Νύχτες με Τσέλσι, είναι από αυτές που δεν ξημερώνουν

Νύχτες με Τσέλσι, είναι από αυτές που δεν ξημερώνουν

Το θεώρημα πως χωρίς Ευρώπη έχουμε λιγότερη καταπόνηση άρα είναι καλύτερα για την ομάδα, μοιάζει λογικοφανές, αλλά δεν είναι όσο φαίνεται.

Πέρσι τέτοιον καιρό που ξεκινούσε η φάση των ομίλων του Γιουρόπα, αποκλεισμένοι από μια Έστερκάτι -δε θυμάμαι το υπόλοιπο- τηλεφωνούσαμε σε φίλους και γνωστούς οπαδούς του «ο Άρης» που γνώριζαν όλες τις προσφορές πίτσας, έπειτα από μακροχρόνια έρευνα αγοράς. Τότε ήταν που κυκλοφόρησε το αφήγημα «έλα μωρέ και τι έγινε που αποκλειστήκαμε, έχουμε παίξει πολλές φορές, ίσως είναι καλύτερα έτσι αφού θα είμαστε ξεκούραστοι και συγκεντρωμένοι στο πρωτάθλημα».

Είναι σα να βγάζεις καψούρα με την Καιτούλα, πηγαίνοντας κάθε βράδυ έξω από το σπίτι της φωνάζοντας με λυγμούς «Καιτούλαααα, σ΄αγαπάω Καιτούλααα, δώσ μου λίγη σημασία Καιτούλαααα», αφού στο ενδιάμεσο απαγγέλεις όλη τη δισκογραφία του Γιάννη Πάριου. Κι αφού έχεις φάει από την Καιτούλαααα πόρτα και μάλιστα θωρακισμένη, σε ρωτάει καπάκι ο κολλητός «τι παίζει με την Καιτούλα ρε φίλε, σταμάτησες να μιλάς γι αυτήν, την είδα προχθές χεράκι-χεράκι με τον Βαγγέλη το μπάρμαν» και του απαντάς:

«Ποια Καιτούλα μωρέ, σιγά τη γκόμενα, όλο το οικοδομικό τετράγωνο την έχει πάρει, τον παίρνει αγγούρι και τον βγάζει τζατζίκι. Άσε που απ΄ότι είδα σε κάτι φωτογραφίες που ανέβασε στο instagram , άρχισε να κάνει κυτταρίτιδα.. »

Είναι ανθρώπινο από μια άποψη, να κατασκευάζεις εύηχα θεωρήματα για να επουλώσεις τα τραύματα του πληγωμένου σου εγωισμού, απαξιώνοντας αυτό που δεν κατάφερες να κατακτήσεις.

Ένα χρόνο μετά που ψήσαμε την Καιτούλα, παίζει να είναι παρθένα, για την κυτταρίτιδα φταίει το κινητό που ήταν παλιάς τεχνολογίας, οπότε θα πάμε Τούμπα για τη ματσάρα με την Τσέλσι. Κανονικά σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού πρέπει να παίζουμε συντηρητικά μην και τυχόν κουραστούμε κι αν η ομάδα κάνει κάνα ξέσπασμα, αντί για «μη σταματάς δικέφαλε», να τραγουδάμε «ΠΑΟΚ χαλαρά διότι, προέχει να κερδίσουμε Λαμία και Κομπότη».

Σε θεωρητική βάση, το σενάριο πως χωρίς Ευρώπη έχουμε λιγότερη καταπόνηση άρα είναι καλύτερα για την ομάδα, μοιάζει λογικοφανές, αλλά δεν είναι όσο φαίνεται.

Κάθε Ευρωπαϊκή βραδιά απογειώνει κατακόρυφα το πρεστίζ και το ειδικό βάρος οποιασδήποτε ομάδας, αν και ο φανατισμός δεν έχει σχέση με τον αντίστοιχο πριν από τα επερχόμενα ντέρμπι του εγχώριου πρωταθλήματος.

Πριν τα Ευρωπαϊκά όμως αισθάνεσαι αλλιώς, τα συναισθήματα που σε πλημμυρίζουν είναι ασυνήθιστα, κάθε κύτταρο του σώματος και του εγκεφάλου κυριεύεται από μια περίεργη γαλήνη, που παραδόξως σε τσιτώνει. Το τοπίο είναι γνώριμο, νιώθεις όμως πως βρίσκεσαι αλλού, ίσως επειδή αυτό που μάθαμε να ζούμε εντός των ποδοσφαιρικών ορίων της χώρας θυμίζει ποδόσφαιρο, μόνο στο περιτύλιγμα..

