Ο Ολυμπιακός καταλάβατε στο Μπέργκαμο τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνει για να προκριθεί και ο Ονιεκούρου κατάλαβε ότι πρέπει να αρχίσει να κάνει αυτό για το οποίο αποκτήθηκε.
Ο Ολυμπιακός το ξέρει καλά το παιχνίδι τον νοκ άουτ αγώνων. Εάν έχει κερδίσει κάτι όλα αυτά τα χρόνια που πρωταγωνιστεί στα ευρωπαϊκά γήπεδα, όντας η μοναδική σταθερή ελληνική ομάδα με διαρκή παρουσία στις διοργανώσεις της UEFA, αυτό είναι ότι τίποτε δεν τελειώνει από το πρώτο 90λεπτο σε ένα νοκ άουτ παιχνίδια.
Το ξέρουν καλά οι Ερυθρόλευκοι. Και από την καλή και από την ανάποδη. Γνωρίζουν ότι το ποδόσφαιρο δεν διέπεται από δικαιοσύνη ως σπορ. Ακόμη και η καλύτερη ομάδα μπορεί να χάσει. Ο ισχυρός δεν είναι ποτέ σίγουρος. Ούτε έχει εξασφαλισμένη την επικράτηση. Ο Ολυμπιακός μπορεί ως ομάδα να μην είναι καλύτερος από την Αταλάντα. Αλλά αυτό δεν λέει τίποτε, αναφορικά με το ποια από τις δύο ομάδες θα προκριθεί στους «16» του Europa League. Οι Ιταλοί πήραν τον πρώτο… γύρο. Αλλά υπάρχει κι άλλος. Σε ένα περιβάλλον, που μόνο φιλικό και «εύκολο» δεν θα είναι για τους Ιταλούς.
Βεβαίως, για να γίνει η ανατροπή, ο Ολυμπιακός θα πρέπει να κρατήσει τα καλά στοιχεία του χθεσινού του αγώνα και να αφήσει στην άκρη όλα όσα προκάλεσαν την ανατροπή. Διότι ο Ολυμπιακός του πρώτου 45λεπτου, ήταν μια ομάδα διαβασμένη (κυρίως αυτό), με πίστη στο πλάνο του προπονητή, με αυτοπεποίθηση, με σιγουριά, με πάθος, με τρεξίματα, με σωστές αλληλοκαλύψεις, με δυναμισμό σε όλα τα μαρκαρίσματα, με καλές επιλογές, με σωστή ανασταλτική λειτουργεία. Γενικώς, ήταν μια καλά κουρδισμένη μηχανή, που έκανε τη δουλειά για την οποία είχε «προγραμματιστεί».
Ωστόσο, τα δύο πανομοιότυπα γκολ του Τζιμσίτι (61, 63) από κόρνερ, ήταν «πλήγμα». Όχι τόσο για το σκορ, όσο για την αξιοπιστία, τη σοβαρότητα, τη συγκέντρωση, την ετοιμότητα που έδειξε στο μεγαλύτερο διάστημα του αγώνα η ομάδα του Πειραιά. Κόντρα στην πιο βελτιωμένη ομάδα της Ευρώπης την τελευταία 5ετία, ένα σύνολο που έφερε επανάσταση με τον τρόπο και την ορμή που αγωνίζεται, ο Ολυμπιακός έπαιξε στα ίσια και εάν είχε αποφύγει αυτές τις κακές στιγμές, θα είχε πάρει αποτέλεσμα. Αλλά στο δεύτερο ημίχρονο γενικώς τα πράγματα δεν λειτούργησαν.
Πολλά μπορεί να ειπωθούν για το γεγονός ότι ο Μαρτίνς ίσως μπορούσε να βοηθήσει τον Ολυμπιακό πριν το 60ό λεπτό, καθώς φαινόταν ότι η ομάδα είχε ξεμείνει από δυνάμεις. Αλλά και ότι πιθανότατα ήταν αναγκαία νωρίτερα η παρουσία του Μάντι Καμαρά στο γήπεδο, γενικώς. Αλλά εάν θέλουμε να μιλήσουμε με «εάν» και «εφόσον», τότε θα πρέπει να σταθούμε στην τρομερή ευκαιρία που έχασε ο Ονιεκούρου στο 34′. Διότι εάν σε εκείνο το σημείο ο Ολυμπιακός έκανε 2-0, τότε η ιστορία του αγώνα, ίσως να ήταν διαφορετική.
Παρεμπιπτόντως, ο Νιγηριανός δεν ήταν κακός στο Μπέργκαμο. Κυρίως τακτικά και ανασταλτικά, διότι σε επίπεδο δημιουργίας και επιθετικής συνεισφοράς, είναι σαφές ότι θα μπορούσε να έχει κάνει περισσότερα. Πολλά περισσότερα. Η χαμένη ευκαιρία στο 34′ (που ο ίδιος δημιούργησε) και το φοβικό, σχεδόν… ερασιτεχνικό τελείωμα που έκανε, ήταν η πιο χαρακτηριστική στιγμή της επιθετικής παρουσίας του. Αλλά σχεδόν η πλειοψηφία των επιλογών του είχαν μέσα το στοιχείο της ανασφάλειας. Και αυτό προκαλεί εντύπωση, αν και ο ίδιος φαντάζει πολύ χαλαρός, φαίνεται σαν να έχει «μπλοκάρει», σαν να μην μπορεί με τίποτα να θυμίσει τον καλό εαυτό του στο μπροστινό μέρος του γηπέδου. Εκεί όπου πρέπει να κάνει τη διαφορά. Εκεί όπου πρέπει, επιτέλους, να κάνει αυτό που δεδομένα μπορεί. Αυτό που έχει δείξει ότι μπορεί. Διότι ο Ολυμπιακός έχει ανάγκη και από τα γκολ του.
Όπως και να ‘χει, ο Ολυμπιακός έδειξε ότι έχει βρει τον τρόπο να μπλοκάρει την Αταλάντα. Και να της πάρει αποτέλεσμα. Αποτέλεσμα που θα διεκδικήσει επί ίσοις όροις στο Γεώργιος Καραϊσκάκης, την ερχόμενη Πέμπτη. Αποτέλεσμα που μπορεί να το πάρει. Εχει το ταλέντο, την ποιότητα, το βάθος του ρόστερ, αλλά και τον… κόσμο του για να το πάρει. Και αυτό θα προσπαθήσει να κάνει. Σε ένα τελείως διαφορετικό παιχνίδι, βεβαίως.