Και τα ματς που δεν είναι ντέρμπι, έχουν ψυχή

Και τα ματς που δεν είναι ντέρμπι, έχουν ψυχή

Υπάρχουν ματς που είναι ντέρμπι, υπάρχουν κι εκείνα που κρύβουν ψυχή και πολλές ποδοσφαιρικές ιστορίες.

Γενικώς οι οπαδοί οφείλουν να στηρίζουν την ομάδα, ακόμα και στα πιο βαρετά ματς – αυτό το ξέρουν όλοι. Αλλά αντικειμενικά, δεν είναι και όλες οι αναμετρήσεις οι ίδιες. Είναι και κάποιες που τις κρεμάς για να πιεις τσίπουρα – αυτό επίσης το ξέρουν όλοι.

Τέλος πάντων, είναι μερικά ματς που δεν τα λες και φίρμες, πας -άμα πας- για το τελετουργικό ή από ενοχές που έχασε εκείνο το προηγούμενο που ήρθε χι και σου την μπήκαν ότι «άμα είχαμε κόσμο να στηρίξει την ομάδα, θα κερδίζαμε» κι άλλα τέτοια σπαραξικάρδια.

Σε ένα τέτοιο ματς ήμασταν, λοιπόν, βαριά 3.000 κόσμος που στις κερκίδες φαινόταν σα σχολική εκδρομή. Ψιλοβαριεστημένη κιόλας. Πικ νικ, ρε παιδιά! Οι μισοί να χαζεύουν, ένας παππούς τον είχε ψιλοπάρει, πιτσιρίκια δεν είχε, κάτι χαβαλέδες συνδεσμίτες ήταν μόνο και άλλοι λίγοι που καταριόμασταν όσους φίλους μας έστελναν «πώς πάει το ματσάκι; Εμείς το γυρίσαμε στα ποτά τώρα».

Μέχρι και τα γκολ βαριόμασταν να πανηγυρίσουμε. Δεν ήταν και Σούπερ Ληγκ, Κύπελλο ήταν, από αυτά τα ωραία μας που μπαίνουν κάτι γκρανγκινιολικές γκολάρες κι εσύ λες «ωωωω, ρε φίλε να κάτσει τέτοια φάση και στο ντέρμπι» και δεν κάθεται ποτέ. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογώ, ήταν δίπλα μου ένα παππούδι, ωραίος μπάρμπας, από αυτούς τους παλιούς που πηγαίνουν γήπεδο με το κουστουμάκι τους, αρωματισμένοι, καλοσυνάτοι. Νομίζεις πως στις τσέπες του έχει καραμελίτσες να μοιράσει στα παιδάκια με τα καπνογόνα, να γλυκαθούν.

Τον βλέπω τον παππούλη, μαζεύομαι που’χα απλωθεί απρεπώς σαν την μπουγάδα, σβήνω τσιγάρο, κάθομαι φρόνιμη και βάζει τα γέλια.

«Κάτσε όπως θες, κοπέλα μου, στο γήπεδο πρέπει να νιώθουμε άνετα».

Τον παίρνουν χαμπάρι οι ούγκανοι και μαζεύονται κι εκείνοι. Σβήνουν τσιγάρα, κρύβουν ξίδια, στρώνουν φράντζα σα να πηγαίνουν για κυριακάτικο τραπέζι στους παππούδες. Το καταφχαριστιέται ο μπάρμπας. Σηκώνεται και μας αρχίζει μια ιστορία από την Πόλη.

Αυτός είναι Κωνσταντινουπολίτης κι όταν έφτασαν στην Ελλάδα έμεναν όλοι σε ένα υπόγειο, αλλά είχε και μία αυλή πολύ όμορφη. Και από «νεαροί που ήμασταν πηγαίναμε να δούμε την ΑΕΚ».

«Έχετε προλάβει τον Θωμά Μαύρο;», ρώτησε ένας και τότε συνειδητοποίησα πως καμιά δεκαριά νεολαίοι παρατάμε το ματς και κυκλώνουμε τον παππού που μας λέει παραμυθάκια.

«Βεβαίως και τον πρόλαβα!».

Και συνέχισε, συνέχισε. Μας είπε για τότε που ο Μαύρος έκανε χατ-τρικ, σα να ήταν εξωγήινος, για τότε που ο Ντούσαν ήταν πρίγκηπας, για τότε που έγινε Βάτραχος, μας είπε για τον Ντέμη πιτσιρικά, μας είπε και τι δεν είπε. Μας είπε για τα εγγόνια του που φορούν κασκόλ της ΑΕΚ και τα καμαρώνει κι εμείς το είχαμε βουλώσει και τον ακούγαμε με την υπομονή που έχουν όλοι οι κάπως μεγαλύτεροι νέοι απέναντι στον εμβληματικό παππού.

Όταν τελείωσε το ματς, πρέπει να μείναμε λιγάκι ακόμα μέχρι να σταματήσει να μιλά ο παππούς και μετά δέκα άτομα στραβοκοιταχτήκαμε με ύφος «Σε σπάσω» ποιος θα προλάβει να πρωτοπιάσει το ζωντανό μας είδωλο να το βοηθήσει να κατέβει τα σκαλοπάτια.

Κι αυτός είναι ο πραγματικά σημαντικότερος λόγος να χάνεις τα κυριακάτικα τσίπουρα για κάτι ματς που δεν πρόκειται να διηγηθείς στα παιδιά σου: Γιατί κι αυτά έχουν ψυχή. Για την ακρίβεια, ψυχάρες.

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