Έχουμε δει μπόλικα ΠΑΟΚ- Ολυμπιακός (Πειραιώς και Φιλαδέλφειας), ντέρμπι με βάζελο, ειδικά οι κάπως παλιότεροι έχουν δει αντίστοιχα παιγνίδια και εκτός έδρας. Οι ακόμα παλιότεροι, είχαν την τύχη να δουν και παιγνίδια με το μεγάλο «ο Άρης», ποιος στη χάρη τους δηλαδή.

Από τα περισσότερα ντέρμπι κάτι έχουμε να θυμόμαστε, υπάρχουν κάποια που η ανάμνηση περιορίζεται στο τελικό αποτέλεσμα. Ορισμένα μάλιστα, έχουν διαγραφεί από το σκληρό δίσκο.

Από τα Ευρωπαϊκά και ειδικά αυτά επιπέδου Τσέλσι, θυμόμαστε τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια για μια ζωή, πως πανηγυρίσαμε το γκολ, τι μας είπε ο διπλανός μας πριν τη μεγάλη ευκαιρία, τι μάρκα τσιγάρο κάναμε τράκα, επειδή από την αγωνία είχαμε καπνίσει όλο το πακέτο.

Είναι σαν τις κάτι τέτοιες νύχτες που δεν ξημερώνουνε, όπως τραγουδούσε κάποτε ο Βοσκόπουλος. Ξημερώνουν βέβαια, απλά θέλουμε να κρατήσουν για πάντα..

Αυτά είναι που μένουν βασικά, τα υπόλοιπα υπάρχουν ως αμυδρές εικόνες, ίσως επειδή η προοπτική της καζούρας προσφέρει μια απατηλή ευδαιμονία.

Με εξαίρεση κάτι στιγμιαίο και ανώδυνο, τα Ευρωπαϊκά δεν έχουν καζούρα, δεν υπάρχουν προηγούμενα, ούτε αντιπαλότητα, είναι ότι μιλάς και άλλη γλώσσα.

Όταν αποκλείσαμε στην Άρσεναλ τότε με το γκολ του Βρύζα, ένας από τους αστέρες των Λονδρέζων εκτός από Μπέργκαμπ, Όβερμαρς κλπ, ήταν κι ο Ίαν Ράιτ. Το παιγνίδι γινόταν Τρίτη και μόλις ο ανώνυμος ποιητής της εξέδρας έβγαλε σύνθημα «Ian Wright suck my dick on Tuesday night», έρχεται ένας μαυριδερός τύπος χωρίς δόντια και το στόμα στραβωμένο μέχρι το αυτί, ρωτώντας με γεμάτος αγανάκτηση «φιλαράκι, τι λένε αυτοί ρε;»

Ο φουκαράς ήξερε το βασικό ρεπερτόριο για τον θρύλο και τον Πειραιά, για τον ΠΑΟΚ που θα προκριθεί και κόντευε να τρελαθεί που δεν καταλάβαινε τι τραγουδούσαμε…

Στα Ευρωπαϊκά επίσης δεν πας για κάτι συγκεκριμένο, δεν έχεις χειροπιαστό στόχο, παίζεις για την τρέλα και την τιμή των όπλων, ο ρόλος της Ελληνικής ομάδας στην Ευρώπη είναι σαν εκείνον του Παναιτωλικού στη Σούπερ λιγκ.

Απλώς συμμετέχει, ελπίζοντας να πετύχει κάπου, κάποτε, κάποια στιγμή μια μεγάλη νίκη, για να γίνει ταινία στον τοπικό κινηματογράφο του Αγρινίου.

Χωρίς αντιπαράθεση, καζούρα, χωρίς στόχο επίσης κι όμως αυτά θυμάσαι, γιατί απλά είναι η ιδανική ευκαιρία να δραπετεύσεις από την εσωτερική μιζέρια.

Το ίδιο ισχύει και για τους αθλητές, ναι μεν έξι τουλάχιστον αγώνες και μάλιστα σκληροί, συν τις μετακινήσεις δεν είναι αμελητέα ποσότητα, είναι ευκαιρία όμως να αναπνεύσουν άλλον αέρα.

