Η εικόνα του σώματος του Τζορτζ Μπάλντοκ, ενός επαγγελματία αθλητή, νέου, γεμάτου υγεία και ενέργεια, να επιπλέει στην πισίνα του σπιτιού του, την ημέρα των γενεθλίων του μωρού του, είναι μια συντριβή. Ενας εφιάλτης. Ένα παιδί έφυγε τόσο άδικα. Τόσο τραγικά. Τόσο μόνος.
Να σε καλεί η σύντροφός σου. Για να μιλήσεις, όχι μαζί της. Αλλά με το παιδί. Με το παιδί σου. Που έχει γενέθλια. Το πιο σημαντικό σου δημιούργημα. Τον λόγο για να ζεις. Αυτό το παιδί, που θα μεγαλώσει και την ημέρα που θα έπρεπε να γιορτάζει το σπάνιο εισιτήριο της ζωής, την ίδια ημέρα, να θρηνεί τον χαμό του μπαμπά. Γιατί ο Τζόρτζ Μπάλντοκ δεν απάντησε ποτέ σε εκείνο το αναθεματισμένο τηλεφώνημα της μητέρας του παιδιού του.
Δεν μπορείς να βρεις λόγια να βάλεις στην ίδια σειρά για αυτό που συνέβη. Δεν μπορείς να το περιγράψεις. Δεν υπάρχει τίποτα να πεις. Μια τραγωδία. Ένα αποπνικτικό «όχι ρε γαμώτο». Ενα «γιατί» που κάθεται σαν θηλιά στον λαιμό. Και στην άκρη της εικόνας ένα παιδί, που έχει γενέθλια. Αλλά δεν μπόρεσε να του ευχηθεί ο μπαμπάς του. Γιατί εκείνη την ώρα που το τηλέφωνο χτυπούσε, είχε φύγει από τη ζωή. Μόλις στα 31 του χρόνια.
Πριν από πολλά χρόνια, είδα μπροστά μου τα μάτια του Μάικλ Ολαϊτάν… άσπρα. Τον είδα ουσιαστικά νεκρό, στον διάδρομο των αποδυτηρίων του Ολυμπιακού, όταν κατέρρευσε στο ντέρμπι με τον Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός στο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ο «Μιχαλάκης» στάθηκε τυχερός. Εστω και στο «παρά τρίχα», κατάφερε να ζήσει. Και αυτό διότι το κακό συνέβη όταν δεν ήταν μόνος του. Όταν είχε γύρω του πολύ κόσμο. Από γιατρούς, μέχρι απλό κόσμο που προσευχόταν για χάρη του.
Η εικόνα του σώματος του Τζορτζ Μπάλντοκ, ενός επαγγελματία αθλητή, νέου, γεμάτου υγεία και ενέργεια, να επιπλέει στην πισίνα του σπιτιού του, είναι μια συντριβή. Ενας εφιάλτης. Δεν το χωράει ο νους. Δεν μπορείς να αποδεχθείς πως αυτός επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, που την Κυριακή αγωνίστηκε βασικός στο ντέρμπι Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός, έφυγε από τη ζωή, έτσι. Τόσο άδικα. Τόσο τραγικά. Μόνος του. Μόνος του. Την ημέρα των γενεθλίων του παιδιού του.
Δεν μπορείς να βάλεις σε μια σειρά τις σκέψεις σου μετά από ένα τέτοιο γεγονός. Είναι τόσο μεγάλη η αδικία. Είναι συντριπτική η στιγμή. Και τόσο πολλά τα «εάν». Δεν υπάρχει λόγος να κάνει οποιοσδήποτε τον ντετέκτιβ αυτές τις μαύρες στιγμές. Τα πώς και τα γιατί θα απαντηθούν από τους αρμοδίους. Αλλά αυτό το «εάν», σε βασανίζει. Εάν το παλικάρι έφυγε από πνιγμό στην πισίνα… Γιατί να είναι μόνος; Γιατί; Γιατί το τηλέφωνο να μην χτυπήσει νωρίτερα;
Πώς να ησυχάσεις; Πώς να μην πνίγεσαι από την αδιανόητη πραγματικότητα; Πώς να μην σκέφτεσαι όλα όσα θα μπορούσαν να έχουν πάει καλά. Κι όμως, τίποτα δεν πήγε. Τίποτα. Και κάπως έτσι, ένα μωρό, θα μεγαλώσει χωρίς τον μπαμπά του. Δεν πρόλαβε καν να τον ακούσει, να τον δει έστω μέσα από την κάμερα του τηλεφώνου, να του λέει «χρόνια πολλά». Είναι εκείνες οι στιγμές που η ζωή σε συνθλίβει με τα τραγικά της σενάρια.
Τζορτζ Μπάλντοκ, έφυγες τόσο άδικα. Τόσο τραγικά. Τόσο μόνος. Ένα τόσο νέο παιδί, δεν είναι πια εδώ. Πόσο κρίμα. Πόσο…