Από Κυριακή σε Κυριακή, κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί γύρω από όσα συμβαίνουν με αφορμή το ποδόσφαιρο.
Εκείνο το χειμωνιάτικο μεσημέρι στο Μέγαρο Μαξίμου, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης υποδεχόμενος τον πρόεδρο της UEFA, Αλεξάντερ Τσέφεριν και τον αντιπρόεδρο της FIFA, Γκρεγκ Κλαρκ έμοιαζε σίγουρος και μάλλον περισσότερο αποφασισμένος από ποτέ.
Ίσως για αυτό δεν θέλησε και να κρατήσει τα χαρτιά του κλειστά. Να κρύψει την αισιοδοξία του: «Έχουμε λάβει μια πολιτική απόφαση να «καθαρίσουμε» το ελληνικό ποδόσφαιρο μια και καλή» δήλωσε χωρίς περιστροφές. «Σκοπεύουμε χωρίς αμφιβολία να πετύχουμε εκεί όπου οι άλλοι απέτυχαν. Είναι ένα άθλημα που το αγαπούν πάρα πολύ οι Έλληνες και ειλικρινά αυτό που έχουμε δει ως τώρα πραγματικά αδικεί το ποδοσφαιρικό προϊόν που επιθυμούμε να δημιουργήσουμε» συμπλήρωσε.
Και ύστερα; Ύστερα ήρθαν οι… μέλισσες!
Διότι ήταν 20 Φεβρουαρίου του 2020. Και από τότε δυστυχώς πέρασαν τέσσερα ολόκληρο χρόνια. Διάστημα όχι ικανό να «διαγράψει» τις δεσμεύσεις ενός Πρωθυπουργού αλλά σίγουρα επαρκές προκειμένου να καταστήσει σαφές ότι τα… λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι.
Η Κυβέρνηση όχι μόνο δεν πέτυχε εκεί που οι άλλοι απέτυχαν, αλλά μάλλον τελικά δεν πρέπει και να προσπάθησε ποτέ. Η φωτογραφία της «στιγμής» άλλωστε τα λέει όλα:
1) Τα γήπεδα «κλειστά» εδώ και εβδομάδες σε μια οριζόντια «κεκλεισμένων των θυρών» τιμωρία ως τα μέσα Φλεβάρη για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της οπαδικής βίας που εξελίσσεται χρόνια τώρα έξω από αυτά.
2) Ένα οικοσύστημα χιλιάδων εργαζόμενων που βιοπορίζεται από το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, σε «ομηρία» μαζί με εκείνους τους χιλιάδες που από το καλοκαίρι πλήρωσαν προκαταβολικά «εισιτήριο διαρκείας» για την αγαπημένη τους ομάδα.
3) Σοβαρές ποινικές υποθέσεις για «χειραγώγηση αγώνων» και «παράνομο στοιχηματισμό» να σκονίζονται στα συρτάρια της Δικαιοσύνης.
4) Πρωτιές όπως «Super League 2, το πιο διεφθαρμένο πρωτάθλημα του κόσμου» να κάνουν τον γύρο του κόσμου διασύροντας «το ποδοσφαιρικό προϊόν που επιθυμούμε να δημιουργήσουμε».
5) Και από Κυριακή σε Κυριακή, μια φάρσα με πρωταγωνιστές διαιτητές, VARίστες και λοιπούς συγγενείς που προκαλούν το κοινό αίσθημα. Στην Καισαριανή ευτυχώς οι κερκίδες ήταν άδειες. Στις 3 Δεκεμβρίου στον Βόλο, σε μια αναμέτρηση που λες και κάποιος της έβαλε καρμπόν με τη χθεσινή, οι κερκίδες ήταν γεμάτες.
Η απάντηση στο τι «υποκινεί την βία» στον αθλητισμό, δεν βρίσκεται στα μπιλιετάκια που στέλνει ο Τάκης Μπαλτάκος και η νομική υπηρεσία της ΕΠΟ, προσπαθώντας να φιμώσει δημοσιογράφους. Κρύβεται στην αίσθηση της κοινής γνώμης ότι το πρωτάθλημα δεν διεξάγεται με ίσους όρους και ότι την «αλλοίωση» του την ευλογεί ένα ολόκληρο σύστημα. Εκείνοι που κάνουν και εκείνοι που αποδέχονται.
