Αν αυτή η Εθνική είχε έναν Μήτρογλου ή έναν Μαχλά θα μιλούσαμε σε διαφορετική βάση.
Ήταν υπέροχη η Εθνική του πρώτου ημιχρόνου χθες το βράδυ στη Σόλνα. Ήταν μια… άλλη Εθνική, που δεν μας είχε συνηθίσει σε τέτοιου είδους ποδόσφαιρο. Διαχρονικά, ακόμα και τότε που η Ελλάδα πέτυχε το θαύμα της Πορτογαλίας, ακόμα και αργότερα με τον Φερνάντο Σάντος που… κατάπινε τις προκρίσεις σε μεγάλες διοργανώσεις, στηριζόταν στην άμυνα. Στο «τσούκου – τσούκου». Στο «μηδέν πίσω και… βλέπουμε».
Δε μας χαλούσε. Είχαμε καλή «παραγωγή» αμυντικών και πανηγυρίζαμε τις επιτυχίες, έστω κι αν δεν βλέπαμε καλό ποδόσφαιρο. Με αυτόν τον τρόπο κέρδισε και πάλι «φανατικούς» η Εθνική. Με αυτόν τον τρόπο γέμισε και πάλι το γήπεδό της.
Ο Φαν Σιπ θέλησε να αλλάξει αυτή τη νοοτροπία. Δεν είναι κάτι που το μάθαμε χθες απέναντι στη Σουηδία. Το είχε δηλώσει ο ίδιος πριν από έναν χρόνο. «Πλέον μπαίνουμε σε διαδικασία να κάνουμε την ομάδα να παίζει ελκυστικό ποδόσφαιρο». Αυτό ακριβώς έκανε χθες το βράδυ. Μπήκε στο γήπεδο, σε μια από τις πιο δύσκολες έδρες αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη και έπαιξε. Δεν μπήκε για να κλέψει, αλλά για να παίξει. Δεν μπήκε για κλεφτοπόλεμο, αλλά για να πιέσει, να κυκλοφορήσει, να σκοράρει, να νικήσει.
Δεν σκόραρε και δεν νίκησε. Τόσο απλό. Στο καλό της διάστημα, εκεί που… σφύριζαν τα δοκάρια των Σουηδών, η Ελλάδα έφτανε στην αντίπαλη περιοχή με όποιον τρόπο ήθελε. Τελείωσε το πρώτο ημίχρονο με εννιά τελικές, δύο δοκάρια, ένα γκολ που για εκατοστά δεν μέτρησε και έξι κόρνερ. Αλλά δεν σκόραρε. Στο γιατί δεν σκόραρε η απάντηση δεν είναι δύσκολη.
Η Ελλάδα δεν έχει έναν σέντερ φορ που να μπορείς να στηριχτείς στα γκολ του. Χθες ο πιο απειλητικός παίκτης για την αντίπαλη άμυνα ήταν ο εξτρέμ Μασούρας. Άλλες φορές είναι ο μεσοεπιθετικός Μπακασέτας. Άλλες ο Τζόλης, άλλες ο Πέλκας, άλλες κάποιος άλλος. Αλλά σχεδόν ποτέ δεν είναι ο επιθετικός της ομάδας.
Δεν έχει έναν… Ίσακ, για να συγκρίνουμε τι είχε ο χθεσινός αντίπαλος. Δεν έχει έναν… Μοράτα για να συγκρίνουμε με την άλλη ομάδα του ομίλου, την Ισπανία. Σχεδόν ποτέ δεν είχε. Συνεχίζουμε να «παράγουμε» αμυντικούς, είναι μια εποχή που «παράγουμε» και πολλούς άλλους: πολλούς και καλούς κεντρικούς μέσους, πολλούς και καλούς εξτρέμ, πολλούς και καλούς τερματοφύλακες. Αλλά όχι πολλούς επιθετικούς.
Κρατάει χρόνια αυτή η ιστορία, δεν είναι τωρινή. Διαχρονικά αν το δούμε, η Ελλάδα έβγαζε… έναν καλό επιθετικό κάθε 6-7 χρόνια. Τον Χαριστέα. Τον Γκέκα. Τον Μήτρογλου. Παλαιότερα τον Μαχλά. Αυτό της λείπει σήμερα. Ένας Μήτρογλου. Ένας Μαχλάς. Αν το είχε, πιθανότατα τώρα να μιλούσαμε κάτω από άλλη βάση για τις πιθανότητες πρόκρισής της στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Κατάρ.