Οι απειλές τύπου «μη γυρίσετε χωρίς τους τρεις βαθμούς» έχουν μηδενική αξία, αρνητική σημασία και κανένα αποτέλεσμα. Οι εκτός έδρας νίκες θα έλθουν όχι με… ξύλο, αλλά με χειροκρότημα όπως αυτό που τόσο λείπει από την άδεια Τούμπα.
Από το 1993, ήδη, εποχή κατά την οποία κυκλοφορούσε ευρέως το ανέκδοτο περί παικτών που έφευγαν ντυμένοι παπάδες από του Ρέντη για να μην υποστούν το «γλυκό μαρτύριο» των κορνέδων –sic- έχω εκφράσει τη γνώμη μου για την αξία και τη σημασία των απειλών τύπου «μη γυρίσετε άμα δεν κερδίσετε».
Πολλές φορές το επανέλαβα έκτοτε, όταν ανάλογες «ομορφιές» έγιναν στην Παιανία, στη Φιλαδέλφεια και οπουδήποτε αλλού.
Το ίδιο θα πω και τώρα, για την ανακοίνωση της Θύρας 4, που τόση έκταση πήρε πια, για τον ένα ή τον άλλο λόγο.
Η αξία τέτοιου είδους απειλών είναι μηδενική. Και η σημασία τους από ανύπαρκτη έως πέρα για πέρα αρνητική.
Μπορώ να κατανοήσω τους λόγους για τους οποίους οι φανατικοί οπαδοί καταφεύγουν συχνά σε λεκτικές ή και χειρότερες ακρότητες.
Αλλά, για μένα, δεν αποτελούν κανενός είδους δικαιολογία γι’ αυτήν την παρεκτροπή. Και πολύ περισσότερο, δεν βαυκαλίζομαι, ούτε έχω όρεξη να χαϊδέψω αυτιά και να πω ότι τέτοιου είδους παρεμβάσεις έχουν πραγματικό αποτέλεσμα και μάλιστα «θετικό».
Η ιδέα ότι επαγγελματίες ποδοσφαιριστές και προπονητές και δη μεγάλων συλλόγων θα παίξουν καλύτερα και πιο «δεμένοι» σαν ομάδα άμα σαράντα, πενήντα, εκατό νοματαίοι τους απειλήσουν με λιντσάρισμα, βασίζεται σε μια σειρά υποθέσεων που είναι όλες πάρε τη μια και βάρα την άλλη. Δεν έχω όρεξη να τις αναλύσω. Δε χρειάζεται κιόλας. Είναι αυταπόδεικτα αβάσιμες και ανεπίδεκτες κριτικής.
Είναι τελείως διαφορετικό πράγμα μια οργανωμένη Θύρα να υπενθυμίζει την παρουσία της και να θυμίζει ότι η καψούρα της δεν την καθιστά και εύπιστο όχλο που μασουλίζει πειθήνια ό,τι της σερβίρεται για φαγητό και τελείως διαφορετικό πράγμα να προσπαθεί να πετύχει τη βελτίωση της ομάδας λέγοντας: «θα φάτε ξύλο άμα δεν πάρετε τη νίκη».
Το ένα λειτουργεί υποστηρικτικά και, όντως, «διδακτικά» ως προς κάποιο επίπεδο –και μάλιστα αυτό που πρέπει: της διοίκησης σε όλες τις εκφάνσεις της.
Το δεύτερο λειτουργεί τελείως διαλυτικά και προσθέτει αχρείαστο ψυχολογικό φορτίο σε ανθρώπους που πρώτοι και καλύτερα απ’ όλους αντιλαμβάνονται την αποτυχία τους και επιβαρύνονται από τυχόν επανάληψή της.
Δεν υπάρχει ομάδα, ούτε παίκτης ούτε προπονητής που να θέλουν να χάνουν –πολύ περισσότερο παίκτες και προπονητές ομάδων με εκατοντάδες χιλιάδες φίλους και με ιδιοκτησία που πληρώνει καλά και στην ώρα της.
Υπάρχουν ομάδες που, πολύ συχνά, δεν καταφέρνουν να κερδίζουν, ακόμη κι αν έχουν όλες τις προδιαγραφές για να το πετύχουν.
Οι λόγοι για κάτι τέτοιο είναι πολλοί και, ναι: πολύ συχνά μεταξύ τους συγκαταλέγεται και μια λανθασμένη διαχείριση από μεριάς του προπονητή. Ή η αδυναμία να επιτευχθεί ομοιογένεια, να βγουν αυτοματισμοί που μπορεί να έχουν δουλευτεί στην προπόνηση, να υλοποιηθεί ένα σχέδιο επί χάρτου στο χορτάρι. Ή το ντεφορμάρισμα κάποιων παικτών.
Κι αυτοί και πολλοί άλλοι μπορεί να είναι οι λόγοι.
Αλλά, η υποτιθέμενη… άνεση και η χαλαρότητα ότι και να χάσουν, ε δε θα φάνε δε και ξύλο από τους οπαδούς, πιστέψτε με: ΔΕΝ είναι ένας απ’ αυτούς.
