Η Εθνική σύνθεση ανάγκης μας δείχνει πως βαδίζουμε στον σωστό δρόμο, χωρίς να γνωρίζουμε γιατί περπατάμε
Αν ρωτούσαμε 1.000 φίλους του μπάσκετ τη γνώμη τους για την Εθνική που αγωνίστηκε κόντρα στη Μεγάλη Βρετανία, πιθανότατα κι οι 1.000 θα ομονοούσαν ότι είναι το αποτέλεσμα της κόντρας ανάμεσα στη ΦΙΜΠΑ και την Ευρωλίγκα. Κι όμως, θα είχαν δίκιο μόνο ως προς το γεγονός ότι την ώρα που αγωνίζονταν η «επίσημη αγαπημένη», ο Παναθηναϊκός αντιμετώπιζε τη Ρεάλ, έτσι ένα μεγάλο μέρος του κόσμου είχε αλλού στραμμένη την προσοχή του. Πέραν τούτου, ουδέν!
Έχετε αναλογιστεί πόσα από τα παιδιά που ξεκινούν το μπάσκετ, το σταματούν μέσα σε 2-3 χρόνια; Φίλος, ο οποίος ασχολείται χρόνια επιστημονικά με το άθλημα, μου έλεγε ότι στις ακαδημίες της ομάδας του (εκ των κορυφαίων της χώρας και σε μια ευαίσθητη περιοχή, όπου το μπάσκετ μπορεί να είναι διέξοδος) συμμετέχουν 320 παιδιά κι έχουν χαθεί (στο διάστημα που προαναφέραμε) άλλα 140-160 παιδάκια.
Ο λόγος είναι ότι σταματούν γρήγορα να απολαμβάνουν το παιχνίδι, είτε γιατί ο προπονητής ασκεί λεκτική βία, είτε γιατί δεν παίζουν, είτε γιατί φεύγουν από τη χαρά της συμμετοχής και της άθλησης και μπαίνουν στη λογική του αποτελέσματος. Όλα αυτά σε τρυφερή ηλικία, πριν καν τα 15, όταν δεν έχουν και πλήρη αντίληψη όσων βιωματικά αντιμετωπίζουν.
Όταν ένα παιδί φτάνει στα 18-19 χάνει κάθε ενδιαφέρον για το παιχνίδι, το αντιμετωπίζει ως βιοποριστικό μέσο, έχει στοχοπροσήλωση στη νίκη, δεν διασκεδάζει, δεν το αντιμετωπίζει ως διέξοδο. Κάτι που θα έκανε αν απλά βρίσκονταν στη… Βραζιλία, με μια μπασκέτα στο… πουθενά. Θα έπαιζαν μέχρι να νυχτώσει, θα επέστρεφαν ιδρωμένοι κι ευτυχισμένοι, ο ένας στη… φαβέλα του κι ο άλλος στο… παλάτι του. Αλλά θα τους ένωνε το μπάσκετ, το παιχνίδι.
Από τη στιγμή που το παιδί στα 18 έχει χάσει κάθε εξάρτηση από τη χαρά του παιχνιδιού, του απομένει η χαρά της νίκης, άρα τον στέλνουμε κατευθείαν στο κομμάτι εκείνο της εξέδρας, που αδιαφορεί για τον αγώνα, για το ποιος παίζει, ενδιαφέρεται μόνο να νικά, για να καλύψει εσωτερικά κενά, για να ανήκει σε ένα σύνολο, που εντέλει… γαμά και δέρνει. Κι όταν χάνει, είναι μη αποδεκτό, καθώς δεν έχει από πουθενά να πιαστεί, γι’ αυτό και είναι πρόθυμος να σπάσει τα πάντα, να διακόψει το παιχνίδι, να γίνει πρωταγωνιστής.
Σε αυτό το πλαίσιο, Εθνική που να μην είναι πλουμιστή δεν είναι Εθνική. Γιατί εμείς μάθαμε να κερδίζουμε και δεν μας ενδιαφέρει ο ιδρώτας του κάθε Βασιλόπουλου, του κάθε Αθηναίου. Όχι πως δεν έπρεπε να παίζουν οι καλύτεροι, όμως αυτό δεν μπορούσε να συμβεί, επειδή οι παράγοντες πρώτοι απ’ όλους προσχώρησαν στο κίνημα «διαλύω το παιχνίδι, προκειμένου να κερδίσω».
Η ειρωνεία είναι πως όταν η Εθνική (του ’87) μας έβγαλε στους δρόμους, ελάχιστοι μπασκετμπολίστες της εποχής ήταν επαγγελματίες. Χάραξαν έναν δρόμο, που στην πορεία έγινε λεωφόρος, τον οποίο βαδίζει με συνέπεια ο οργανισμός που λέγεται μπάσκετ (από τους λίγους που λειτουργούν στη χώρα με τέτοια συνέχεια και συνέπεια), αλλά μέσα από στροφές και διασταυρώσεις (ξε)χάσαμε το γιατί πήραμε αυτόν τον δρόμο. Ξέρουμε πού πάμε, αγνοούμε το γιατί περπατάμε…
Εν ολίγοις, αυτή η Εθνική είναι αναλογικό ρολόι σε ψηφιακό κόσμο. Έχει συλλεκτικό ενδιαφέρον, για όσους λατρεύουν τα ρολόγια ως έργα τέχνης κι όχι γι’ αυτούς που περιμένουν την επόμενη έκδοση, που θα ψήνει και καφέ…