Η διαφορά νοοτροπίας που έχει ο Ολυμπιακός σε σχέση με όλους του εγχώριους αντιπάλους του, φάνηκε και κόντρα στον ΠΑΟΚ, αλλά και όλο αυτό το διάστημα.
Ο Ολυμπιακός δεν πήρε το πρωτάθλημα στην Τούμπα. Αλλά διατήρησε το «μαξιλάρι» ασφαλείας που έχει καταφέρει να δημιουργήσει στη διάρκεια της σεζόν. Και εάν δεν είχε εμφανίσει κάποιες επιθετικές παθογένειες, ειδικά στο δεύτερο ημίχρονο του αγώνα με τον ΠΑΟΚ, θα μπορούσε να έχει πάρει και το «διπλό». Ωστόσο, η ουσία δεν αλλάζει.
Αυτός ο Ολυμπιακός, των τόσων προβλημάτων, συνεχίζει να είναι το απόλυτο φαβορί για τον τίτλο. Στην πιο δύσκολη χρονιά από όλες όσες έχει ζήσει τα τελευταία χρόνια. Μια χρονιά που συνεχίζει τον πρωτοφανώς ασφυκτικό αγωνιστικό κυκεώνα της προηγούμενης διετίας, στην εποχή του covid, κυριολεκτικά χωρίς το μίνιμουμ της ξεκούρασης για τους ποδοσφαιριστές, με τραυματισμούς, μαζικά κρούσματα κορωνοϊού, «μαγειρέματα» στο πρόγραμμά του από τους εγχώριους αντιπάλους του και τις αρμόδιες ποδοσφαιρικές αρχές.
Κι όμως, έχοντας παίξει 19 αγώνες και έχοντας βγάλει αήττητος πρόγραμμα με εκτός έδρας παιχνίδια κόντρα σε ΑΕΚ, Παναθηναϊκό, ΠΑΟΚ, παρότι έχασε για έναν μήνα ορισμένους από τους πιο σημαντικούς παίκτες του, είναι στο +9. Και το έκανε και με σχετική άνεση. Διότι όπως κι αν το δει κανείς, ο Ολυμπιακός ήλεγχε στον απόλυτο βαθμό το παιχνίδι της Τούμπας. Ο ΠΑΟΚ γκολ δεν πέτυχε. Εάν δεν ήταν ο Μπα, δεν θα σκόραρε ούτε με αίτηση.
Αντίθετα, ο Ολυμπιακός δημιούργησε. Είχε φάσεις. Είχε τελικές και εάν είχε και καλύτερες επιλογές στα κρίσιμα σημεία από τους παίκτες του, θα είχε και ένα καλύτερο αποτέλεσμα. Είναι χαρακτηριστικές τρεις φάσεις με Μασούρα, Αγκιμπού και Μάντι Καμαρά, που η πάσα πηγαίνει στον λάθος παίκτη, ενώ υπάρχει ξεκάθαρη φάση για γκολ. Αλλά αυτά συμβαίνουν στο ποδόσφαιρο.
Αυτό που δεν συμβαίνει στην Ελλάδα, είναι να αφήνει ο Ολυμπιακός τους εγχώριους αντιπάλους του σε ησυχία. Και αυτή είναι η πραγματικά μεγάλη διαφορά του. Το καλοκαίρι ο ΠΑΟΚ ήταν χαμένος από χέρι. Οι μεταγραφές που έκανε, κόστισαν… μηδέν ευρώ (σ.σ. 350.000 ο Τζίμας της Β’ ομάδας από τον Αστέρα Τρίπολης). Και τώρα που φαίνεται ότι κινείται, επειδή υπήρξαν σοβαρές αντιδράσεις, το έκανε χάνοντας τον βασικό του σέντερ φορ (Σφιντέρσκι), φέρνοντας πίσω τον Ζαμπά και τον Τσόλακ (που ήθελε και θέλει να τον πουλήσει) και αποκτώντας έναν δανεικό δεξιό μπακ (Σάστρε), αλλά και έναν ταλαντούχο μέσο, όπως ο Φελίπε Σοάρες. Αλλά παίκτη… διαφοράς, δεν πήρε. Δεν βοηθήθηκε επί της ουσίας.
Η ΑΕΚ από την πλευρά της ανακοίνωσε επίσημα ότι δεν συντρέχει λόγος ενίσχυσης από τη στιγμή που έμεινε στο -11 και με 17 αγωνιστικές να απομένουν για να τελειώσει το πρωτάθλημα, αλλά και με το Κύπελλο να βρίσκεται σε εξέλιξη, με την ίδια να έχει προβάδισμα πρόκρισης επί του ΠΑΟΚ (0-0, ο επαναληπτικός στο ΟΑΚΑ).
Την ίδια στιγμή ο Ολυμπιακός πήρε τον Μανωλά για την άμυνά του (σ.σ. καλύτερη στην Ελλάδα, και χωρίς αυτόν). Εφερε πίσω τους Λοβέρα (θα φύγει), Κανέ. Απέκτησε τον Ζοάο Καρβάλιο για να πάρει ποιοτικές λύσεις. Πήρε ένα σπουδαίο ταλέντο από την Παρί Σεν Ζερμέν (Φαντιγκά), ένα από τη Ρεάλ Μαδρίτης (Κεϊτά) και ένα από τη Ναντ (Ναμπό). Και όλα αυτά, ενώ είναι στο +9. Δεν επέλεξε να «ξεφορτωθεί». Επέλεξε να ενισχυθεί. Και το πάλεψε/παλεύει μέχρι την ύστατη ώρα.
Αυτή είναι η πραγματική διαφορά του Ολυμπιακού με τους αντιπάλους του. Είναι διψασμένος. Πεινάει για βελτίωση, για ενίσχυση, για το «καλύτερο δυνατό». Δεν είναι πάντα εφικτό. Λάθη γίνονται και θα γίνονται. Αλλά την ώρα που στον ΠΑΟΚ έμειναν με την ικανοποίηση ότι πήραν ισοπαλία και τουλάχιστον δεν έχασαν, στον Ολυμπιακό αναζητούν τα πρόσωπα, τον τρόπο για να ξεφύγουν κι άλλο. Να ισχυροποιηθούν. Και να διεκδικήσουν όλους τους στόχους. Αυτή η νοοτροπία δεν αλλάζει. Και αυτή η ανικανοποίητη φύση του, είναι που θα τον ξεχωρίζει…