Δεν αρκούν αξιοπρεπείς, καταξιωμένοι και ικανοί διεκπεραιωτές, το ποδόσφαιρο έχει ανάγκη από οραματιστές κι εγωιστές
Περισσότερο απογοητευτική και από τη χθεσινή επίδοση της εθνικής, ήταν η εικόνα των άδειων κερκίδων. Σε περίπτωση που μετέτρεπαν το ΟΑΚΑ σε παγοδρόμιο για να φιλοξενήσει τριεθνές τουρνουά χόκεϊ επί πάγου με συμμετοχή Ελλάδας, Μαρόκου και Ιορδανίας, θα μάζευε τουλάχιστον τις οικογένειες των αθλητών και μερικούς μετανάστες.
Πριν από σχεδόν 15 χρόνια η εθνική Ελλάδος κατάφερε έναν μυθικό άθλο, που μέσα μας όλοι γνωρίζαμε πως δε θα ξαναδούμε, όχι μόνο εμείς αλλά ούτε τα τρισέγγονα μας. Η ελπίδα ήταν να αποκτήσει η εθνική μια μαγιά υποστηρικτών, που θα την αγαπάνε περισσότερο απ΄όσο την αγάπησαν οι γενιές πριν το 2004. Θα την αντιλαμβάνονται περίπου όπως οι οπαδοί τη δική τους ομάδα, που δεν την εγκαταλείπουν ποτέ.
Ακόμα κι αν για κάποιους λόγους δεν πηγαίνουν μαζικά στο γήπεδο, ενδιαφέρονται να μάθουν νέα, διαβάζουν, σχολιάζουν, συμμετέχουν γενικότερα. Μέχρι και το μπινελίκι είναι ενεργητική πράξη, που υποδηλώνει ενδιαφέρον.
Οι απελπιστικά άδειες κερκίδες του ΟΑΚΑ, μαρτυρούν ίσως τη χειρότερη συμπεριφορά που μπορεί κάποιος να εισπράξει:
Την αδιαφορία.
Πλέον η εθνική μπήκε για τα καλά σε αυτό το μονοπάτι, το θέμα δεν είναι αν θα χάνει ή θα κερδίζει, αλλά ότι ελάχιστοι θα γνωρίζουν αν αγωνίζεται, πότε και με ποιον αντίπαλο…
Η έλευση του Αναστασιάδη έχει τη σημασία της, ένας προπονητής με το βιογραφικό του Ρανιέρι, έστω και της φρεσκάδας που θα έφερνε κάποιος τύπου Σκίμπε, ίσως να έδινε καταρχήν μια νέα πνοή, που όλοι την είχαν ανάγκη. Και οι αθλητές και το κοινό. Το τι θα κατάφερναν στην πορεία είναι αλλουνού παπά Ευαγγέλιο, μιλάμε για το λεγόμενο ηλεκτροσόκ που λένε οι μορφωμένες μπαλαδόφατσες.
Ποιον να εμπνεύσει άραγε ο Αναστασιάδης, το Ελληνικό ποδόσφαιρο κινείται σε ρυθμούς χωριού, όπου ο καθένας ξέρει μέχρι και πόσες κότες γκάστρωσε ο κόκορας του γείτονα, τα κουσούρια κι οι κυκλοθυμίες του είναι γνωστές σε όλους, ποιον να εμπνεύσει έστω και για αρχή;
Το ίδιο ισχύει για τον κόσμο, γνώριζε εξαρχής τι να περιμένει, «κερδίσαμε, χάσαμε, επειδή έτσι ήθελε η Παναγιά». Μελετώντας Γραφές και Πατερικά κείμενα την ώρα που παίζει η εθνική, διαβάζεις καλύτερα τον αγώνα.
Εννοείται πως η έλευση του δεν ήταν κάτι περισσότερο από το κερασάκι, το πρόβλημα παραμένει η τούρτα.
Όπου τούρτα, βάλτε το ζαχαροπλάστη και όλο το διοικητικό επιτελείο της ΕΠΟ, που αν το καλομελετήσετε, δεν έχει άλλη σοβαρή δουλειά, πλην της εθνικής. Ειδικά με την Ομοσπονδία να βρίσκεται υπό διεθνή κηδεμονία, ούτε 4ο διαιτητή δεν έχει δικαίωμα να ορίσει σε αγώνα. Τη διοργάνωση της πρώτης κατηγορίας την τρέχει η Σούπερ λιγκ, της δεύτερης η αντίστοιχη Φούτμπολ, με τι να ασχολούνται άραγε τόσοι νοματαίοι στην Ομοσπονδία; Με τη Γ εθνική που αναπνέει με μηχανική υποστήριξη κι οι ομάδες φυτοζωούν;
Μια εθνική ομάδα είναι όλη κι όλοι η σοβαρή υποχρέωση που έχουν να φέρουν σε πέρας, φανταστείτε δηλαδή να αναλάμβαναν και τη διοργάνωση υψηλότερης κατηγορίας, θα κλαίγαμε με μαύρο δάκρυ…
Από τις καιρούς αναρτήσεις μου για θέματα εθνικής, θα έχετε καταλάβει πως έχω σε μεγάλη εκτίμηση τον Βασίλη Γκαγκάτση, δεν το έκρυψα ποτέ ακόμα και ζώντας σε μια πόλη που ανέκαθεν ήταν persona non grata. Όχι σαν τους γαύρους δηλαδή που χθες ήταν έτσι και την επόμενη γιουβέτσι.
