Ο Έλληνας… Μπόμπι Νάιτ, μετά την κατάκτηση του πέμπτου συνεχόμενου χρυσού μεταλλίου είναι πλέον… αντάτσαμπολ!
ΔΕΝ (δεν, δεν, δεν) πανηγύρισα τη νίκη επί της Σερβίας, γιατί πολύ απλά: Έχω δει την Εθνική να κατακτά το Ευρωμπάσκετ του ’87, να παίζει μπασκετάρα το ’89 στο Ζάγκρεμπ, να σηκώνει ξανά τρόπαιο το 2005 στο Βελιγράδι, να κερδίζει το 2006 στη Σαϊτάμα την «ομάδα όνειρο» των ΗΠΑ και να κατακτά τη δεύτερη θέση στο Παγκόσμιο, να πηγαίνει με… μισή ομάδα (και βγάλε) το 2009 στα χωριά της Πολωνίας και να παίρνει το χάλκινο.
Αν μετά από εννέα χρόνια ανομβρίας φτάσουμε να πανηγυρίζουμε την πρόκριση στην τελική φάση διοργάνωσης, πρέπει να κλαίμε κι όχι να γελάμε.
Σαφέστατα πρόκειται για πολύ μεγάλη νίκη, η οποία ήρθε μετά από εξαιρετική εμφάνιση. Και ΔΕΝ (δεν, δεν, δεν) υπάρχει ούτε μία σκιά, δεν δέχομαι ότι οι Σέρβοι είχαν απουσίες, γιατί κι από μας έλειπαν δύο ΝΒΑερ. Άρα νίκη καθαρή και κρυστάλλινη απέναντι σ’ έναν σπουδαίο αντίπαλο. Πάμε, όμως, στη διαχείρισή της.
«Δεν μας αγγίζει η κριτική» είπε ο Έλληνας Μπόμπι Νάιτ (κατά κόσμον Θανάσης Σκουρτόπουλος) κι έκλαψε η μάνα του Πελέ. Αν με μια νίκη επί των Σέρβων, σε προκριματική φάση, δεν σας αγγίζει η κριτική, αν πάρετε μετάλλιο σε κάποια διοργάνωση κόουτς, φαντάζομαι ότι δεν θα επιτραπεί δεύτερη σκέψη, για τον διάδοχο του Προκόπη Παυλόπουλου στην προεδρία της Δημοκρατίας.
Αν εσάς δεν σας αγγίζει η κριτική, ο Παναγιώτης Γιαννάκης (για να μιλήσουμε για τους ζώντες), που πέταξε εκτός τελικού Παγκοσμίου Πρωταθλήματος τις ΗΠΑ, πρέπει να απαιτήσει μέχρι το 2024, να βαφτίζονται όλα τα αγόρια στη χώρα με διπλό όνομα (Παναγιώτης, Γιαννάκης).
Ως νεόκοπος -ελλείψει άλλου- ομοσπονδιακός (ως πρώτος εννοώ), δίχως την παραμικρή προπονητική επιτυχία στο βιογραφικό σας (και σε συλλογικό επίπεδο), με καλύτερη χρονιά στην καριέρα σας την πορεία με το νεοφώτιστο Αιγάλεω, έπρεπε να επιζητάτε την κριτική, ώστε να γίνετε καλύτερος. Φευ, έχουμε και δουλειές, πρέπει να παρηγορήσουμε τη μάνα του Πελέ.
Φαντάζομαι ότι εκτός από την κριτική δεν αγγίζουν τον «εθνικό κόουτς» κι οι δηλώσεις Βασιλακόπουλου, ο οποίος υποστήριξε ότι στο Παγκόσμιο θα είναι κι άλλοι. Προφανώς εννοούσε κάποιο εκ των Γιάννη Αντετοκούνμπο / Κώστα Κουφό, φαντάζομαι δεν είχε στον νου του τον Γιαννούλη Λαρεντζάκη.
Μα εσείς αγαπητέ κόουτς δεν είχατε πει πως για να είναι κάποιος στο Παγκόσμιο, πρέπει να έχει παίξει στα «παράθυρα»; Να υποθέσω ότι εξασφαλίσατε άδεια από το ΝΒΑ για κάποιον εκ των δύο, ή ότι αρχηγού παρόντος κι ο Μπάμπι (που λένε κι οι Αμερικανοί) κάνει πίσω;
Με τα τρολ, τους τσαρτερίστες, οι οποίοι από το υστέρημά τους πλήρωσαν το ταξίδι και τη διαμονή στην Κρήτη («επτά νομά, σ’ ένα δωμά»), αυτούς που πρότειναν «ξυδάκι» σ’ όσους δεν πάμε με τα νερά της Χαλκίδας, δεν αξίζει να ασχολείται κανείς. Η δουλειά δεν είναι ντροπή, αλλά κι η ντροπή δεν είναι δουλειά. Έτσι για να μην παραγνωριζόμαστε…
Καθένας που αγαπά την Εθνική ΟΦΕΙΛΕΙ να κάνει κριτική, με ΜΟΝΑΔΙΚΟ σκοπό το να είναι κάθε φορά καλύτερη. Οφείλει να τη στηρίζει στα δύσκολα, όταν κοκκινίζει ο σβέρκος από τη φάπα, όταν οι «χειροκροτητές» ζητούν να πέσουν κεφάλια, γνωρίζοντας βέβαια ότι ο «πατερούλης» έχει βρει εξιλαστήριο θύμα. Ρωτήστε τον Τρινκιέρι, τον Ζούρο, τον Κατσικάρη, όλο και κάτι γνωρίζουν.
Καθένας που αγαπά την Εθνική δεν βολεύεται με μια νίκη επί της Σερβίας. Είναι «τόσο όσο», είναι απλά ένα βήμα μέχρι το επόμενο. Είναι υποχρέωση η πρόκριση κι όχι επιτυχία. Δεν θα βάλουμε τον πήχη στους 10 πόντους και να πούμε ότι κάναμε ρεκόρ, περνώντας από πάνω. Η «επίσημη αγαπημένη» είναι ομάδα φτιαγμένη για να διεκδικεί μετάλλια κι όταν αυτό δεν συμβαίνει πρέπει όλοι να αναζητούμε τι έγινε λάθος.
Αλήθεια, όλοι αυτοί που σήμερα πανηγυρίζουν και μέμφονται όποιους έκαναν κριτική, τι έγραφαν για τους παίκτες του Ολυμπιακού, που απείχαν από τα παράθυρα; Τώρα έγιναν ξανά «πατριώτες»; Και πανηγυρτζήδες, και πατριδοκάπηλοι, και άσχετοι. Κι όχι τίποτ’ άλλο, έκαναν και τη μάνα του Πελέ να κλαίει…
Αντί επιλόγου: Ο λόγος που καθυστέρησα να γράψω το κείμενο, ήταν γιατί ήθελα να είμαι πιο… ήρεμος, να μην γράψω με το θυμικό και μ’ εκνευρισμό…