Όντας χορτάτοι από χρήμα οι παίκτες, αγωνίζονται περισσότερο για την τρέλα και την πατρίδα τους και λιγότερο για το χρήμα.
Αντιστρέφοντας τη ρήση «η Μεγάλη Εβδομάδα για τις γριές είναι ότι και το Μουντιάλ για τους ποδοσφαιρόφιλους», ήρθε η ώρα για το δικό μας τελετουργικό. όπου λαμπάδες είναι οι πίτσες, οι μπύρες, οι φραπέδες και ιερό βήμα η τηλεόραση.
Θα μπορούσα να συμπεριλάβω και το τηλεκοντρόλ, αυτό όμως είναι αχρείαστο, άσε που μπορεί να το κρύψει η σύζυγος τσατισμένη που δεν της δίνεις σημασία και αντί για Μουντιάλ να γίνει ο Γ’ Παγκόσμιος πόλεμος.
Κι αν με την πάροδο του χρόνου η Μεγάλη Εβδομάδα εκκοσμικεύεται χάνοντας μέρος της κατανυκτικότητας της, το Παγκόσμιο δεν χάνει ούτε στάλα από την αίγλη του.
Ακούγεται οξύμωρο, ειδικά σε μια εποχή που η υπερπροβολή ποδοσφαιρικών διοργανώσεων, θα έπρεπε να έχει προκαλέσει αν όχι βαρεμάρα, τουλάχιστον στοιχειώδη κορεσμό.
Θυμάμαι το Μουντιάλ του 82 της Ισπανίας, όπου περιμέναμε πως και πως να δούμε κάποιον Μαραντόνα, για τον οποίον οι εφημερίδες της εποχής έγραφαν διθυραμβικά σχόλια.
Για τα μπινελίκια που είχε φάει ο Μενότι επειδή δεν τον προτίμησε στο Μουντιάλ του 78, για τα μαγικά που κάνει με τη μπάλα στα πόδια, περιγραφές που έκαναν τη φαντασία να οργιάζει. Για την ιστορία ο Ντιέγκο δεν είχε καταφέρει κάτι σπουδαίο σε εκείνο το Παγκόσμιο και μόνο ο τρόπος που στοπάριζε και κουβαλούσε τη μπάλα όμως, σου έδινε να καταλάβεις πως πρόκειται για φαινόμενο.
Για να μπείτε απευθείας στο νόημα, Μαραντόνα ξαναείδαμε στο Μουντιάλ του 86, τότε που πήρε από το χεράκι την Αργεντινή και την οδήγησε στην κορυφή. Στο μεσοδιάστημα, άντε να βλέπαμε αραιά και που κάνα στιγμιότυπο δευτερολέπτων, στην Αθλητική Κυριακή.
Εκείνα τα χρόνια λοιπόν, ήσουν πεινασμένος για ποδόσφαιρο, για θέαμα, για παικταράδες, για ομάδες έκπληξη για φρέσκα ονόματα, και περίμενες το Μουντιάλ όπως ο φαντάρος τη γυναίκα, μετά την άδεια ορκωμοσίας.
Σήμερα που μιλάμε, γνωρίζουμε τα πάντα για τους πάντες, αν υποθέσουμε πως οι αντίστοιχοι αστέρες της εποχής είναι ο Μέσι και ο Ρονάλντο, τους απολαμβάνουμε κάθε Κυριακή με τις ομάδες τους, μεσοβδόμαδα στα Ευρωπαϊκά, στο κύπελλο Ισπανίας, χώρια που μέσω διαδικτύου βλέπουμε επιλεγμένα βιντεάκια, εικόνες από τις διακοπές τους, το αυτοκίνητο που αγόρασαν μέχρι το ταττού που χτύπησαν, το νέο τους αμόρε, ότι κουτσομπολιό τραβάει η ψυχή μας. Ενώ λοιπόν θα έπρεπε αν δεν τους είχαμε βαρεθεί σίγουρα να τους απομυθοποιήσουμε έστω και κατά ένα ποσοστό, όπως και όλο το Μουντιαλικό πακέτο, αφού το ίδιο ισχύει για την πλειοψηφία των αθλητών, εντούτοις μαγνητίζουν, προκαλώντας μας την προσμονή της πρώτης φοράς.