Σα να βολεύεσαι με την Κούλα την κόρη του περιπτερά και να σου χτυπήσει μια βραδιά την πόρτα η Τζένιφερ Λόπεζ, θα της πεις μήπως «δε μπορώ είμαι κουρασμένος, έχω και πρωινό ξύπνημα αύριο» ή θα της πετάξεις τα μάτια όξω, ακόμα κι αν χρειαστεί να πας σερί στη δουλειά, χωρίς να κλείσεις τα δικά σου;

Την επόμενη μέρα μάλιστα μόνο κουρασμένος δε θα είσαι, θα πετάς,

Η κούραση άλλωστε είναι κατά βάσει εγκεφαλικό θέμα και λιγότερο σωματικό, ένα από τα πιο επίπονα πράγματα είναι οι διακοπές, πηγαίνεις πέντε μέρες στο Παρίσι και σου φεύγει η μαγκιά, ανέβα στο αεροπλάνο, ξεπάρκαρε, περίμενε τις αποσκευές, ψάξε το ξενοδοχείο, κάνε αμέτρητα πάνε ένα στην αγορά, ξόδεψε ατελείωτες περιμένοντας να αποφασίσει η σύζυγος ποιο συνολάκι της ταιριάζει, σκαρφάλωσε και στον Πύργο του Άιφελ. Άγχος για να πάρεις δώρα για όλους, να προλάβεις τα μουσεία και τις γκαλερί, να γευματίσεις στο Le Gabriel κοινοποιώντας την παρουσία σου, για να σκάσουν από το κακό τους οι φίλοι.

Επιστρέφεις όμως στο σπίτι αναζωογονημένος, είσαι γεμάτος ενέργεια, ενώ την έχεις ξοδέψει όλη.

Στην υπόλοιπη ζωή σου, εργάζεσαι σε γραφείο ξύνοντας τα μέζεα, επιστρέφεις σπίτι, τρως, κοιμάσαι, πίνεις καφέ, το απόγευμα χαζεύεις κάνα βυζάκι στο instagram και μονολογείς «πωωω πτώμα είμαι ρε π@@στη μου, τι κούραση κι αυτή».

Το τελευταίο είναι να παίζεις Κυριακή προς Κυριακή με την Ξάνθη, την Λάρισα και τον Απόλλων Σμύρνης, τα ματς με τις Τσέλσες είναι το ταξιδάκι, που σε κάνει άλλο άνθρωπο κι αν θέλετε, σε αξιώνει να ζήσεις το ποδόσφαιρο, όπως πραγματικά είναι.

Η αλήθεια είναι πάντως πως όταν από τα Νταλούζ, τα Στάμφορντ Μπριτζ και τις Αλιάνζ Αρένες, βρίσκεσαι ξαφνικά στο τσαρδί του Κομπότη το λες και πολιτισμικό σοκ, όπως και το να έχεις απέναντί σου τον Αζάρ και μερικές ημέρες μετά να πάρεις στα σοβαρά τον Δημούτσο.

Μαζί με την κούραση όμως οφείλεις να ξεπεράσεις και όλα τα υπόλοιπα, ώστε να ξεχωρίσεις.

Καλές ομάδες υπάρχουν πολλές δεν ανήκουν όλες όμως στην ίδια κατηγορία, υπάρχουν οι απλά καλές, οι πολύ καλές, οι πάρα πολύ καλές, οι ομαδάρες και οι σούπερ ομαδάρες..

Όσο ευκολότερα καταφέρνεις και ξεπερνάς τα παραπάνω και να προσαρμόζεσαι στις απαιτήσεις, τόσο ανεβαίνεις και βαθμίδες.

ΥΓ. Η συγκυρία για τον ΠΑΟΚ είναι πιο επίπονη από την κλασική που περιγράφω, έχει δυο κολλητά ντέρμπι για το πρωτάθλημα, έκατσε κι ο νεοφώτιστος στο κύπελλο, που θα έρθει για να παίξει τον πρώτο τελικό C.L της χρονιάς του.
Έστω κι αν ο βαθμός συγκέντρωσης πρέπει να υπερβεί τα συνηθισμένα όρια, δεν αλλάζει κάτι θεαματικά σε σχέση με όσα προανέφερα.
Αν θες να λέγεσαι ομάδα με υψηλούς στόχους, επιβάλλεται να μάθεις να ζεις με τέτοιες συνθήκες…

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