Το σκηνικό φανταστικό. Θα μπορούσε βέβαια να ήταν και πραγματικό σε κάποιο σπίτι μιας μέσης ελληνικής οικογένειας, αν βέβαια ασχολούνταν τόσοι με αυτό που ονομάζουμε ελληνικό ποδόσφαιρο. Είναι, λοιπόν, Κυριακή μεσημεράκι και ο μπόμπιρας της οικογένειας έχει από το πρωί ξυπνήσει με έντονη ανησυχία, μιας και ο μπαμπάς του του έχει υποσχεθεί, εδώ και μέρες, ότι σήμερα θα τον πάει στο γήπεδο να δει την αγαπημένη του ομάδα. Κάνει επομένως το καλό παιδί, από την Παρασκευή κιόλας, εκτελώντας κατά γράμμα τις εντολές της μαμάς για διάβασμα, τακτοποίηση δωματίου και προσωπική υγιεινή.
Όλη την εβδομάδα στο σχολείο καμάρωνε και κοκορευόταν στους φίλους του για την σημερινή ημέρα. Οι φίλοι του ζήλευαν και του έλεγαν να τους τα πει όλα τη Δευτέρα που θα βρισκόντουσαν πάλι στην αυλή. Μόνο ένα κακό παιδί μεγαλύτερης τάξης του είπε, πως δεν πρόκειται να πάει γιατί μόνο στην Ελλάδα, λέει, δεν θα παίξουν μπάλα το Σαββατοκύριακο γιατί τσακώνονται όλοι και αποφάσισαν να το σταματήσουν το πρωτάθλημα. Ο μικρός μας φίλος, της ιστορίας, αν και τσαντίστηκε αποφάσισε να μην του απαντήσει, αφού ήξερε πως ο μπαμπάς του πάντα ότι λέει και του υπόσχεται το κάνει. Άρα αφού του είπε ότι την Κυριακή θα πάνε γήπεδο θα πάνε.
Έχει πια φθάσει σχεδόν μεσημέρι. Την ώρα έχει μάθει από καιρό να την διαβάζει για να μην τον κοροϊδεύουν, αλλά κυρίως γιατί έχει καταλάβει, πως η γκρίνια είναι περισσότερο αποτελεσματική για κάτι όταν είναι κοντά χρονικά στο να πραγματοποιηθεί παρά αν γίνεται όλη την ώρα. Ξέρει λοιπόν ότι είναι ώρα να ετοιμάζονται για να φύγουν για το γήπεδο, όπως έχει γίνει και τις άλλες φορές παλαιότερα. Βλέπει, όμως, τον μπαμπά να είναι χαλαρός και αρχίζει να προβληματίζεται. Σαν αστραπή περνούν από το μυαλό του η κουβέντα του μεγαλύτερου παιδιού στο σχολείο, αλλά και ότι την προηγούμενη μέρα ο μπαμπάς δεν είδε κανένα ελληνικό αγώνα στην τηλεόραση. Ναι, αλλά είδε ξένους. Κάποια στιγμή παίρνει την απόφαση να πάει να διεκδικήσει την υπόσχεση που είχε πάρει την προηγούμενη εβδομάδα.
Τι το ήθελε; Ακούει τον πατέρα του να του λέει ότι αυτήν την εβδομάδα -και άγνωστο για πόσο καιρό ακόμα – δεν θα παίζει μπάλα η αγαπημένη του ομάδα. Μα απαντά ο μικρούλης οι άλλοι γιατί παίζουν, τι καλύτερο έχουν, ποιος φταίει; Ο πατέρας, όπως είναι φυσικό, αδυνατεί να του δώσει να καταλάβει τους λόγους της παράνοιας που ζούμε στο πλανήτη της Superleague. Το μόνο που μπορεί να του πει είναι πως οι ξένοι είναι καλύτεροι και αγαπούν περισσότερο το ποδόσφαιρο. Ο μικρός τότε αποφασίζει να μην ξανασχοληθεί με τις ελληνικές ομάδες και να βλέπει μόνο τις ξένες. Γεμάτος απογοήτευση για το χαμένο ματς, που ακόμα προσπαθεί να καταλάβει το γιατί δεν έγινε, πάει στο δωμάτιο του κλαίγοντας για την Κυριακή που χάθηκε. Τελικά η εξυγίανση δεν μας τις έφερε πίσω όπως υποσχόταν.
Η παραπάνω φανταστική ιστοριούλα θα μπορούσε να είναι αληθινή σε ένα οποιοδήποτε σπίτι στην Ελλάδα. Οι φίλαθλοι, μικροί και μεγάλοι είναι αυτοί που πληρώνουν την ανοησία των παραγόντων και των εντεταλμένων οργάνων της Πολιτείας, που με τις πράξεις του οδηγούν το λαοφιλέστερο άθλημα στην παράνοια και την πλήρη απαξίωση. Μπορεί να μην έχουμε τα καλύτερα γήπεδα, μπορεί να μην έχουμε τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές ή τις πιο δυνατές ομάδες, μπορεί να μην έχουμε το πιο ανταγωνιστικό και θεαματικό πρωτάθλημα στην Ευρώπη, όμως είναι το δικό μας, γουστάρουμε να το βλέπουμε και δεν μπορεί κανείς να μας το στερήσει. Είναι καιρός να μας επιστρέψουν, επί της ουσίας αυτή τη φορά, τις Κυριακές μας….