Θα πάμε γήπεδο σήμερα, είναι Κυριακή σήμερα, η Κυριακή θέλει τσίπουρα το μεσημέρι και μπάλα το απόγευμα. Και κούτσα-κούτσα ξεκινάμε και πού να πάμε; Στα ίδια μέρη. Ένας καιρός άλλο να στο λέω άλλο να σου τύχει, μοσχοβολούσαν οι γειτονιές, μόνο ρομαντζάδα. Εμείς, εν τω μεταξύ, έχουμε ξεθάψει τα τομαχόκ ως οφείλουμε κι έχουμε πιάσει […]
Θα πάμε γήπεδο σήμερα, είναι Κυριακή σήμερα, η Κυριακή θέλει τσίπουρα το μεσημέρι και μπάλα το απόγευμα.
Και κούτσα-κούτσα ξεκινάμε και πού να πάμε; Στα ίδια μέρη. Ένας καιρός άλλο να στο λέω άλλο να σου τύχει, μοσχοβολούσαν οι γειτονιές, μόνο ρομαντζάδα. Εμείς, εν τω μεταξύ, έχουμε ξεθάψει τα τομαχόκ ως οφείλουμε κι έχουμε πιάσει κερκίδα σε θέση μάχης. Είναι κρίσιμο το ντέρμπι.
Αλλά άλλαι αι βουλαί του Κυρίου κι άλλαι των ανθρώπων κι αν οι άνθρωποι είχαν αποφασίσει να δούνε το ματς, ο Κύριος είχε όρεξη για σαπουνόπερες.
Σαπουνόπερες κανονικές, έτσι; Όχι αστεία. Γιατί όπως έχω πεταχτεί όρθια να ουρλιάξω ένα διακριτικό «Φάουλ, ρε, φάουλ!» μου πέφτει το κασκόλ στον παραεμπρός και δίπλα. Και γυρίζει να μου το δώσει ο άνθρωπος και Παναγιά μου ένα παιδί…
Και μου χαμογελάει και του χαμογελάω και πάει ο τρισάθλιος ο κακό χρόνο να’χει ο διαιτητής και βγάζει κάρτα στον δικό μας. Που εμένα «δικός μου» είναι μόνο το αγόρι το παραεμπρός και δίπλα, αλλά τι τα θες; Έχει ήδη αρχίσει να φωνάζει.
«Ου-Ου», λέω κι εγώ, αλλά η καρδούλα μου το ξέρει.
Γύρνα, γύρνα, είχαμε αφήσει στη μέση έναν μεγάλο έρωτα. Αχ, φωνάζει και συνθήματα, μάνα πήγαινε να ραφτείς, με χάνεις, μάνα.
Είπε «σπουδαίο παίκτη» το ίδιο παίκτη που είχα πει κι εγώ «σπουδαίο» στο αντίστοιχο ματς πέρυσι τέτοια εποχή. Είναι το άλλο μου μισό, τέλος.
Ωχ, γύρισε και με είδε να τον κοιτάζω; Αντί να κοιτάζω το ματς; Καρφώθηκα;
Ημίχρονο, τώρα μπορούμε να γνωριστούμε. θα τον κοιτάζω μέχρι… Ώπα, κινητό.
«Ναι, στο γήπεδο είμαι. Ναι, εξαιρετικό ματς»
(Δεν έχω δει μισή φάση, να ξέρεις)
«Ναι, μωρέ, το’χουμε, αφού και τώρα άμα είδες μονότερμα τους πάμε»
(Σε βλέπω στο ποτήρι μου και πίνοντας σε πίνω)
«Όχι, δεν στοιχηματίζω, σου λέω το’χουμε»
(Αλλά κλείσε τώρα, λίγο τακτ, εδώ κρίνεται το μέλλον μου)
Αυτός εν τω μεταξύ έχει πιάσει κουβέντα με τον διπλανό του. Έτσι απλά πανέμορφος. Δεν καταλαβαίνω για ποιον λόγο στο γήπεδο ακούμε μόνο τον ύμνο της ομάδας και όχι Μαρινέλλα, το «Αγάπη μου – Αγάπη μου, εγώ μονάχα σ’αγαπώ».
Ξαναρχίζει ο αγώνας, ποιος αγώνας που είμαι στο τσακ να αρχίσω να φωνάζω τυχαία ονόματ…
Ξαναγύρισε! Με ξανακοίταξε!
Α, όχι. Ήθελε τον κύριο που πουλάει πατατάκια…
Υπάρχει μία σχετική αναταραχή, βλέπω, τι κάνεις, αγόρι μου, γιατί σηκ…
ΓΚΟΛ; Τι γκολ ρε παιδιά; Το έχασα; Έλα να σοβαρευόμαστε λίγο, 1-0, κερδίζουμε. Το είπα και στο τηλέφωνο, αλλά εμένα δε με ακούει κανένας, είμαι γυναίκα εγώ, δε με παίρνουν σοβαρά, αλλά που θα πα…
ΤΙ; Μας έβαλαν κι όλας; Ισοπαλία;
Τέλος πάντων. Ο παραεμπρός και δίπλα φαίνεται very very χολοσκασμένος, ίσως είναι απαραίτητο να τον παρηγορήσω κάπως, έτσι απλά κι ανθρώπινα, όχι επειδή είναι κούκλος και φαντάζομαι πώς θα ήταν το εξοχικό μας στο Πόρτο Κατσίκι -είμαι απλός άνθρωπος εγώ.
ΤΙ; Και δεύτερο γκολ; Χάνουμε;
«Σε ποιο λεπτό είμαστε, ρε παιδιά;»
«Στο 80′, δεν έχεις καταλάβει τι γίνεται;»
Πανωλεθρία γίνεται κι εγώ έχω το μυαλό μου στους έρωτες, δε θα μου το συγχωρήσω ποτέ κι εξάλλου αν ήταν σημαδιακό θα κερδίζαμε και τσακ 92′, το σφύριξε.
Χάσαμε.
Φεύγουμε. Και έρχεται ο παρεαμπρός και δίπλα, τον σπρώχνει ο από πίσω του, σκοντάφτει και πέφτει πάνω μου.
«Ωχ, συγγνώμη, σε χτύπησα;»
Αλλά τι να το κάνω τώρα; Τι να το κάνω; Εξάλλου, δεν ήσουν έρωτας εσύ.Ήσουν Γολγοθάς.