Ο Ολυμπιακός δεν ήταν δυνατόν να την πατήσει δεύτερη φορά από τον Παναθηναϊκό και παρότι έχασε σε αρκετά σημεία την συγκέντρωσή του επέβαλε την κυριαρχία του στο ΟΑΚΑ. Γράφει ο Μιχάλης Στεφάνου.
Οι συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί πριν από το τζάμπολ του σπουδαιότερου ευρωπαϊκού ντέρμπι ήταν ξεκάθαρες. Ο Ολυμπιακός είχε το αγωνιστικό προβάδισμα, το βαθμολογικό ενδιαφέρον και παρότι αγωνιζόταν στην πιο εχθρική γι’ αυτόν έδρα, είχε ένα υπερμέγεθες «πρέπει» για τη νίκη πάνω από το κεφάλι του. Ένα «πρέπει» που όχι μόνο ξέφευγε από την πραγματική σημασία που μπορεί ποτέ να έχει ένα από τα 34 παιχνίδια της regular season, αλλά έπαιρνε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις έπειτα και από την απρόσμενη ήττα του στο πρώτο ντέρμπι της σεζόν στο ΣΕΦ.
Ο Παναθηναϊκός, από την άλλη, γνώριζε ότι οι βλέψεις στην Ευρωλίγκα έχουν περιοριστεί σε ένα όσο το δυνατόν πιο αξιοπρεπές πλασάρισμα και το γόητρο ήταν το μοναδικό του διακύβευμα. Κανέναν δεν θα παραξένευε μια ακόμα ήττα, ενώ η απουσία του Σαντ Ρος πρόσφερε στο σύνολο του Δημήτρη Πρίφτη ένα ακόμα ελαφρυντικό.
Επιπλέον η γεμάτη από κόσμο εξέδρα ήταν μια εικόνα που λογικά θα εκλείψει το επόμενο διάστημα, λόγω της νέας επέλασης του κορονοϊου στην Ευρώπη. Οι γηπεδούχοι ήθελαν να κάνουν ένα χριστουγεννιάτικο δώρο στον κόσμο τους και οι φιλοξενούμενοι ένα ακόμα σπουδαίο βήμα στην πορεία τους προς τα πλέι οφ.
Τι έμενε να αποδειχτεί; Αν οι ερυθρόλευκοι επιβεβαίωναν την δεδομένη ανωτερότητα τους στο παρκέ βυθίζοντας τον ΠΑΟ στην κατάταξη και αποκαθιστώντας την μπασκετική τάξη ή αν οι πράσινοι θα έβρισκαν και πάλι τον τρόπο να πικράνουν τον αιώνιο αντίπαλό τους, υπενθυμίζοντας ότι οι μεταξύ τους λογαριασμοί δεν λύνονται ποτέ στα… χαρτιά.
O Τάιλερ Ντόρσει φρόντισε με το καλημέρα να χαμηλώσει τα ντεσιμπέλ του ΟΑΚΑ. Ο Ολυμπιακός μπήκε από την αρχή στη θέση του οδηγού, ελέγχοντας απόλυτα τον ρυθμό του παιχνιδιού και παίζοντας εξαιρετικά στην επίθεση. Παρά τις αμυντικές του ολιγωρίες κατάφερνε να ποτίζει το δέντρο της διαφοράς του και να επιτρέπει μόνο κάποιες σπασμωδικές αντιδράσεις.
Στην πορεία βέβαια οι ερυθρόλευκοι παρασύρθηκαν από τον ενθουσιασμό και την επιθυμία τους να νικήσουν. Πήραν αρκετές βιαστικές αποφάσεις στην επίθεση σταμάτησαν να παίζουν όσο ομαδικά προστάζει η φιλοσοφία τους και έδωσαν την ευκαιρία στον Παναθηναϊκό να βρει αρκετούς πόντους στο ανοιχτό γήπεδο.
Κυριότεροι εκφραστές της άναρχης εκδοχής των Πειραιωτών που τους στέρησε μια διαφορά επικών διαστάσεων και ουσιαστικά κράτησε τον Παναθηναϊκό στο παιχνίδι ήταν ο Λαρεντζάκης με τον Ντόρσεϊ, οι οποίοι πρόλαβαν να εκτελέσουν 12 τρίποντα στο πρώτο ημίχρονο (3/7 ο ένας, 0/5 ο άλλος), τα περισσότερα υπό όχι καλές προϋποθέσεις. Επιπλέον ο Ολυμπιακός είχε να διαχειριστεί και το πρόβλημα του Γουόκαπ, ο οποίος βγήκε νωρίς νωρίς από το κλίμα του αγώνα με τα δύο γρήγορα φάουλ που χρεώθηκε.
Παρά τα εμπόδια που έβαζε η ίδια στον εαυτό της, η ομάδα του Γιώργου Μπαρτζώκα ήταν δύο επίπεδα πιο πάνω από τον αντίπαλο της. Ο εξαιρετικός στο πρώτο ημίχρονο Σλούκας και ο κύριος… τέλειος Σάσα Βεζένκοφ -μαζί με πολύ σημαντική βοήθεια από τον Μακίσικ- έβαλαν το νερό στο αυλάκι και η διαφορά έφτασε τους 16 στο 14′. Με την έξοδο, όμως, του 27χρονου φόργουορντ, ο Ολυμπιακός δέχτηκε ένα ανόητο 8-0, αλλά κατάφερε να πάει στα αποδυτήρια με ένα διόλου ευκαταφρόνητο +13.
