Η επιλογή του Άγγελου θα ήταν σπουδαία, αν είχαμε 2004. Το κακό είναι πως για όσους δεν το πρόσεξαν πάμε για το 2019.
Θα ήταν πράγματι μια ενδιαφέρουσα ιδέα, αν μετά το 2004 ο Ότο Ρεχάγκελ αποφάσιζε πως θέλει να φύγει σαν πρωταθλητής Ευρώπης. Ο Άγγελος Αναστασιάδης μόλις είχε συμπληρώσει μια γεμάτη 7ετία σε πάγκους όπως του ΠΑΟΚ, του Ηρακλή και του Παναθηναϊκού. Είχε κάνει πρωταθλητισμό, είχε βρεθεί σε επίπεδο Τσάμπιονς Λιγκ. Τον καταλάβαινε συνολικά το Ελληνικό ποδόσφαιρο και τον αποδέχονταν ως έναν από τους καλύτερους προπονητές στα μέρη μας.
Αν λοιπόν έπρεπε για κάποιο λόγο να επιστρέψουμε στο μοντέλο του Έλληνα προπονητή, κάποιον με ικανότητα να μεταδώσει «τα χαρακτηριστικά της μαχητικότητας και της προσήλωσης στην Εθνική ομάδα» τα οποία ξεχώρισε ως προαπαιτούμενα ο Βαγγέλης Γραμμένος στη σημερινή του ανακοίνωση τότε όντως όλα θα ήταν καλά. Το 2004 όμως ο Ρεχάγκελ έμεινε στη θέση του, η δε ομοσπονδία που είχε την ιδέα του Άγγελου ήταν η Κύπρος. Τώρα βρισκόμαστε στο φινάλε του 2018, αν δεν το παρατήρησε κανείς στην ΕΠΟ της Εξυγίανσης που αφού «έφτιαξε τις Κυριακές μας» είπε να βάλει το χέρι της να φτιάξει και την εθνική ομάδα.
Ο Άγγελος Αναστασιάδης είναι βετεράνος. Τον Μάρτη κλείνει τα 66 του χρόνια. Εδώ και μια επταετία δουλεύει στην χάση και στη φέξη δίχως να έχει ολοκληρώσει κάπου έστω μια ολόκληρη σεζόν. Η επιλογή του δεν μοιάζει να στέκει σε κανένα ποδοσφαιρικό κριτήριο πέρα από το γεγονός ότι προέρχεται από την αγαπημένη δεξαμενή του πρόεδρου Γραμμένου. Την δεξαμενή του ΠΑΟΚ. Αυτό είναι όλο. Δεν υπάρχει κανένα σχέδιο, καμία ιδέα, κανένα πλάνο πάνω στην οποία έγινε η επιλογή του νέου τεχνικού.
Δεν υπάρχει Έλληνας διεθνής ποδοσφαιριστής, είτε εν ενεργεία, είτε από τους προηγούμενους που να θέλει Έλληνα προπονητή στον πάγκο της εθνικής. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μόνος που ήθελε να παραμείνει ο Σκίμπε στη θέση του, ήταν ο Ζήσης Βρύζας ο οποίος ξέρει πολύ καλά τους λόγους για τους οποίους το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα δεν έχει «τύχη» όταν στο πάγκο της κάθεται Έλληνας. O τελευταίος που βρέθηκε με αυτή τη δουλειά στα χέρια ήταν ο Βασίλης Δανιήλ στις αρχές του αιώνα.
Δεν είναι φυσικά θέμα γνώσεων, ούτε ικανοτήτων. Είναι πολύ πιο απλοί οι λόγοι της… ξενομανίας. Οι προπονητές που έρχονται από μακριά μπορεί να κάνουν κανά χατίρι στον μάνατζερ τους. Μπορεί να έχουν τα κολλήματα τους. Αποκλείεται όμως να επιτρέψουν σε όλους εκείνους τους «άσχετους» που παριστάνουν τους παράγοντες της ομοσπονδίας να… παίξουν μπάλα στον τρόπο λειτουργίας της ομάδας. Δεν έκαναν χάρη ο Γκαγκάτσης, ο Γκιρτζίκης και ο Σαρρής δίνοντας το χρίσμα στον Ρεχάγκελ, τον Σάντος και τον Ρανιέρι. Στα αποδυτήρια του Σάντος δεν μπορούσε να πλησιάσει άνθρωπος. Τους Έλληνες προπονητές στις εθνικές ομάδες όμως τους… κάνουν χάρη για να τους διαλέξουν. Η ομοσπονδία, οι εκάστοτε χαλίφηδες, η Κυβέρνηση. Από αυτό λοιπόν είχαμε γλιτώσει ως ποδόσφαιρο καμιά εικοσαριά χρόνια.
Η διοίκηση του Γραμμένου όμως φαίνεται πραγματικά να… νοσταλγεί εκείνες τις εποχές. Δεν είναι μόνο η επιλογή του κόουτς που επιχειρηματολογεί υπέρ αυτού. Είναι και οι πόρτες που… άνοιξε για να επιστρέψουν και άλλου τύπου φαντάσματα, όπως αποδεικνύουν τα γεγονότα εδώ και ενάμιση χρόνο. Να ξαναμπούν στην «εξίσωση» τομάρια από τα οποία νομίζαμε ότι έχουμε ξεμπλέξει οριστικά!
Ο Αναστασιάδης είναι προπονητής. Είναι προπονητής μιας άλλης εποχής όμως. Υποθέτω ότι ο Γιώργος Τζαβέλας ήδη θα έχει αρχίσει να εξιστορεί περιστατικά από την κοινή θητεία τους στον ΠΑΟΚ. Ειδικά από τη στιγμή που ξέρει πως με τον Άγγελο στην εθνική είναι πιο πιθανό να ταξιδέψει στο φεγγάρι, παρά να φορέσει ξανά το εθνόσημο. Να είστε σίγουροι ότι αυτό που έρχεται δεν θα είναι διόλου ευχάριστο.
Αυτή την ομάδα εδώ και μια τετραετία, από την εποχή που έφυγε ο σπουδαίος Φερνάντο Σάντος, προσπαθούν να την κρατήσουν όρθια οι ποδοσφαιριστές της. Ο Τόρο, ο Σωκράτης, ο Μανωλάς κλπ. Ο Γραμμένος φρόντισε να μην ρωτήσει κανέναν για την αλλαγή στον πάγκο. Τα δε πρωτοπαλίκαρα της ομοσπονδίας φρόντισαν να διαρρεύσουν ότι πέρσι τέτοια εποχή ο Σκίμπε ανανέωσε όχι γιατί το ήθελε η ΕΠΟ αλλά γιατί το ήθελαν οι ποδοσφαιριστές, επί της ουσίας θέλοντας να τους ρίξουν το μπαλάκι της ευθύνης.
Κανείς δεν ρώτησε τους ποδοσφαιριστές για το Καραϊσκάκη, κανείς δεν τους ρώτησε για την αλλαγή του ξενοδοχείου που η ομάδα συνήθιζε να καταλύει. Κανείς δεν τους ρωτά και τώρα. Είναι δικαίωμα της ομοσπονδίας να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Αν όμως ένα-ένα αυτά τα παιδιά αποφασίσουν να ασχοληθούν με τις καριέρες τους τότε ο Γραμμένος θα έχει τον προπονητή που θέλει (ή του είπαν τέλος πάντων να θέλει), αλλά η εθνική αποκλείεται να έχει τους ποδοσφαιριστές που χρειάζεται.