Αφήστε τα μεγάλα λόγια, τους εθνοπαροξυσμούς και κάντε τη σχέση με τον Αντετοκούνμπο κερδοφόρα για όλους.
Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς πως αν δώσεις σε έναν έμπειρο οδηγό, που όμως δεν έχει πάρει ποτέ μέρος σε γκραν πρι, το αυτοκίνητο που οδηγά ο Χάμιλτον, είναι πολύ πιθανό να μην ανταποκριθεί. Όχι επειδή είναι κακός οδηγός, αλλά επειδή το συγκεκριμένο αμάξι είναι πάνω από τις δυνατότητές του. Μεταφέρετε τώρα το συγκεκριμένο παράδειγμα στον χώρο του μπάσκετ και θα βρείτε όλες τις απαντήσεις.
Η διοίκηση της ΕΟΚ απέχει να χαρακτηριστεί «καλή οδηγός». Το αντίθετο, είναι -και ηλικιακά- στη φάση που πρέπει να της πάρουν το… «δίπλωμα», για να προστατεύσουν και τους ίδιους, αλλά και όλους τους υπόλοιπους. Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο από την άλλη είναι ένα πρότζεκτ, το οποίο είναι… μεγαλύτερο από το μπόι τους.
Επειδή το έφερε η κατάρα να πρέπει εκείνοι να διαχειριστούν τον Greek Freak, το καράβι πάει στα βράχια. Η Εθνική τον έχει… χαρεί (δεν το λες) για ένα φιλικό, όλοι μιλούν εξ ονόματός του, ο ίδιος δείχνει (για τους δικούς του λόγους) ότι δεν τρελαίνεται να τα παρατήσει όλα για να παίξει στην «επίσημη αγαπημένη» (αξιολογείται κι αυτό), γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα η εικόνα του να φθίνει. Όχι, βέβαια, ως παίκτης, αλλά ως προς τη στάση του απέναντι στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.
Είμαι ο τελευταίος που θα έμπαινα στον κόπο να τον υπερασπιστώ και ταυτόχρονα ο τελευταίος που θα τον εγκαλέσω γιατί δεν παίζει με το «εθνόσημο» στο στήθος. Φουστανέλες, εθνικοπαροξυσμοί, σύγχυση μεταξύ «χρέους» και διάθεσης, είναι για όσους κινούνται στην οριογραμμή του ανθρώπου που αγαπά την πατρίδα του και του εθνικιστή Ελληναρά. Κι είναι λεπτή γραμμή, που πιθανότατα θα πατήσεις, αν αποφασίσεις να την περπατήσεις.
Η διαχείριση της κρίσης είναι άθλια. Από τη μια οι άνθρωποι της ΕΟΚ καλλιεργούν την προσδοκία και στο τέλος αφήνουν με την όρεξη τον μέσο φίλαθλο, που μετατρέπει σε θυμό την απογοήτευσή του. Ο κατ’ επίφαση ατζέντης του, όχι μόνο δεν προστατεύει την εικόνα του πελάτη του, αλλά μοιάζει να αδιαφορεί, αγνοώντας πως ένα μεγάλο μέρος της λάμψης του Γιάννη οφείλεται (και) στους Έλληνες ομογενείς.
Ο ίδιος ο Αντετοκούνμπο έχει μπλοκαριστεί ανάμεσα στη λογική ιεράρχηση των πραγμάτων (αθλητικών και οικονομικών), που φέρνουν τη συμμετοχή στην εθνική σε χαμηλή διατροφική αξία και στην ανάγκη να διατηρήσει την αδιαμφισβήτητη ελληνικότητά το σε υψηλό επίπεδο. Όσοι τον συμβουλεύουν έπρεπε να του εξηγήσουν πως πρέπει από τη μια να σηκώσει τον έναν δείκτη και από την άλλη να χαμηλώσει τον δεύτερο, ώστε η απόκλιση να μην δημιουργεί εκνευρισμό στον μέσο Έλληνα φίλαθλο.
Επί της ουσίας, ο Γιάννης έχει ξεφύγει από τα στενά γεωγραφικά μας όρια και ΜΟΝΟ χαρά πρέπει να νιώθουμε γι’ αυτό. Ως ένας εκ των κορυφαίων σταρ του κόσμου, σίγουρα ο μεγαλύτερος της γενιάς του, θα χρησιμοποιήσει (μην πάθετε αλλεργικό σοκ με τις λέξεις, αυτή είναι η πραγματικότητα) την Εθνική, όταν θα τον συμφέρει. Από την άλλη, το ελληνικό μπάσκετ θα τον χρησιμοποιεί οσάκις έχει την ευκαιρία. Κι αυτή είναι μια σχέση τίμια, αμοιβαιότητας και ίσως αποστάσεων.
Πολλές φορές χρειάζεται ρεαλισμός (κυνισμός, αν προτιμάτε) στη ζωή μας. Αφήστε τα μεγάλα λόγια, τις φανφάρες και ψάξτε να βρείτε (όσοι έχετε εμπλοκή με το ζήτημα) τα σημεία επαφής, ώστε να βγουν κερδισμένες οι δύο πλευρές. Ζητούμενο είναι να κάνουμε ηχηρή την παρουσία, όχι την απουσία του…