Εν προκειμένω, τα λάθη που –τουλάχιστον στα μάτια ημών, των έξω απ’ το χορό- έχει κάνει ο Λουτσέσκου, έχουν επισημανθεί και, έως και υπερτονιστεί. Όμως, για το αν η λύση στα αγωνιστικά προβλήματα του ΠΑΟΚ είναι το να ξαναβρεί το παλιό του σπίτι στην Ξάνθη ο Ρουμάνος και να στρώσει στο πάτωμα να κοιμηθεί, αντί να γυρίσει στη Θεσσαλονίκη χωρίς τους τρεις βαθμούς, αμφιβάλω ζωηρά.
Ο ΠΑΟΚ είναι ένα τεράστιο αθλητικό μέγεθος που, όμως, για λόγους που ΔΕΝ είχαν πάντοτε να κάνουν μόνον με το (παρά ταύτα δεδομένο) «κατεστημένο των Αθηνών ή του Πειραιώς», εθίστηκε επί δεκαετίες σε προσδοκίες χαμηλότερες όσων του άξιζαν και όφειλε να διεκδικεί την ικανοποίησή τους.
Οι εποχές αυτές φαίνεται πια να έχουν παρέλθει, αλλά χούγια χρόνων, που έχουν «ποτίσει» τους τοίχους των αποδυτηρίων, δεν κόβονται εύκολα. Και αν η λύση γι’ αυτό έμοιαζε απλή –αλλάζουμε τρία ρόστερ σε δύο σεζόν- και μπολιάζουμε νέο πνεύμα σε τελείως άφθαρτο υλικό- στην πράξη, πολύ σπάνια επιτυγχάνεται κάτι τέτοιο μ’ αυτόν τον τρόπο και σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
Κοιτάζοντας τη βαθμολογία του πρωταθλήματος, αυτό το 0-4-2 στα εκτός έδρας ματς, όντως «βγάζει μάτι», ειδικά όταν συγκριθεί με το 6-0-0 στα εντός και παρά την τιμωρία-πεσκέσι από πέρυσι. Όμως, με δυο βαθμούς απόσταση από την κορυφή δε βλέπω δα να έχει χαθεί και το τρένο, έτσι δεν είναι;
Όλα τα πράγματα έχουν δύο αναγνώσεις. Ότι ομάδα που δε θα κάνει εκτός έδρας νίκη δε θα πάρει πρωτάθλημα, είναι λοιπόν, δεδομένο απ’ τη μια. Απ’ την άλλη όμως, πόσο δεδομένες ήταν οι έξι νίκες σε έξι ματς στην άδεια Τούμπα; Το να κάνει κάποιος «σημαία» το πρώτο και να θεωρήσει ασήμαντο το δεύτερο, δεν είναι λάθος και μάλιστα ουσιώδες;
Να σας πω και κάτι ακόμη; Εάν οι νίκες αυτές στην Τούμπα είχαν έλθει παρουσία δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που θα έστηναν γιορτή, θα έφτιαχναν σούπερ ατμόσφαιρα, θα χειροκροτούσαν, θα τραγουδούσαν, θα πανηγύριζαν και θα αντάμειβαν παίκτες και προπονητή, είναι ή όχι βάσιμο να υποθέσει κάποιος ότι αυτό θα είχε θετική επίδραση στην ομάδα στο επόμενο εκτός έδρας ματς;
Ξαναλέω, λοιπόν: όλα οφείλουν να συνυπολογίζονται σε μια πορεία δύσκολη που, κακώς κάποιοι βιάστηκαν να παρουσιάσουν στην αρχή της σεζόν ως «περίπατο στο πάρκο». Η υποστήριξη των οπαδών –και η μέριμνα εκ μέρους τους να… μην ξεκινήσει ΚΑΙ την προσεχή σεζόν με εφτά αγωνιστικές κεκλεισμένων των θυρών το πρωτάθλημα η ομάδα, βεβαίως βεβαίως…- είναι από τις πιο σημαντικές παραμέτρους σ’ αυτήν την προσπάθεια.
Αλλά η λέξη-κλειδί είναι εδώ η υποστήριξη. Εάν η Θύρα 4 λογίζει ως τέτοια την κουβέντα: «μη γυρίσετε απ’ την Ξάνθη αν δεν κερδίσετε», συγγνώμη, αλλά εγώ δε μπορώ να το κάνω. Για τους λόγους που ήδη τονίστηκαν, αλλά και για έναν ακόμη: κάτι που επίσης πρέπει να συνυπολογίζεται σε μια δύσκολη πορεία όπως αυτή που ανέφερα πιο πάνω είναι και η επικοινωνιακή διαχείριση όλων όσα αφορούν την ομάδα. Δεν αμφισβητώ στο παραμικρό τις προθέσεις τους. Όμως, στο τέλος της ημέρας, είδαν ή όχι πώς ακριβώς χρησιμοποιήθηκε αυτή η ανακοίνωση και σε ποιο «επικοινωνιακό» μύλο έριξε νερό; Τώρα που το βλέπουν, τι λένε; Είναι ή όχι κρίμα;