Η άμυνα του Παναθηναϊκού βελτιώθηκε κατακόρυφα στο τρίτο δεκάλεπτο, ο Ολυμπιακός δεν είχε ένταση στην επίθεση, ούτε καλές αποστάσεις με αποτέλεσμα να εγκλωβιστεί και να δώσει την ευκαιρία στον αντίπαλο του να ανακάμψει. Ο συγκλονιστικός Παπαγιάννης, παρέσυρε του υπόλοιπους ο κόσμος μπήκε στην εξίσωση και η διαφορά εξανεμίστηκε. Η ομάδα του Πειραιά σκόραρε μόλις 9 πόντους στην τρίτη περίοδο, αλλά απέφυγε τα ακόμα χειρότερα, λόγω της άμυνά της.
Οι δύο ομάδες μπήκαν στο τελευταίο δεκάλεπτο με το εύθραυστο 51-54, αλλά κάπου εκεί ο Ολυμπιακός αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν δυνατόν να αυτοκτονήσει ξανά. Μακίσικ και Βεζένκοφ ανέλαβαν δράση, η άμυνα έφτασε για πρώτη φορά στα γνωστά της επίπεδα και η σεμνή τελετή έλαβε τέλος.
Ο Ολυμπιακός έκλεισε το ματς κυριαρχικά, ως όφειλε, βάσει της αδιαμφισβήτητης διαφοράς ποιότητας από τον αιώνιο αντίπαλό του, θρονιάστηκε στην τρίτη θέση της κατάταξης και πλέον θα αντιμετωπίσει την πρόκληση του δεύτερου γύρου όπου θα κριθούν τα πάντα με ηρεμία και αυτοπεποίθηση.
Ο Σλούκας έδειξε τα ηγετικά του χαρακτηριστικά παίζοντας και για τον Γουόκαπ που δεν μπήκε ποτέ στο κλιμα του αγώνα, ο Μακίσικ ήταν ο απόλυτος game changer παίζοντας με τρομερή ενέργεια και παίρνοντας καθοριστικά προσωπικά καλάθια, όμως η εμφάνιση του Σάσα Βεζένκοφ άγγιξε το τέλειο.
Ο εκ των υποψηφίων για τον βραβείο του μήνα φόργουορντ, ήταν ο απόλυτος ισορροπιστής του Ολυμπιακού. Δεν έφαγε καλάθι στην άμυνα, μάζεψε ριμπάουντ, εκτέλεσε άψογα παίρνοντας λίγες προσπάθειες, αλλά σε πολύ καίρια σημεία και πάνω από όλα είχε πάντα καθαρό μυαλό. Ειδικά τις στιγμές που οι συμπαίκτες του παρασύρονταν από το ρυθμό εκείνος κρατούσε τα γκέμια, διάβαζε σωστά το παιχνίδι και επανέφερε την ηρεμία στην ομάδα.
Για τον Γιώργο Μπαρτζώκα δεν χρειάζεται να πούμε τίποτα περισσότερο από όσα είπαμε μετά το πρώτο αιώνιο ντέρμπι. Τότε που είχε περισσότερη αξία…
ΥΓ. Δυο παρατηρήσεις για την ματσάρα της Τετάρτης ανάμεσα στην Μπάρτσα και την Ζενίτ. Το φάουλ με το οποίο ο Μίροτιτς έστειλε το παιχνίδι στην παράταση πρέπει να προβληματίσει τη διοργάνωση. Οχι μόνο σχετικά με το επίπεδο της διαιτησίας και την εύνοια που απολαμβάνουν κάποιες ομάδες, αλλά κυρίως με την μηδενική αξία που έχει το challenge των προπονητών όταν δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε φάσεις που καθορίζουν αποτελέσματα. Κι αν η κουβέντα για την υπάρξη ενός φάουλ μπορεί να θεωρηθεί πολλές φορές υποκειμενική και κατά συνέπεια να χαθει η μπάλα στο instant reply, το αν αυτό συνέβη σε προσπάθεια ή όχι για σουτ θα έπρεπε να μπορεί να επανεξεταστεί.
Η χειρονομία (σιωπής) του Κέεναν, ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στο Παλαου κι εξελίχθηκε σε… ζήτημα εκδίκησης ακόμα και για τους παίκτες της Μπάρσα. Κακώς. Ο Αμερικανός είναι ένας εξαιρετικός παίκτης που φέρνει θέαμα στη Euroleague κι έκανε κάτι που δεν σε καμία περίπτωση προσβλητικό στην μπασκετική κουλτούρα. Όλο το γήπεδο αποδοκίμαζε, εκείνος ευστόχησε σε ένα μεγάλο τρίποντο που εκτόξευσε τη διαφορά και πανηγύρισε ζητώντας από τον κόσμο να σωπάσει. Τελικά το πλήρωσε γιατί αφύπνισε μια ομάδα και μια εξέδρα. Μέχρι εκεί.