Τα πρότζεκτ που δεν ευδοκιμούν στην Ελλάδα και ο μονόδρομος του Ολυμπιακού. Γράφει ο Μιχάλης Στεφάνου
Την διετία 2016-18, η Γκραν Κανάρια τρύπησε το αγωνιστικό της ταβάνι. Με τον Λουίς Κασιμίρο στον πάγκο, κατέκτησε το πρώτο τρόπαιο της ιστορία της επικρατώντας της Μπαρτσελόνα στον τελικό του Supercopa Endesa, ενώ την επόμενη σεζόν πήρε το εισιτήριο για την Euroleague, έπειτα από μια εκπληκτική πορεία στο ισπανικό πρωτάθλημα που την βρήκε στην 4η θέση. Βέβαια, η ανοδική της πορεία είχε αρχίσει να καταγράφεται ακόμη νωρίτερα, όταν υπό τις οδηγίες του Ρενέσες έφτασε στον τελικό του Eurocup το 2015 και στον ημιτελικό την αμέσως επόμενη χρονιά. Η σεζόν 2018-19 θα αποτελούσε ορόσημο για τους νησιώτες και τους φιλάθλους τους, αφού θα είχαν επιτέλους την ευκαιρία να βρεθούν στα μεγάλα ευρωπαϊκά σαλόνια και να απολαύσουν από κοντά τις κορυφαίες ομάδες της ηπείρου. Είχε έρθει η στιγμή να θερίσουν τους καρπούς των κόπων τους, βιώνοντας μια ξεχωριστή και σίγουρα πολύ σπάνια εμπειρία.
Τελικά, τα πράγματα δεν κύλησαν ακριβώς έτσι. Παρά τις οικονομικές υπερβάσεις της διοίκησης ώστε να δημιουργηθεί ένα αξιοπρεπές ρόστερ για το υψηλότερο επίπεδο, η Γκραν Κανάρια δεν κατάφερε να κρατήσει τα δύο πολύ βαριά καρπούζια στην ίδια μασχάλη, πληρώνοντας εκτός των άλλων και την ασύγκριτη ταλαιπωρία των πολύωρων ταξιδιών. Τερμάτισε 14η στην Euroleague, ενώ πολύ κακή ήταν και η πορεία της στην Liga Endesa (12η). Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι οι φίλοι της ομάδας, ουδόλως ενθουσιάστηκαν με την παρέλαση ονομάτων και κορυφαίων ομάδων για πρώτη φορά από το νησί τους. Η Γκραν Κανάρια έκοψε πολύ λιγότερα εισιτήρια από τα προηγούμενα χρόνια, με αποτέλεσμα να δεχτεί ένα ισχυρό οικονομικό πλήγμα, αλλά και να φτάσει σε ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα. Οτι για το κοινό της ομάδας είχαν πολύ μεγαλύτερη σημασία οι νίκες, -έστω και σε μικρότερες διοργανώσεις- παρά η χαρά και η μοναδικότητα της συμμετοχής στην Euroleague.
Οταν σε ένα απομακρυσμένο νησί μιας χώρας, που αγαπά τον αθλητισμό πρώτα απ’ όλα ως τρόπο ζωής και ως μέσο διαπαιδαγώγησης και που η «ήττα» αναγνωρίζεται ως… υπαρκτό ενδεχόμενο, το αποτέλεσμα επηρεάζει τόσο πολύ τη διάθεση των φιλάθλων, σκεφτείτε τι συμβαίνει σε μέρη όπου η αθλητική παιδεία υπολείπεται. Που ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το ταξίδι, αλλά μόνο για τον προορισμό και που το τελικό σκορ ενός αγώνα καθορίζει πλήρως την ψυχολογία και τις απόψεις του. Που η αναγνώριση του αντιπάλου πάει περίπατο και το λατινικό ρητό «Vincere est totum», δηλαδή «Το παν είναι να νικάς» βρίσκει απόλυτη εφαρμογή. Οπως στην Ελλάδα για παράδειγμα.
Στη χώρα μας -ας μην κρυβόμαστε- τα μακροπρόθεσμα πρότζεκτ δεν ευδοκιμούν, τα χρονοδιαγράμματα δεν τηρούνται και πολύ σπάνια βλέπουμε ένα πλάνο να υλοποιείται στο 100%, ώστε να το κρίνουμε τότε ως πετυχημένο ή μη. Πέρυσι το καλοκαίρι ο αθλητικός διευθυντής της Μπάγερν Daniele Baiesi έθεσε σε συνέντευξη τύπου κάποια πολύ απλά δεδομένα, λέγοντας εν ολίγοις: «Πρέπει να ξέρουμε τι θέλουμε να είμαστε και να αποφασίσουμε ποιος είναι ο καλύτερος δρόμος για να φτάσουμε όσο το δυνατόν πιο κοντά σε αυτό. Οταν π.χ. διαλέγεις προπονητή πρέπει να θεωρείς ότι ταιριάζει στο δικό σου πλάνο και αφού του το παρουσιάσεις να το αποδεχτεί και να το υπηρετήσει, όχι να συμφωνήσει και μετά να κάνει τα δικά του. Οταν ξεκινάς μια προσπάθεια πρέπει να αναρωτηθείς που θέλεις να βρίσκεσαι σε πέντε χρόνια από σήμερα». Είπε επίσης ότι «χαίρομαι που δεν είμαστε η ΤΣΣΚΑ, η Ρεάλ και η Μπαρτσελόνα, να αγοράζουμε ό,τι καλύτερο κυκλοφορεί, αλλά πρέπει να αναδείξουμε παίκτες μέσα από το πρόγραμμά μας».