Δεν είμαι και από τους λεγόμενους ειδικούς του χώρου, από τα λίγα που μπορώ να αντιληφθώ πάντως, μεγάλο ρόλο έχει παίξει το γεγονός πως από τακτικής άποψης το ποδόσφαιρο έχει προοδεύσει σε μεγάλο βαθμό και συνεχίζει να εξελίσσεται, Περισσότερο σε μαγεύουν οι ομάδες που βλέπεις, μέσω των οποίων αναδεικνύεται και το ποδοσφαιρικό ταλέντο του καθενός, σε αντίθεση με τις παλιότερες εποχές, που η Ουγγαρία, η Βραζίλία και η Γερμανία, περίμεναν να τις απογειώσει ο Πούσκας, ο Πελέ κι ο Μπεκενμπάουερ.
Είναι και κάτι άλλο θαρρώ, πως η ποδοσφαιρική παγκοσμιοποίηση για την ώρα, έχει προκαλέσει περισσότερα θετικά παρά αρνητικά, στο άθλημα.
Δεν είναι Γιουροβίζιον δηλαδή, που αδυνατείς να καταλάβεις ποια χώρα εκπροσωπεί κάθε τραγούδι, βλέπεις πχ τη συμμετοχή της Αλβανίας με κάποια να τραγουδάει στα Αγγλικά κάτι που έγραψε Ιρλανδός συνθέτης, σε χορογραφία Λετονού! Εκεί χάνεις τη μπάλα.
Με ελάχιστες υποεξαιρέσεις στα Μουντιάλ συνεχίζεις να ξεχωρίζεις τα κλασικά και αναγνωρίσιμα εθνικά και ποδοσφαιρικά χαρακτηριστικά κάθε λαού, θα δεις κυρίως ξανθομπούμπουρες στη Δανία, φακιδιάρηδες με κόκκινα μάγουλα στην Αγγλία, το αξεπέραστο στυλάκι των Ισπανών, το ταμπεραμέντο των Βραζιλιάνων, τη… δολοφονικότητα των Ουρουγουανών, την ψυχρότητα και την προσήλωση των Γερμανών, ίσως της μοναδικής ομάδας που μοιάζει πολυεθνική με το ρόστερ της να παραπέμπει σε φάμπρικα της Opel. Άσπροι, μαύροι, κόκκινοι και κίτρινοι, παιδιά μεταναστών στην πλειοψηφία, που αφομοιώθηκαν από το Γερμανικό μοντέλο ζωής και σκέψης
Υπάρχει κάτι ακόμη θεωρητικά ανεξήγητο: Κάποτε τα Μουντιάλ, ως η μοναδική ποδοσφαιρική διοργάνωση με παγκόσμια απήχηση και προβολή, ήταν κάτι σαν πασαρέλα, ανέδειξαν αμέτρητες περιπτώσεις παικτών που εμφανίστηκαν ως άγνωστοι μεταξύ αγνώστων και αποχώρησαν με τον πλανήτη να μιλάει γι αυτούς, τους παπαράτσι να τους καταδιώκουν και τα εκατομμύρια να χορεύουν γύρω τους.
Πλέον, αυτό το ρόλο έχει αναλάβει το C,L που συγκεντρώνει την ποδοσφαιρική αφρόκρεμα, διεξάγεται σε ετήσια βάση, οπότε το να περιμένεις να δεις παίκτη-αποκάλυψη σε Μουντιάλ είναι τόσο πιθανό όσο να δεις καλό γκομενάκι-ένοικο στην πολυκατοικία που μένεις 10 χρόνια.
Η λύση του γρίφου ίσως να βρίσκεται και πάλι στα θετικά της ποδοσφαιρικής παγκοσμιοποίησης, όντας χορτάτοι από χρήμα οι παίκτες και μακριά από τα μέρη τους οι περισσότεροι, αγωνίζονται κυρίως για την τρέλα και την πατρίδα τους και λιγότερο για το χρήμα. Υπάρχει ατμόσφαιρα παρέας στις ομάδες. Το να επιστρέψουν στις πατρίδες τους όσοι αγωνίζονται στο εξωτερικό και να προετοιμαστούν για την εκπροσώπηση της χώρας τους, τους προκαλεί παρόμοια ψυχική ανάταση που ένιωθε ο μπάρμπα Θεοδόσης, που είχε φύγει μετανάστης και επέστρεφε στην πατρίδα όποτε του δινόταν η ευκαιρία, για να αναπνεύσει τον αέρα του χωριού του…