Και όσο πέφτει νερό στο μύλο, τόσο και η πρόκληση μεγαλώνει. Για παράδειγμα αναρωτήθηκε πριν από μια εβδομάδα, ο Αλέξης Κούγιας: «Θυμάστε τι έγινε με τους διαιτητές στο ΑΕΚ – ΠΑΟ; Ο Αλαφούζος το θυμάται; Νομίζει ότι δεν θα ξαναγίνει;». Χθες οι Πράσινοι έφυγαν από τη Νέα Φιλαδέλφεια με μια ανακοίνωση σε βάρος της διαιτησίας (διότι δεν τους δόθηκε ένα πέναλτι σε ανατροπή του Βέρμπιτς). Σήμερα ο Νταμπάνοβιτς, επέστρεψε καθώς ορίστηκε να σφυρίξει ξανά έναν κρίσιμο αγώνα: Το Άρης-ΑΕΚ για την πρόκριση στους προημιτελικούς του κυπέλλου. Ο αντιπρόεδρος του Ολυμπιακού πήρε την απάντηση του. Και μαζί ολόκληρο το ποδοσφαιρικό κοινό της χώρας.
Υπάρχει τελικά «εγκληματική οργάνωση» στο ποδόσφαιρο, όπως καταγγέλει ο Ολυμπιακός; Ο Πρωθυπουργός διαφωνεί. Το εξήγησε από τον Νοέμβρη του ΄22: «Τα άκουσα και εγώ αυτά, για εγκληματική οργάνωση στο ποδόσφαιρο τα τελευταία τρία χρόνια εις βάρος του Ολυμπιακού. Είμαι Ολυμπιακός προσωπικά. Ο Ολυμπιακός πήρε τρία πρωταθλήματα, αν δεν κάνω λάθος με 26, 19 και 18 βαθμούς διαφορά από τον δεύτερο, τα τελευταία τρία χρόνια. Πού ακριβώς ήταν αυτή η εγκληματική οργάνωση τότε;» αναρωτήθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ναι, αλλά αν δεν υπάρχει εγκληματική οργάνωση, τότε γιατί τον Φλεβάρη του 2020 ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε την απόφαση του «να καθαρίσουμε το ποδόσφαιρο μια και καλή»; Από τι ακριβώς θα το καθάριζε; Ή μήπως τελικά ενδιάμεσα το καθάρισε, αθόρυβα, δίχως να το καταλάβει κανείς; Και το καθάρισε τόσο καλά που χθες το απόγευμα ας πούμε κάθισε μπροστά από την τηλεόραση του –σαν φίλος του Ολυμπιακού- και ψυχαγωγήθηκε με ποδόσφαιρο παρακολουθώντας την αναμέτρηση της Καισαριανής; Θα είχε ενδιαφέρον κάποια στιγμή να απαντήσει κάποιος σε όλα τα παραπάνω. Όχι για την ουσία. Για την… ιστορία.
Αυτό που δεν καταλαβαίνουν διαχρονικά οι Κυβερνήσεις είναι πως ποδόσφαιρο παραμένει εξαιρετικά δημοφιλές και ελκυστικό στη βάση κάθε κοινωνίας. Εκεί που δεν φτάνουν οι μετρήσεις των δημοσκοπήσεων. Σε πιτσιρικάδες που δεν σκοτίζονται για το χρώμα τιμολογίου του ηλεκτρικού ρεύματος και την τιμή του γάλατος στο Σούπερ Μάρκετ. Σε βιοπαλαιστές που δεν δείχνουν ενδιαφέρον για την πολιτική ατζέντα. Σε ανθρώπους διαφόρων τάξεων που με έναν τρόπο έχουν επιλέξει να καταλαβαίνουν μέσα από το ποδόσφαιρο τον τρόπο λειτουργίας του ίδιου του Κράτους και της Δικαιοσύνης.
Αυτοί οι άνθρωποι δύσκολα εντοπίζονται σε «δημοσκοπήσεις» για την πρόθεση ψήφου. Παραμένουν όμως ψηφοφόροι. Και κυρίως παραμένουν θιασώτες της άποψης ότι δεν μπορείς να κοροϊδεύεις τους πάντες για… πάντα. Όσα συμβαίνουν γύρω από το από το ποδόσφαιρο σταθερά ενισχύουν μια απειλή μεγαλύτερη από το ποδόσφαιρο. Το ότι φωνάζει ο Ολυμπιακός και είναι «τάση» να μην τον ακούει κανείς, είναι μια διαπίστωση. Ότι ο Ολυμπιακός όμως είναι εκατομμύρια άνθρωποι είναι μια άλλη. Και αυτές οι δύο διαπιστώσεις μπορεί αργά ή γρήγορα να συναντηθούν μόνο σε ένα σημείο: μπροστά από την κάλπη…