Ο Γκαγκάτσης εννοείται πως ούτε Άγιος είναι ούτε αλάνθαστος, το έχει παραδεχτεί και ο ίδιος άλλωστε.. Ειδικά όσον αφορά τη Θεσσαλονίκη και παρά τα λάθη του, χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως άλλοθι για τη διαχρονική κάλυψη απατεώνων παραγόντων. Επί Μπατατούδη πχ, υπήρχαν δημοσιογράφοι που παρακινούσαν τον κόσμο να επενδύσει στις εταιρίες του στο χρηματιστήριο, ενώ ο άνθρωπος δεν είχε μαντήλι να κλάψει. Γίνεται αντιληπτό, πως για την αδυναμία του ΠΑΟΚ δε θα μπορούσε να φταίει το αφεντικό, αλλά ο Γκαγκάτσης. Λες και πηγαίναμε για πρωτάθλημα και μας το έκλεβε η διαιτησία…
Τέλος πάντων αυτά ανήκουν στο παρελθόν, το θέμα είναι πως με όλα τα στραβά του, ο Γκαγκάτσης είναι αυτό που λέμε ποδοσφαιροπαράγοντας και με δυο κιλά συκωταριές ανάμεσα στα σκέλια του, μάλιστα.
Η λέξη παράγοντας προέρχεται από το ρήμα παράγω, αυτό έκανε ο Γκαγκάτσης, παρήγαγε σχέδιο, προσπάθεια, όραμα. Εξαιρετικά ανήσυχο πνεύμα, δε συμβιβαζόταν ποτέ με το μέτριο.
Οι διάδοχοι του απλά δεν είχαν σχέση με τα παραπάνω, η πορεία της εθνικής επί των ημερών τους ήταν φθίνουσα, με αποκορύφωμα το χάλι που βλέπουμε.
Ακόμα και τα καλά που πέτυχαν, ήταν συνέπεια και κληροδότημα του 2004, ο Σάντος κι ο Ρανιέρι ήρθαν σε μια εθνική που κουβαλούσε έστω και λίγη από τη χρυσόσκονη του Euro της Πορτογαλίας.
Ευπρεπής κύριος ο Πιλάβιος, δε λέω, γλωσσομαθής, ευγενής, μπορεί να σταθεί αξιοπρεπέστατα σε ένα κοσμικό γκαλά, καμία σχέση με ποδόσφαιρο και δημιουργία όμως.
Σαρρήδες και Γκιρτζικηδες δεν ήταν παρά παιδιά για όλες τις δουλειές «καθαριστές» όπως ονομάζονται στη διάλεκτο του υποκόσμου, είναι αυτοί που αναλαμβάνουν μια αποστολή και καθαρίζουν από στόχους, μέχρι ίχνη. Ούτε αυτό δεν κατάφεραν πάντως, αμφότεροι καθαιρέθηκαν έχοντας μπλεξίματα με τη δικαιοσύνη.
Ο Γραμμένος ως πακέτο είναι τύπου Πιλάβιου, καλλιεργημένος, κύριος, εξαιρετικός δικηγόρος και έντιμος άνθρωπος, τι να τα κάνεις αυτά όμως, όταν η εικόνα που δίνει είναι πως δεν τον ενδιαφέρει να δημιουργήσει, αλλά να ισορροπήσει;
Αναρωτιέμαι πραγματικά αν αύριο αποχωρήσει και στη θέση του βάλεις έναν ταξιτζή, εστιάτορα, κάποιον συμβασιούχο σε τμήμα καθαριότητας, έναν αυτόματο πιλότο, ή ένα μαξιλάρι, τι χειρότερο θα καταφέρει;
Στα μέσα της δεκαετίας του 80 ο ΠΑΟΚ είχε πρόεδρο τον Χάρη Σαββίδη αποκαλούμενο και φρουτέμπορα, μεγάλη τρέλα για την ομάδα ο συγχωρεμένος και μπαλαδόφατσα, ως πρώην τερματοφύλακας του ΠΑΟΚ, έκοβε το μάτι του. Όταν πήγαιναν να του πουλήσουν κάναν παίκτη λοιπόν και τον έπιαναν στον πρόλογο «πρόεδρε πάρτον, είναι εργατικός, φιλότιμος, παιδί, διαμάντι», τους απαντούσε:
«Από μπάλα σκαμπάζει; Αν είναι καλό παιδί, να τον κεράσουμε μια πάστα…»
Το ίδιο ισχύει και για τους προέδρους της ΕΠΟ, δεν έχει σημασία αν είναι αξιοπρεπείς, καταξιωμένοι, και ικανοί διεκπεραιωτές, το ποδόσφαιρο έχει ανάγκη από οραματιστές και εγωιστές!
Ναι εγωιστές, για αυτό τα κατάφερε ο Γκαγκάτσης, επειδή ήθελε να πετύχει και να τον θυμούνται όλοι. Δεν του αρκούσε πως ήταν πρόεδρος στην ΕΠΟ όπως τους επόμενους, ήθελε να χτίσει, να μείνει στην ιστορία.
Αυτό είναι το βασικό κίνητρο για κάθε πετυχημένο στον τομέα του, γιατροί, δικηγόροι και μεσίτες υπάρχουν με το τσουβάλι, λίγοι όμως είναι οι πετυχημένοι.
Τον Πιλάβιο τον νοσταλγεί άραγε κανείς, τον Γκιρτζίκη αν τον δει κάποιος στον δρόμο θα του πει «που είσαι ρε πρόεδρε, από τότε που έφυγες διέλυσε το μαγαζί…;»