Χρειάστηκε όραμα, πείσμα και πολλή προσπάθεια από μεριάς κάποιων ανθρώπων «ταμένων» σ’ ένα σκοπό, για να φτάσουμε να μονοπωλήσει σχεδόν απόλυτα το μπάσκετ τη δεξαμενή ταλέντων σχετικού σωματότυπου στην Ελλάδα.
Άνοιξε μια ενδιαφέρουσα κουβέντα με αφορμή την τελευταία στήλη. Κι επειδή πετάω τη σκούφια μου, εγώ, για κάτι τέτοια, να σας θυμίσω σήμερα μερικά απλά και, ελπίζω, πολύ διδακτικά γεγονότα…
Στις 14 Ιουνίου του 1987, η Εθνική Μπάσκετ του Κώστα Πολίτη, αποτελούμενη από τους Νίκο Γκάλη, Παναγιώτη Γιαννάκη, Φάνη Χριστοδούλου, Παναγιώτη Φασούλα, Νίκο Φιλίππου, Αργύρη Καμπούρη, Μέμο Ιωάννου, Νίκο Σταυρόπουλο , Μιχάλη Ρωμανίδη, Νίκο Λινάρδο, Παναγιώτη Καρατζά και Λιβέρη Ανδρίτσο, κατακτούσε το Ευρωμπάσκετ της Αθήνας.
Ούτε τέσσερις μήνες αργότερα, στις 4 Οκτωβρίου του 1987, η Εθνική Βόλεϊ του Θανάση Μαργαρίτη, αποτελούμενη από τους Στέλιο και Δημήτρη Καζάζη, Μιχάλη Τριανταφυλλίδη, Σάκη Μουστακίδη, Τάσο Τεντζέρη, Δημήτρη Γόντικα, Μάκη Δημητριάδη, Κώστα Μαργαρώνη, Βαγγέλη Κουτσονίκα, Γιάννη Νικολαϊδη, Σωτήρη Αμαριανάκη και Γιώργο Ντράγκοβιτς, κατακτούσε το χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Γάνδης.
Εντάξει: το χρυσό είναι χρυσό και «γυαλίζει» πιο πολύ και το χάλκινο είναι χάλκινο και γυαλίζει λιγότερο, θα πείτε. Αλλά ίσως κακώς θα το πείτε: κατ’ αναλογίαν, οι δύο επιτυχίες ήταν, από αθλητική πλευρά, περίπου ισοδύναμες. Το βόλεϊ, το 1987 όπως και σήμερα, δεν ήταν ό,τι ήταν το μπάσκετ. Ήταν πολύ λιγότερο διαδεδομένο και, πρακτικώς, απολύτως ερασιτεχνικό. Και, βέβαια, άλλο να παίζεις σ’ ένα κατάμεστο, ηφαιστειακής διάθεσης ΣΕΦ κι άλλο σε μια «παγωμένη» Γάνδη, μεταξύ συγγενών και φίλων υποστηρικτών.
Προσέξτε, επίσης, κάτι σημαντικό: το 1987 (δεν ξέραμε από πού ακριβώς, αλλά το βλέπαμε στην καθημερινότητά μας ότι) «λεφτά υπήρχαν». Και με το τσουβάλι μάλιστα.
Αβέρτα το μοίραζε το μπικικίνι η Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, αρκεί δίπλα στο έμβλημα της ομάδας ή της ομοσπονδίας να υπήρχε ο ήλιος ο πράσινος, ο ήλιος του ΠΑΣΟΚ. Κι από ΠΑΣΟκοφροσύνη, δεν υπήρχαν τότε πιο εμβληματικοί πρόεδροι από τον Βασιλακόπουλο και τον Μπελιγράτη. (Αντε: ήταν κι ο Διαθεσόπουλος, αλλά… για την υγρασία θα τα πούμε άλλη φορά).
Θεωρητικώς, λοιπόν, τα δύο σπορ βρέθηκαν περίπου την ίδια στιγμή μ’ έναν θησαυρό προς αξιοποίηση στα χέρια τους. Θεωρητικώς. Πρακτικώς, τριάντα χρόνια μετά, το μπάσκετ έχει βαρεθεί να μετράει τίτλους σε εθνικό και συλλογικό επίπεδο και το βόλεϊ… είναι βόλεϊ. Ένα παιχνίδι που, προσωπικά, λατρεύω. Εγώ και… μια μικρή μειονότητα ακόμη.
Τι «έφταιξε» για το βόλεϊ; Πολλά.
Ο μακαρίτης ο Συρίγος (με την ευρύτερη έννοια, της διάδοσης του μπάσκετ με τρόπο εύληπτο για όλους από ένα μέσο δυνατό όσο η τηλεόραση).
Η ίδια η τηλεόραση (μόνον κρατική υπήρχε τότε και για δύο χρόνια ακόμη), που έδειξε σαφή προτίμηση στο μπάσκετ, λόγω και της «αυτοκρατορίας» που έφτιαξε την ίδια περίοδο ο σπουδαίος Άρης.
