Ο Κώστας Καίσαρης γράφει για την αισχροκέρδεια στη Μύκονο. Για τους νόμους της αγοράς, για τους λακαμάδες που τρώνε και πίνουνε στο κουτουρού και θέλουνε να πληρώσουνε με τιμές Κάτω Πετραλώνων.
ΜΗΝ του πειράξεις του Καίσαρη τη Μύκονο. Ντροπή και αίσχος λοιπόν για την αισχροκέρδεια στο νησί των ανέμων. Τέσσερα αβγά μάτια στη Φάμπρικα, στο τέρμα των λεωφορείων, ένα εικοσάρικο. Με κόστος 50 λεπτά το ζευγάρι. Πήγαινε εσύ, ρε μπαγλαμά δημοσιογράφε, να ανοίξεις μαγαζί, απέναντι. Να πουλάς τις ομελέτες, στη μισή τιμή να χεστείς στο τάληρο. Από το να δουλεύεις για τρεις κι εξήντα μεροκάματο και να γράφεις σαχλαμάρες. Να το ξαναπάμε λοιπόν, για μία ακόμα φορά από την αρχή. Κανείς, δεν κάλεσε κανέναν, να πάει στη Μύκονο. Μοναχοί τους πάνε όλοι. Κι άιντε και πήγες. Πας σαν το βόιδι; Χωρίς έρευνα αγοράς; Χωρίς ν ανοίξεις κατάλογο; Καλά να πάθεις. Και δεν είναι μόνο η τιμή. Θα φας ότι σαβούρα βρεις μπροστά σου; Καλά να πάθεις, στο τετράγωνο. Μαγαζιά που δουλεύουνε με περαστικούς, είτε για ποτό, είτε για φαγητό τα χαιρετάς και φεύγεις. Εκτός, αν ξέρεις. Εκτός αν είσαι κάτω, των τριάντα, οπότε ψ@λή σου ραβδί σου.
ΣΤΗΝ τύχη και στο ότι κάτσει, δεν πας πουθενά. Πακέτα όλοι έχουμε φάει. Όσο κι αν είσαι έμπειρος, όσο κι αν είσαι προσεκτικός, θα το κάνεις το λάθος. Θα κάτσεις στη κέντα. Θα φταίει όμως, το κακό σου το κεφάλι. Η γκρίνια και η κλάψα, «μου τη φέρανε με πιάσανε κορόιδο», είναι για τα μικρά παιδιά. Να γυρνάνε από το σχολείο και να κλαψουρίζουνε στη μαμά τους. Έτσι ακριβώς, οι ενήλικες λακαμάδες κάνουνε τα παράπονά τους, στα ραδιόφωνα και τις εφημερίδες. Εσύ που δεν ξέρεις, θα πληρώσεις στη Μύκονο, το ποτό ένα δεκάρικο. Μίνιμουμ. Και μπορεί να είναι και μπόμπα. Αυτός που ξέρει θα το βρει ένα τάληρο.
ΞΕΦΥΓΑΜΕ όμως. Το θέμα μας είναι η ακρίβεια. Πήγαινε λοιπόν εσύ ν ανοίξεις μαγαζί. Να θέλεις για ενοίκιο τα δάνεια της Αγγλίας. Για δώδεκα μήνες. Ενώ δουλεύεις τέσσερις γεμάτους. Από Ιούνιο μέχρι Σεπτέμβριο και κάτι ψιλά μπρος και πίσω. Δεν τελειώσαμε όμως. Δεν είναι ένα ρο ενοίκιο. Βρες σπίτι για τη πάρτη σου και για το προσωπικό. Ούτε κοτέτσι δεν είναι διαθέσιμο. Κι αν είσαι και νομοταγής και τα χτυπάς όλα, έχεις συνέταιρο την Εφορία, κατά 50%. Θέλει μυαλό να καταλάβεις, που θα πέσουνε όλα αυτά; Στον καταναλωτή. Όταν τα νοίκια στα Ματογιάννια είναι πιο ακριβά κι απ την Fifth Avenue, ποιος θα πληρώσει τη λέζα; Ο πελάτης. Έχω συγκεκριμένο παράδειγμα. Ένα ζευγάρι σανδάλια, παραγγελία στο Ίντερνετ 25 Γιούρο . Αναγραφόμενη τιμή σε βιτρίνα στη Μύκονο, 60. Λότζικο. Για τους λόγους που εξηγήσαμε παραπάνω.
ΕΞΙ ευρώ λέει, το σουβλάκι. Είπαμε. Πήγαινε εσύ να πουλάς με τρία; να κονομήσεις. Κι εν πάσι περίπτωση, θα έχει η Μύκονος, τις ίδιες τιμές με τα Κάτω Πετράλωνα; Να το μαζεύουμε λοιπόν για να κλείσουμε. Πουθενά δεν πας χωρίς έρευνα αγοράς. Με κλειστά τα μάτια κι ότι βρεθεί στο δρόμο σου. Όπου και να πας. Θες να φας καλά και φτηνά στη Μύκονο; Θα πάρεις το λεωφορείο από τη Φάμπρικα και σε δέκα λεπτά θα είσαι στον Ορνό. Στα είκοσι μέτρα, στο αριστερό σου χέρι, στο δρόμο για τη παραλία, είναι οι «Μπαλωθιές». Του Χρηστάρα. Το Νο1 μαγαζί στο νησί, στη σχέση ποιότητας τιμής. Γι αυτό και δεν βρίσκεις καρέκλα να κάτσεις. Με ένα εικοσάρικο την έχεις κάνει ταράτσα. Θα μου πεις, «Κρητική κουζίνα στη Μύκονο»; Θα σου πω, «να γλείφεις και τα δάχτυλά σου». Αν είσαι ροϊδοκό, πήγαινε πλήρωσε ένα εικοσάρικο, τις δύο ομελέτες. Αυτά.
Στη μουσική επιλογή, Paul McCartney- Matchbox.