Είναι απορίας άξιο πως κατάφεραν να μην κερδίσουμε ως ποδόσφαιρο σχεδόν τίποτα από το ανεπανάληπτο έπος του 2004. Δεκατέσσερα χρόνια μετά και στον πλανήτη ελληνικό ποδόσφαιρο δεν αλλάζει τίποτα.
Σαν σήμερα πριν από δεκατέσσερα χρόνια γράφτηκε η πιο χρυσή σελίδα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Για να είμαι ειλικρινής ως επιτυχία τη θεωρώ πολύ μεγαλύτερη όλων όσων έχουν πετύχει οι Εθνικές μας ομάδες σε όλα τα ομαδικά σπορ. Ακόμη μεγαλύτερη και από τον θρίαμβο του 1987. Οι λόγοι πολλοί.
Πρώτον πρόκειται για το άθλημα με το οποίο ασχολούνται το σύνολο, σχεδόν, των χωρών του κόσμου. Δεύτερον πρόκειται για το άθλημα στο οποίο οι ισχυροί της Ευρώπης έχουν όλοι πολύ δυνατές ομάδες με ταλέντο και περγαμηνές. Τρίτον το τουρνουά που η Ελλάδα έκανε το απίθανο δεν έγινε εντός των τειχών, αλλά μακριά και κυρίως σε πρεμιέρα και τελικό κόντρα στους διοργανωτές Πορτογάλους.
Πέρα όμως από όλα τα παραπάνω το στοιχείο που κάνει την κατάκτηση του Euro να αγγίζει τα όρια της εποποιίας είναι ότι η χώρα μας μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε να επιδείξει τίποτα σε επίπεδο εθνικών ομάδων, πέρα από δύο συμμετοχές σε τελικές φάσεις μεγάλων διοργανώσεων, ενώ και σε συλλογικό σημαντικές μεν, αποσπασματικές δε, επιτυχίες στα Ευρωπαϊκά Κύπελλα κυρίως από τον Παναθηναϊκό.
Το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2004 για όσους από εμάς το έζησαν, είτε από κοντά στα γήπεδα είτε πίσω στην πατρίδα μέσω της τηλεόρασης, θα μείνει για πάντα χαραγμένο στη μνήμη μας. Από την πρεμιέρα με την Πορτογαλία και την νίκη μας, την δεύτερη αγωνιστική κόντρα στην ανώτερη Ισπανία, το θρίλερ τις τρίτης αγωνιστικής με τους Ρώσους και το γκολ πρόκριση του Ζήση Βρύζα μέχρι και τα νοκ- άουτ.
Εκεί τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Την νίκη μας κόντρα στους κατόχους του τίτλου Γάλλους στη φάση των οκτώ ή την πρόκριση χάρη στο «χρυσό» γκολ του Δέλλα στο τελευταίο λεπτό του πρώτου ημιχρόνου της παράτασης απέναντι στους σαφώς ανώτερους Τσέχους; Ο τελικός στη Λισαβόνα απλά ολοκλήρωσε το παραμύθι με τον ιδανικό τρόπο. Σέντρα ο Άγγελος Μπασινάς, κεφαλιά ο Άγγελος Χαριστέας και το τρόπαιο στην Ελλάδα. Ο Ρεχάγκελ και οι παίκτες πέτυχαν το ακατόρθωτο. Μπορεί στην αποστολή της ομάδας μας να υπήρχαν πια ποδοσφαιριστές που έβγαζαν το ψωμί τους στα προηγμένα πρωταθλήματα της Γηραιάς Ηπείρου, αλλά σαν ποιότητα και εμπειρίες δεν υπήρχε σχέση με τους αντιπάλους μας, ειδικά αν μιλήσουμε για την Γαλλία, την Τσεχία και την Ισπανία.
Το μεγαλύτερο κακό από όλη αυτή την ιστορία είναι το μετά. Πως, δηλαδή, κατάφεραν οι ιθύνοντες του αθλήματος στη χώρα μας να μην κεφαλοποιήσουν στο ελάχιστο κάτι από την επιτυχία προς όφελος του σπορ. Το μόνο που ακολούθησε το θρίαμβο της Πορτογαλίας ήταν μια μεγάλη συνέπεια της Εθνικής μας ομάδας στο να δίνει το παρών στα μεγάλα ραντεβού, αφού με εξαίρεση το Μουντιάλ του 2006, σε όλες τις υπόλοιπές μεγάλες διοργανώσεις από το 2008 έως και το 2014 ήμασταν εκεί.
Το γεγονός όμως αυτό δεν οφειλόταν σε μια συνολική ανάπτυξη του ποδοσφαίρου, αλλά στη φουρνιά των εκάστοτε διεθνών και κυρίως στο γεγονός πως τον τελειομανή Γερμανό ακολούθησε, στην τεχνική ηγεσία του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος, ο απόλυτος επαγγελματίας Φερνάντο Σάντος. Δυστυχώς το σπορ στην πατρίδα μας συνεχίζει να ταλαιπωρείται από τις ίδιες παθογένειες που παρουσίαζε και προ του 2004. Διαφθορά, σκάνδαλα, παράγοντες χαμηλού επιπέδου, γήπεδα και εγκαταστάσεις κάτω του μετρίου και κυρίως συνεχίζει να είναι κρατικοδίαιτο και πλήρως απαξιωμένο στην αγορά, τόσο εντός όσο και εκτός των συνόρων.
Ένας «μπομπέρ» που βλέπει… Euroleague: Η χρονιά «εκτόξευσης» του Βασίλη Τολιόπουλου (vids)
Δείτε μόνο πως διαχειρίστηκε την ανάλογη επιτυχία το μπάσκετ και τι άλματα προόδου έκανε. Δεν συγκρίνω τα δύο αθλήματα, αλλά δυστυχώς η πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Βρισκόμαστε το 2018, μέσα σχεδόν Ιουλίου και ακόμα οι μισές ομάδες δεν έχουν τηλεοπτική στέγη, ακόμα δεν έχει αποφασιστεί ο αριθμός των ομάδων που θα συμμετάσχουν στο επόμενο πρωτάθλημα και οι προεδράρες περιμένουν την κρατική βοήθεια για να επιβιώσουν. Εσείς αυτό το βλέπετε σαν πρόοδο;