Οι «ΠΑΣΟΚικοί»και κάθε άλλου είδους διαγκωνισμοί Βασιλακόπουλου-Μπελιγράτη, που, σ’ αυτόν τον τομέα, της ανάπτυξης του αθλήματός τους, έβρισκαν μονίμως νικητή τον πρώτο.
Το αληθινό πάθος και η διορατικότητα (ουδείς μπορεί να του τα αρνηθεί αυτά) που έδειξε ο Βασιλακόπουλος προκειμένου να μεγαλώσει το άθλημά «του» -έστω και ως «κισσό» που έπνιγε κάθε τι άλλο.
Τα αντανακλαστικά της FIBA, που αποδείχθηκαν επίσης πολύ πιο γρήγορα και αποτελεσματικά από της FIVB και οδήγησαν σε κινήσεις πολύ πιο φιλικές για κάθε άθλημα αντίστοιχα, προς την κατεύθυνση της «μαζικότητάς» του: μέσω της τηλεόρασης, των εύστοχων αλλαγών των κανονισμών, της δημιουργίας «pool» χορηγών για συλλόγους και εθνικές ομάδες και πολλά άλλα.
Και κάτι ακόμη: Τη δεκαετία 1987-1997, πρέπει να χτίστηκαν στην Ελλάδα ίσως και 200 «κλειστά γυμναστήρια». Για τα περισσότερα απ’ αυτά, το κόστος προκειμένου η οροφή να ψήλωνε λίγο ώστε να φιλοξενεί και βόλεϊ (ή και χάντμπολ, αν θέλετε, επίσης –άλλη πονεμένη ιστορία αυτή) ήταν μηδαμινό. Δεν έγινε. Δεν ξέρω γιατί. Ξέρω ότι δεν έγινε.
Και το αποτέλεσμα ήταν γνωστό: το μπάσκετ γιγαντώθηκε σχεδόν νομοτελειακά, διότι:
–Απέκτησε εγκαταστάσεις παντού.
– Έγινε Νο1 τηλεοπτικό αθλητικό θέαμα για χρόνια και
– Απέκτησε οργανωμένες υποδομές –σε επίπεδο ακαδημιών, προκλιμακίων Εθνικών, καταρτισμένων προπονητών κ.λπ.
Το Ευρωμπάσκετ του 1987, μπορεί να «έτυχε». Αλλά όσα ακολούθησαν, δεν έτυχαν. Πέτυχαν.
Αρέσει ή όχι αυτό και σε όποιους, πάντως, δε συνέβη «κατά λάθος», ούτε από κεκτημένη ταχύτητα.
Χρειάστηκε όραμα, πείσμα και πολλή προσπάθεια από μεριάς κάποιων ανθρώπων «ταμένων» σ’ ένα σκοπό, για να φτάσουμε να μονοπωλήσει σχεδόν απόλυτα το μπάσκετ τη δεξαμενή ταλέντων σχετικού σωματότυπου στην Ελλάδα.
Μαράζωσε κάποια απ’ τα υπόλοιπα σπορ και αθλήματα αυτή η πραγματικότητα.
Παιδιά που θα μπορούσαν να γίνουν σούπερ σταρ στο βόλεϊ ή το χάντμπολ ή την κολύμβηση, π.χ., «προτίμησαν» να γίνουν έστω μέτριοι ή και αποτυχημένοι ακόμη μπασκετμπολίστες. Ακόμη και το ποδόσφαιρο επηρέασε αυτό. Ένας εξαιρετικός προπονητής ποδοσφαίρου, αρχές του 2000, δε θέλω να αναφέρω το όνομά του, μου είχε πει ότι «έτσι όπως πάνε οι Έλληνες με το μπάσκετ, στο τέλος δε θα υπάρχει ψηλό, αθλητικό παιδί για γκολκίπερ στην Εθνική»!
Δεν το προτίμησαν τυχαία, όμως, το μπάσκετ, αυτά τα παιδιά. Πρακτικώς, δεν είχαν επιλογή. Εκεί είδαν αναγνώριση, σχετικώς (πάντα είναι σχετικό αυτό στην Ελλάδα) υγιές κλίμα, ευκαιρίες ανέλιξης, βιοπορισμό, δόξα κι ένα γυμναστήριο ή ακαδημία συλλόγου δίπλα στο σπίτι τους. Εκεί πήγαν. Πώς να γίνονταν βολεϊμπολίστες ή κολυμβητές;
(Αύριο, εκτός απροόπτου, τα υπόλοιπα: για το ποδοσφαιράκι μας που θέλει και… ανελλιπείς παρουσίες στις μεγάλες διοργανώσεις και άμα δεν το πετυχαίνει του φταίει ο –κάθε- Σκίμπε και το κοουτσάρισμά του στο τάδε ή το δείνα ματς…)