΟΚ είχε στο ρόστερ τον Πέλκα, ίσως τον πιο βελτιωμένο παίκτη της τελευταίας διετίας και τον φετινό πρώτο σκόρερ του Ελληνικού πρωταθλήματος.
Αμφότεροι πετάχτηκαν στα σκουπίδια, από τον προπονητή που επιβεβαίωσε πως αρέσκεται να δουλεύει με νέα παιδιά.
Στον πρώτο, έδωσε την ευχή της Παναγίας να πάει δανεικός, τα προσόντα του δεύτερου όμως τα διέγνωσε αμέσως! «Σι κάνου σένα ένα ιξάρ» του είπε μετά τις πρώτες προπονήσεις, που σε μετάφραση σήμαινε πως θα τον γυρίσει αμυντικό χαφ!!! Αγαπημένες θέσεις Ελλήνων προπονητών, που μπορούν να καλυφθούν από φιλότιμο και εντολές του τύπου, τρέχα, πήδα, μάτωσε. Ένα φορ δε γίνεται να το βελτιώσεις με τα ψέματα, πρέπει να του μάθεις να κινείται, να ζητάει μπάλα και να παίζει χωρίς αυτήν, να ανοίγει διαδρόμους….
Την επόμενη χρονιά έφυγε δανεικός στην Ανόρθωση, επέστρεψε στον ΠΑΟΚ και φέτος δόθηκε δανεικός στον Ατρόμητο, όπου κάνει παπάδες. Αν δεν ανήκε στον ΠΑΟΚ, είναι σίγουρο πως οι επιδόσεις του δε θα άφηναν ασυγκίνητες τις μεγάλες ομάδες. Ο Τζάμπας θα τίναζε τη μπάνκα στον αέρα, για να τον αποκτήσει, εννοείται δανεικό…
Αν υπάρχει κάτι που έστω και καταχρηστικά μπορεί ν΄αποκληθεί ως «μυστικό» της πορείας του, είναι η ασταμάτητη προσπάθεια. Από τότε που έπαιζε στις ακαδημίες του ΠΑΟΚ οι άνθρωποι της ομάδας είχαν να λένε πως δούλευε ακατάπαυστα. Δε χαλάρωσε ούτε όταν έγινε πρώτο βιολί, ούτε την είδε κάπως όταν ανέβηκε στην πρώτη ομάδα. Δεν σταμάτησε μάλιστα ούτε όταν διαπίστωσε πως η καθιέρωση στον ΠΑΟΚ είναι μακρινό και ίσως άπιαστο όνειρο.
Αν υποθέσουμε πως σε επίπεδο επιδόσεων θεωρείται η μετεξέλιξη του Κλάους, ο τελευταίος πήγε δανεικός στον Πανσερραϊκό περίπου στην ηλικία του Κουλούρη και για τους ίδιους λόγους. Έβαλε πέντε γκολ στο πρωτάθλημα της Β εθνικής και συμπεριφερόταν σα να τους έκανε χάρη που έπαιζε εκεί. Αντί να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και να βελτιωθεί παίρνοντας παιγνίδια, έμεινε ίδιος κι απαράλλακτος.
Ο Κουλούρης έχει παστελώσει 11 σε μισό πρωτάθλημα και είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της ομάδας έκπληξης της φετινής σεζόν. Βρείτε μόνοι σας τις διαφορές.
Ένας ακόμα λόγος που έχει κερδίσει την προτίμηση μου, είναι πως σε αντίθεση με τον Κλάους και όχι μόνο, δε διαθέτει κάποιο ιδιαίτερο ποδοσφαιρικό προτέρημα. Ο Κλάους πχ ήταν χαρισματικός σκόρερ με παροιμιώδη αίσθηση του γκολ, δυστυχώς για εκείνον όμως νόμισε πως θα κάνει καριέρα μόνο με το ταλέντο του.
Ο Κουλούρης δεν διαθέτει κάτι ξεχωριστό ως ποδοσφαιριστής, γενικώς δεν είναι ούτε ιδιαιτέρως τεχνίτης, ούτε αυτό που λέμε σφεντόνα. Το σκαρί του βέβαια είναι αθλητικό, όχι ποδοσφαιρικό πάντως. Θα μπορούσε να κάνει καριέρα ως κωπηλάτης, ή ως αθλητής στίβου στα 400 μετ΄εμποδίων, όποιο άθλημα και να επέλεγε θα διακρινόταν, θεωρητικά όμως σε κανένα δε θα διέπρεπε. Είχε λίγο απ’ όλα, όχι όμως πολλά από ένα.
Ότι έχει καταφέρει, είναι εξ αιτίας της σκυλίσιας προσπάθειας που καταβάλει κι από εκεί πηγάζει η εκτίμηση μου.
Ο Ίβκοβιτς θυμάμαι, χώριζε τους παίκτες σε τρεις κατηγορίες.
Σε αυτούς που η φύση τους είχε προικίσει με κάποιο ταλέντο και το δούλευαν για να το βελτιώσουν.
Σ΄εκείνους που χωρίς να έχουν κάποιο χάρισμα, προσπαθούσαν να γίνουν καλύτεροι. «Αυτοί μπρε δεν έχουν ένα προσόν για να βρουν κίνητρο να το βελτιώσουν κι όμως επιμένουν. Θέλει μεγαλύτερο κόπο…»
Ήταν η λατρεμένη του κατηγορία, έτσι κι έπεφτε στα χέρια του τέτοιος παίκτης γινόταν ο αγαπημένος του, κυρίως επειδή αποτελούσε παράδειγμα προς μίμηση για τους υπόλοιπους.
Η χειρότερη του ήταν η περίπτωση ταλαντούχου αθλητή, που βαριόταν να δουλέψει!
«Δες τον π@@στη, ο Θεός του έδωσε τόσα αλλά δεν τα εκμεταλλεύεται», έλεγε..