Αλλά για μια βραδιά κόντρα στον Άγιαξ, για ένα ψαλίδι στο Καραϊσκάκη ή στο ΟΑΚΑ και για ένα μπαράζ στο Βόλο, εκατομμύρια Ολυμπιακοί «νίκησαν» απόψε και τον χρόνο.
Όταν «μιλούν» οι εικόνες φαντάζει δύσκολο να περιγράψεις στο χαρτί τα συναισθήματα και την ευφορία που δημιουργεί η αρτιότητα μιας κίνησης.
Ακόμα κι αν αυτή η κίνηση είναι… περιορισμένη στις γραμμές μιας περιοχής. Μιας μεγάλης και μιας μικρής, εκεί που το πεδίο δράσης του σέντερ φορ δημιουργεί όνειρα και όνειρα.
Για τους φτωχούς του κόσμου και για τους λεφτάδες. Για κείνους που δεν κάθισαν ούτε μέρα σε θρανίο αλλά και για τους άλλους πού πέρασαν ζωές ολάκερες στα σχολειά.
Για τους λογικούς και τους… τρελούς, για όλον τον ντουνιά. Αταξικό παιχνίδι το ποδόσφαιρο όσο και αν προσπαθούν οι σύγχρονοι προπονητάδες του να το βάλουν σε… τάξη.
Σ’ αυτή την περιοχή λοιπόν έγιναν πράματα και θάματα για τόσα χρόνια, με τον ήρωα της ιστορίας να είναι βγαλμένος από παραμύθια άλλης εποχής.
Και σήμερα, που οι (νέες) εποχές έχουν διαμορφώνει άλλο σκηνικό, ξύπνησαν οι μνήμες για να πάνε οι παλιοί σαράντα χρόνια πίσω.
Για να φέρουν ένα ακόμα σεργιάνι στο ντουνιά, και να δώσουν μιαν ακόμα ευκαιρία στη νιότη να θυμηθεί τον μεγάλο της ήρωα.
Εκείνον που κατάφερε να συνδυάσει τα ψαλίδια με τα δίχτυα. Που να το πεις και να σε πιστέψουν.
Ο άνθρωπος έκανε τα δίχτυα ν’ αγαπήσουν τα ψαλίδια, χωρίς φόβο αλλά με πάθος περίσσιο.
Γιατί τούτα τα ψαλίδια δεν είχαν στόχο να πληγώσουν και ούτε θέλησαν ποτέ να σκίσουν τα υφαντά της εστίας.
Όλοι εκείνοι που μεγάλωσαν με την εικόνα του ήρωα να τρέχει με τα χέρια ανοιχτά στον λαό του διηγούνται πλέον τις ιστορίες.
Για το πώς έγινε η μεταγραφή, ποιος του έδωσε τα προσωνύμια που τον έκαναν θρύλο, πόσο Ολυμπιακός έχει υπάρξει στη ζωή του.
Πόσες χαρές έδωσε σε ανθρώπους. Πόσοι και πόσοι δεν πήγαν ευτυχισμένοι τη Δευτέρα το πρωί στη δουλειά έχοντας να πουν για τα θαύματα που βίωσαν.
Ναι, τα χρόνια περνούν. Τόσο απλά, τόσο ρηχά τόσο συνηθισμένα, όπως έγραψε εύστοχα ο Δημήτρης Χατζηδιάκος πριν από σαράντα χρόνια.
Ναι, τίποτε δεν φαντάζει ίδιο και τίποτα δεν είναι. Δεν υπάρχει λόγος να «κρυβόμαστε» από την… αφεντιά του. Χρόνος είναι και ξέρει να περνά από πάνω μας.
Αλλά για μια βραδιά κόντρα στον Άγιαξ, για ένα ψαλίδι στο Καραϊσκάκη ή στο ΟΑΚΑ και για ένα μπαράζ στο Βόλο, εκατομμύρια Ολυμπιακοί «νίκησαν» απόψε και τον χρόνο.
Συγκινήθηκαν, έκλαψαν, χαμογέλασαν με νοσταλγία για τις εικόνες της νιότης που δεν θαμπώνουν.
Που παραμένουν κόκκινες σαν τη φανέλα που ξαναφόρεσε απόψε ο μουστάκιας.
Κι είναι τόσες οι θύμησες και οι χαρές που δεν μιλάμε απλά για έναν ήρωα της Κυριακής.
Ήταν ήρωας και της Δευτέρας και της Τρίτης και πάει… λέγοντας.
Ήρωας από την πρώτη μέρα που υπέγραψε στον μεγαλύτερο σύλλογο της χώρας για να πορευτούν παρέα και να ζήσουν το όνειρο. Πως το χες πει τότε ρε γίγαντα;
«Στον Ολυμπιακό ή σταματάω». Και δεν το πες σαν μια «κούφια» κουβέντα για να… πετύχεις τον στόχο σου. Το εννοούσες.
Υπήρξε κι εξακολουθεί να είναι για όλους τους Ολυμπιακούς ένα σημείο αναφοράς και ένα στοιχείο περηφάνειας.
Ήταν αυτός που θα «μιλούσε» για πάρτη τους στο χορτάρι κι εκείνοι στα σκαλοπάτια και στα τσιμέντα του Καραϊσκάκη, θα ξελαρυγγιάζονταν για να εκφράσουν τη λατρεία τους στον Νίκο.
Όλοι εκείνοι που έγιναν Ολυμπιακοί από τη φιγούρα σου, σ’ ευχαριστούν και καμαρώνουν.
Κι απόψε δεν είναι λίγοι αυτοί που άφησαν ένα δάκρυ να κυλήσει όταν θυμήθηκαν (γιατί δεν το ξέχασαν ποτέ) ότι δεν έγινες, αλλά γεννήθηκες Ολυμπιακός.
Χρειάζονται συστάσεις; Μάλλον όχι. Ο Νίκος Αναστόπουλος δεν έβγαλε ποτέ την ριγωτή ερυθρόλευκη. Ναι, αυτήν που κράτησε με τόσο καμάρι και απόψε στο σπίτι του.
Εκεί που γεννήθηκε, ανδρώθηκε, μεγαλούργησε, δοξάστηκε. Στο Καραϊσκάκη του.
Νίκο, ο κόσμος του Ολυμπιακού σ’ ευχαριστεί για όλα.