Ποια μεγάλη ελληνική ομάδα, αλήθεια, έχει την πολυτέλεια χρόνου ώστε να στηρίξει μια στρατηγική σε βάθος πενταετίας, αν ταυτόχρονα δεν ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του κόσμου της; Κι αντίστροφα, ποιο κοινό μεγάλης ομάδας έχει κάνει υπομονή σε ένα συγκεκριμένο σχέδιο, όταν αυτό δεν συνοδεύεται από αποτελέσματα; Στην Ελλάδα αν θες να επιβιώσεις πρέπει να νικάς, γι’ αυτό και πολύ σπάνια θα δούμε ομάδα που δεν είχε την πορεία που …»προστάζει το dna, η ιστορία και το βάρος της φανέλας της», να δίνει περιθώρια στο ίδιο εγχείρημα. Το θέμα είναι ότι πλέον αυτή η νοοτροπία έχει περάσει σε όλους όσοι κάνουν πρωταθλητισμό στη χώρα μας. Γιατί ένας προπονητής να κάτσει να δουλέψει παραπάνω με έναν ταλαντούχο νεαρό, να του δώσει ευκαιρίες, να θυσιάσει κάτι από την βόλεψη του τέλος πάντων, όταν ξέρει ότι αν αρχίσει να χάνει θα πέσουν όλοι να τον φάνε;
Ο περσινός Παναθηναϊκός του «έσοδα-έξοδα», ξεκίνησε τη σεζόν με χαμηλά την μπάλα και μετριοπαθείς εξαγγελίες. Με στόχο να φτιάξει μια ομάδα που θα παλεύει, που θα προσπαθήσει να «βγάλει» παίκτες μέσα από το σκάουτινγκ και φυσικά να βοηθήσει και την εξέλιξη του ελληνικού της στοιχείου, αλλά κι ενός φέρελπι τεχνικού. Τελικά, ούτε οι νεαροί πήραν ευκαιρίες, ούτε στο σκάουτινγκ βασίστηκαν οι επιλογες (έφερε παίκτες γνωστούς ως επί τω πλείστον), ούτε ο Βόβορας στηρίχθηκε. Σε μια σεζόν που εκ των πραγμάτων ο πήχης ήταν χαμηλά και οι εξέδρες άδειες, τα αποτελέσματα καθόρισαν για μια ακόμη φορά τις αποφάσεις και η λέξη υπομονή παρέμεινε άγνωστη.
Τον μονόδρομο της νίκης είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει ο φετινός Ολυμπιακός, το δίχως άλλο. Η δίψα για τίτλους είναι τεράστια στο σύλλογο και η επιστροφή στις εγχώριες διοργανώσεις συνοδεύεται από ένα μεγάλο «πρέπει». Επιπλέον, η απουσία των ερυθρόλευκων από τα πλέι οφ της Euroleague τα τελευταία χρόνια, αυξάνει στο μέγιστο βαθμό την ανάγκη μιας σαφώς βελτιωμένης ευρωπαϊκής παρουσίας, που θα επαναφέρει τον σύλλογο στα γνωστά, υψηλά του στάνταρ. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και την μεγάλη προσμονή, λόγω της έλλειψης δράσης από τις αρχές Απρίλη, καταλαβαίνει κανείς πόσο… απαγορευτικό φαντάζει για τον Ολυμπιακό οποιοδήποτε άλλο ενδεχόμενο πέρα από το άμεσο αποτέλεσμα.
Κάπως έτσι εξηγείται προφανώς και η τακτική του Γιώργου Μπαρτζώκα να βαδίσει τόσο προσεκτικά στην off season. Κινήσεις μετρημένες και φιλτραρισμένες, με παίκτες που αντιλαμβάνονται πλήρως το ευρωπαϊκό μπάσκετ τόσο ως προς το στυλ παιχνιδιού όσο και ως προς τη νοοτροπία. Κι ακριβώς αυτό το φιλτράρισμα γίνεται ενόψει και της επόμενης κομβικής προσθήκης. Πίσω από έναν παίκτη με καλό σουτ, αθλητικότητα και δυο τρία ακόμα στοιχεία που μπορεί να ψάχνει ο Ολυμπιακός κρύβεται κάτι πολύ σημαντικό. Τα κίνητρα, οι φιλοδοξίες και γενικότερα το προσωπικό του στάτους. Δεν είναι μόνο το γιατί θα τον υπογράψεις εσύ, αλλά γιατί θα έρθει κι εκείνος σε σένα. Διότι στα 26-27 θέλει να γράψει «νούμερα» και να επιστρέψει στο ΝΒΑ; Διότι πέρασε τα 30 και πλέον βλέπει περισσότερο μέλλον στην Ευρώπη, έχοντας την ωριμότητα να παίξει για τη νίκη κι όχι για τη στατιστική; Διότι ψάχνει αυτό που δεν μπορεί πια να βρει στην Κίνα για παράδειγμα;
Το να φτιάξεις ένα ρόστερ με καλούς παίκτες και μπόλικο ταλέντο δεν είναι δύσκολο. Το να φτιάξεις μια ομάδα που θα κερδίζει, είναι…