Ο μικρός του Ολυμπιακού δεν είναι απλά το «εύρημα» του 2021, αλλά και η απόδειξη για τον τρόπο δουλειάς ενός κανονικού ποδοσφαιρικού οργανισμού
Κάποτε στο ελληνικό ποδόσφαιρο οι ατζέντηδες είχαν να το λένε για μια ατάκα που έβρισκαν μπροστά τους κάθε καλοκαίρι. Είτε μιλούσαν με τους παράγοντες και τα τεχνικά τιμ των κορυφαίων ομάδων μας, είτε με εκείνους που εκπροσωπούσαν ομάδες στην τρίτη εθνική κατηγορία αργά η γρήγορα η επικοινωνία τους έφερνε μπροστά από το ίδιο –σχεδόν χιουμοριστικό- αδιέξοδο: «Ψάχνουμε έναν παίκτη σαν τον… Τσάβι».
Ήταν η εποχή του τίκι-τάκα, της μεγάλης Μπαρτσελόνα και της κυριαρχίας του πληθωρικού ταλέντου του σημαντικότερου κεντρικού χαφ της τελευταίας 20ετίας. Η επιρροή του στο παιχνίδι. Η ικανότητα να κόβει και να ράβει κλπ. Σχεδιάζοντας λοιπόν τις ομάδες τους παράγοντες και προπονητές έψαχναν για εκείνον τον έναν ποδοσφαιριστή που θα είναι ικανός να σχηματίσει ένα τέτοιο ντόμινο.
Ο καθένας φυσικά με το βαλάντιο του. Άλλος ήθελε Τσάβι με 1000 ευρώ μισθό τον μήνα, άλλος Τσάβι με μεταγραφή των 2 εκατ ευρώ. Τώρα πόσους… Τσάβι είδατε στα μέρη μας, όλο αυτό το διάστημα είναι μια ενδιαφέρουσα άσκηση του μυαλού.
Σήμερα οι λίγοι top Έλληνες ατζέντηδες που επιβιώνουν στον χώρο περιγράφουν μια ανάλογη εμπειρία. Αλλά προς το παρόν σε περιβάλλον Super League: Με όποια ομάδα και να μιλούν τις τελευταίες εβδομάδες με θέα στον Γενάρη, βρίσκονται απέναντι στο ίδιο αίτημα: «Ψάχνουμε για έναν Αγκιμπού» λένε θαμπωμένοι από τον 20άχρονο πιτσιρικά του Ολυμπιακού που πρόλαβε μέσα σε μερικούς μήνες να γίνει «status» στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Κάποιος που ήρθε από την αφάνεια, με ελάχιστο μπάτζετ και μικρό συμβόλαιο και που σήμερα ήδη τον παρακολουθούν καμιά 20αριά ομάδες σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Τη μεταγραφή του Αγκιμπού μπορούσε να την «πληρώσει» σχεδόν κάθε ομάδα της Super League. Όπως βεβαίως και το πρώτο του συμβόλαιο. Άρα κατά μια έννοια το αίτημα δεν είναι παράλογο. Τον Αγκιμπού όμως δεν θα μπορούσε να τον φέρει στην Ελλάδα κανένα άλλο club. Όπως δεν έφερε τον Μαντί Καμαρά, τον Παπ Αμπού Σισέ ή τον Ουσεϊνου Μπα.
Αυτή είναι μια ικανότητα που έχει αναπτύξει μόνο ο πρωταθλητής και το ισχυρό του οργανόγραμμα. Μια ικανότητα που στοιχίζει πολύ πιο ακριβά από το συμβόλαιο του Αγκιμπού Καμαρά.
Στελέχη σαν τον –μετρ του είδους- Φρανσουά Μοντέστο σπανίζουν και αυτό δεν επιβεβαιώνεται μόνο από τους ποδοσφαιριστές που ο Κορσικανός φέρνει στα μέρη μας, αλλά και από τις προτάσεις που κατά καιρούς έχει ο ίδιος για να δουλέψει με την ίδια μέθοδο στο υψηλότερο επίπεδο.
Σπανίζουν επίσης πρόσωπα σαν τον Κριστιάν Καρεμπέ. Προπονητές σαν τον Πέδρο Μαρτίνς που έχουν τα «κότσια» να πάρουν ένα παιδί 20 χρονών από την αφάνεια και να τον κατοχυρώσουν στην πρώτη γραμμή ενός ρόστερ με χρηματιστηριακή αξία στα 100 εκατ ευρώ. Σπανίζουν όμως και τα κονδύλια που διαθέτει η διοίκηση του Ολυμπιακού τόσο για το σκάουτινγκ όσο και συνολικά για την παραγωγική διαδικασία.
Αυτά είναι χρήματα που δεν μπορεί να τα δώσει το ελληνικό ποδόσφαιρο, αποδεδειγμένα. Εξ ου και οι κουβέντες με τους ατζέντηδες. Με ανθρώπους που μπορούν να προτείνουν παίκτες από τις ομάδες Β΄ της Γαλλίας (που είναι η κορυφαία δεξαμενή στο είδος) ή από μικρότερες κατηγορίες.
Δεν μπορεί να ψάξει μόνος του για έναν Αγκιμπού (ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων) ο Παναιτωλικός και ο ΠΑΣ Γιάννινα. Ούτε καν ο πολύ καλά οργανωμένος ΟΦΗ (του Γιάννη Σαμαρά) και ο Ατρόμητος που σχημάτισε μια μακρά παράδοση στην ελληνική αγορά χάρη στην ικανότητα του ενός: Του Τόλη Αποστόλου που για παραπάνω από 15 χρόνια είχε στον σκληρό δίσκο του ότι… κινούνταν ποδοσφαιρικά ανά την Επικράτεια από τα πρωταθλήματα Παμπαίδων ως τους 16άρηδες και 17άρηδες της κάθε εποχής.
Ο ΠΑΟΚ όμως με τα εκατομμύρια ευρώ που έχει διαθέσει ο Ιβάν Σαββίδης όλα αυτά τα χρόνια θα μπορούσε. Ο Παναθηναϊκός και η ΑΕΚ το ίδιο. Και για αυτούς η περίπτωση Αγκιμπού είναι πλέον κανονικός μπελάς. Διότι τα στελέχη τους κρίνονται σε αυτόν τον παρονομαστή. Οι τεχνικοί και αθλητικοί διευθυντές, οι σκάουτερ κλπ. Επαγγελματίες του ποδόσφαιρου που θα έπρεπε να γνωρίζουν καλύτερα την αγορά.
Αν ρίξει μια ματιά κανείς στα νέα πρόσωπα των ρόστερ, θα διαπιστώσει ότι από εκατοντάδες μεταγραφές που έγιναν (και) φέτος ελάχιστοι είναι οι νέοι ποδοσφαιριστές που δείχνουν δυνατότητες και προκαλούν το ενδιαφέρον. Αυτό συμβαίνει διότι οι περισσότερες ομάδες «ψωνίζουν» από τους διαθέσιμους στις λίστες των ατζέντηδων, και τις περισσότερες φορές χωρίς καν να έχουν ένα ασφαλές δείγμα για την επιλογή τους. Μια τυπική παρακολούθηση από τις «κονσόλες» που υπάρχουν διαθέσιμες. Και αυτό είναι όλο…
Αυτό όμως δεν είναι ποδόσφαιρο. Και δεν φέρνει… Αγκιμπού.