Όσο παραμένει καλύτερος του αντιπάλου στο γήπεδο αυξάνει τις πιθανότητες να φτάσει στις νίκες που θα ξεκλειδώσουν το στόχο.
Συμβαίνει πολλές φορές στο ποδόσφαιρο να μην κερδίζει ο καλύτερος, αλλά το σημαντικότερο για να φτάσεις κάποτε σε διαδοχικά αποτελέσματα παραμένει να είσαι ο καλύτερος στο γήπεδο.
Ο Άρης ήταν καλύτερος σε πολλά από τα παιχνίδια που δεν νίκησε, στα δικά μου μάτια μόνο σε αυτό του ΟΑΚΑ με την ΑΕΚ δεν ήταν. Και αν το θέμα είναι πια η μετά Ερέρα εποχή, ήταν καλύτερος και στα τρία χωρίς τον Ισπανό προπονητή: Νίκησε στη Ριζούπολη, νίκησε με επική ανατροπή στο Ηράκλειο και έμεινε με την πίκρα της ισοφάρισης στο τελευταίο δευτερόλεπτο που παίχτηκε ποδόσφαιρο στο Χαριλάου χθες.
Αυτή η νίκη θα έβαζε τον Άρη σε προνομιακή θέση για Ευρωπαϊκό εισιτήριο. Με την ισοπαλία μένει “στο όριο”, αλλά αυτό δεν αναιρεί ότι η ομάδα της Θεσσαλονίκη έχει την ποιότητα και παρουσιάζει και μια εικόνα που σταδιακά της προσθέτει πράγματα, η οποία μας δίνει την αίσθηση ότι έστω και δύσκολα θα είναι στην πεντάδα.
Ο Άρης δε νίκησε τον Παναθηναϊκό αλλά ήταν απολαυστικός για τουλάχιστον 60 λεπτά. Δεν άφησε τον αντίπαλό του να πάρει ανάσα με το πρέσινγκ. Έκλεβε τη μπάλα ψηλότερα από όσο μας είχε συνηθίσει και η αλλαγή στη διάταξη του Παναθηναϊκού, μιλά από μόνη της για την τακτική υπεροχή του.
Σε παιχνίδι με ισορροπίες ντέρμπι, ο Άρης έχει πολλές ευκαιρίες για να τελειώσει το ματς, ορισμένες κλασικές, όπως το δοκάρι και το τετ α τετ του Γιουνές, που αν αντιλαμβανόταν ότι ο Ντιγκινί είναι ήδη τοποθετημένος απέναντι από το Διούδη και αφήσει τη μπάλα, το 2-0 είναι η πιθανότερη εξέλιξη.
Οι κιτρινόμαυροι δέχτηκαν πίεση στο τέλος αλλά δεν απειλήθηκαν ουσιαστικά. Και σ’ αυτό, για μένα έγινε και η σωστή επιλογή από τον πάγκο. Βλέποντας την κόπωση -με τρόπο μας είπε ο Παντελίδης ότι διαπιστώνει πρόβλημα φυσικής κατάστασης στην ομάδα- έβαλε και χαφ και (τρίτο) στόπερ. Από τις πολλές σέντρες που έγιναν, δεν υπήρξε ιδιαίτερος κίνδυνος.
Ο Άρης δέχεται το γκολ για τρεις λόγους. Ο πρώτος είναι ότι ο Κωνσταντινίδης επιτρέπει τη σέντρα στο Χατζηθεοδωρίδη, που μόνο αυτό μπορεί να κάνει, δηλαδή να οδηγήσει “στην πλάτη” του αντιπάλου του τη σέντρα.
Ο δεύτερος γιατί ο Σιώπης λόγω της κόπωσης δεν έχει διαβάσει τη διάθεση του Παναθηναϊκού σ’ όλο το δεύτερο μέρος να πιέσει και να εκβιάσει ένα πέναλτι, μετά την πληροφορία ότι δόθηκε σε βάρος του ένα που δεν έπρεπε να καταλογιστεί και κάνει το καθυστερημένο τάκλιν στο Μπουζούκη.
Και ο τρίτος είναι ότι στις καθυστερήσεις και ειδικά μετά την αποβολή του Μακέντα, ο Άρης επέτρεψε να παιχτεί ποδόσφαιρο. Εδώ, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν έγινε νωρίτερα η τρίτη αλλαγή. Ο Μαρτίνες που περίμενε -αρκετά για τα δεδομένα της κατάστασης- να μπει, είχε τα χαρακτηριστικά του παίκτη που θα κρατήσει τη μπάλα, θα παίξει και με το χρόνο έχοντας τη “νοοτροπία” να το κάνει, που π.χ. δεν έχει ο Ματίγια που νωρίτερα αντί να οδηγήσει τη μπάλα σε νεκρούς χώρους, δοκίμασε άλλα πράγματα.
Συνολικά, ο Άρης ήταν καλύτερος, είχε μια καλή διαχείριση και μέσα στο γήπεδο και από τον πάγκο, με τακτικά σωστές επιλογές και παρεμβάσεις. Ελέγχεται για ελάχιστα πράγματα: Λίγα ατομικά λάθη, απώλεια λόγω κόπωσης του καθαρού μυαλού στο φινάλε, ανυπαρξία “πονηριάς” και μια αλλαγή που έπρεπε να γίνει νωρίτερα.
Αλλά η ομάδα βελτιώθηκε σε σχέση με το περασμένο ματς. Ατομικά θα σταθώ μόνο σε έναν ποδοσφαιριστή: Το Μίτζεν Μπάσα. Αυτό τον παίκτη πλήρωσε το καλοκαίρι ο Άρης και έχει ανάγκη να τον δει να σταθεροποιείται σε απόδοση, ώστε μαζί με το Σιώπη να συνεχίσουν να αποτελούν ένα δίδυμο μεοσαμυντικών πάνω στο οποίο μπορεί να χτίσει περισσότερα πράγματα στο μισό του αντιπάλου του.
Για τον ρέφερι Τζοβάρα, έχουν μάλλον ειπωθεί ήδη όλα. Η άποψή μου είναι μια και δεν αλλάζει: Ξένοι διαιτητές παντού.